«Τολμήσας εἰσῆλθεν πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μαρκ. 15.43).
Ἄν ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν Κυριακή τῆς
λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἀφιερωμένη στήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ,
ἡ δεύτερη Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στήν πίστη τῶν κεκρυμμένων μαθητῶν τοῦ
Κυρίου, τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Νικοδήμου καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ὁ πρῶτος, ὁ Θωμᾶς, ἔχει πληροφορηθεῖ τό
χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ἔχει λάβει τίς διαβεβαιώσεις τῶν συμμαθητῶν
του, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννη καί τῶν ἄλλων ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ἀλλά
ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀλήθεια τοῦ γεγονότος καί διστάζει νά τό πιστεύσει.
Οἱ δεύτεροι, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Νικόδημος, ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη, δέν γνωρίζουν ἀκόμη τίποτε, δέν
γνωρίζουν παρά μόνο ὅτι ὁ διδάσκαλός τους καταδικάστηκε καί πέθανε ὡς
κακοῦργος ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Οἱ μαθητές του κρύβονται «διά τόν φόβον τῶν
Ἰουδαίων», ἀλλά αὐτοί τολμοῦν. Ὁ Ἰωσήφ αἰτεῖται ἀπό τόν Πιλᾶτο τό σῶμα τοῦ
νεκροῦ Ἰησοῦ γιά νά τό ἐνταφιάσει μαζί μέ τόν Νικόδημο, καί οἱ μυροφόρες
γυναῖκες τρέχουν τό πρωί «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» γιά νά ἀλείψουν μέ μῦρα καί
ἀρώματα τόν νεκρό διδάσκαλό τους.
Οἱ πράξεις τους εἶναι διπλά τολμηρές, διπλά
θαρραλέες. Γιατί ποιός στή θέση τους θά ἤθελε νά ταυτισθεῖ, σέ μία κρίσιμη
μάλιστα στιγμή, μέ ἕναν συκοφαντημένο καί ἀτιμασμένο κατάδικο; Ποιός στή θέση
τους θά ἤθελε νά ὁμολογήσει μέ τό ἐνδιαφέρον του γι᾽ αὐτόν ὅτι πιστεύει στά
ὅσα ἔλεγε καί δίδασκε ὁ Ναζωραῖος κατά τήν ἐπίγεια ζωή του; Ποιός στή θέση τους
θά ἤθελε νά ὁμολογήσει ὅτι τόν ἀναγνωρίζει ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ καί σωτῆρα τοῦ
κόσμου;
Ἀσφαλῶς κανείς. Καί τό ἴδιο κάνουν καί οἱ
μαθητές του. Ἀκόμη καί αὐτοί πού ἀνέβηκαν μαζί του στό ὄρος Θαβώρ καί τόν
ἄκουσαν νά συνομιλεῖ μέ τούς προφῆτες καί εἶδαν τά ἱμάτιά του νά γίνονται
«λευκά ὡς τό φῶς».
Ὅμως ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος τολμοῦν. Καί
μαζί τους τολμοῦν καί οἱ Μυροφόρες. Τολμοῦν νά ἐκφράσουν τήν πίστη καί τήν
ἀγάπη τους πρός Αὐτόν πού ὅλοι ἀρνήθηκαν. Τολμοῦν νά θέσουν σέ κίνδυνο τή ζωή
τους, τήν κοινωνική τους θέση καί τήν ἀξιοπρέπειά τους γιά χάρη του. Τολμοῦν
νά ἐγκαταλείψουν τήν ἄνεση καί τήν ἡσυχία τους καί νά ὑποβληθοῦν στήν
ταλαιπωρία τοῦ ἐγχειρήματος πού ἀναλαμβάνουν. Τολμοῦν νά ἀναλάβουν ἕνα ἔργο πού
ποτέ προηγουμένως δέν εἶχαν ἀναλάβει, νά ἐνταφιάσουν τόν Ἰησοῦ. Καί ὄχι μόνο
αὐτό, ἀλλά νά ἐπιστρέψουν καί πάλι στό μνῆμα γιά νά ἀποκυλίσουν τόν φυλασσόμενο
ἀπό τούς στρατιῶτες λίθο καί νά προσφέρουν τά μῦρα στόν διδάσκαλό τους.
Τολμοῦν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος καί μαζί τους
τολμοῦν καί οἱ Μυροφόρες, γιατί οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ἀπό τήν πίστη καί
τήν ἀγάπη στόν Χριστό, καί «ἡ ἀγάπη», ὅπως θά γράψει ἀργότερα ὁ μαθητής τῆς
ἀγάπης, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἔξω βάλλει τόν φόβον». Τολμοῦν, γιατί ἀπό
τή δική τους ψυχή τόν εἶχε βγάλει ἤδη. Τολμοῦν, ἐπειδή ἀγαποῦν καί ἐπειδή πιστεύουν.
Καί ἀξιώνονται νά συναντήσουν πρῶτες αὐτές τόν Ἀναστάντα Χριστό, ὡς δῶρο τῆς
πίστεως καί τῆς τόλμης πού διαθέτουν.
Εἴκοσι αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπό τότε, καί τό
παράδειγμα τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Νικοδήμου, τό παράδειγμα τῶν Μυροφόρων, βρῆκε
πολλούς μιμητές. Τόλμη ἦταν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν ἁγίων
μαρτύρων, πού θυσιάσθηκαν γιά χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Καί ἡ τόλμη αὐτή δέν
ἦταν μιά τόλμη χωρίς λογική καί χωρίς περίσκεψη, δέν ἦταν μία ἔκφραση
ἐπιπολαιότητος, ἀλλά μία ἔκφραση τῆς βαθειᾶς πίστεως καί τῆς τελείας ἀγάπης
πρός τόν Χριστό.
Αὐτή τήν πίστη καί τήν ἀγάπη στόν Χριστό πού
διέθεταν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, αὐτή τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πού διέθεταν
οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ζητᾶ καί ἀπό ἐμᾶς, τούς μαθητές του τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου
αἰῶνος ὁ Χριστός. Γιατί ἡ ἀληθινή πίστη καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν μπορεῖ νά χαρακτηρίζεται
ἀπό φόβο καί δειλία, ἀλλά ἀπό τόλμη καί γενναιότητα, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες
ἐκφράζεται καί διαχέεται ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν κόσμο.
Καί ὁ κόσμος ἔχει καί σήμερα ἀνάγκη τῆς
μαρτυρίας τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης μας στόν Θεό. Ἐάν ἐμεῖς δειλιάζουμε, ἐάν
ἐμεῖς φοβόμαστε, ἐάν ἐμεῖς δέν τολμοῦμε νά ἐκφράσουμε καί νά ἐκδηλώσουμε τήν
πίστη καί τήν ἀγάπη μας στόν Θεό, τότε εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀγάπη μας εἶναι
ἐλλιπής καί ἡ πίστη μας ἀδύναμη. Καί μπορεῖ νά μήν ἀπαιτεῖ ἡ ἐποχή μας
ὁμολογία πίστεως καί ἀγάπης, ὅπως ἡ ἐποχή τῶν Μυροφόρων, ἀλλά αὐτό δέν θά
πρέπει νά μᾶς κάνει νά ἐπαναπαυόμαστε. Θά πρέπει νά προσπαθοῦμε νά αὐξήσουμε
μέσα στήν ψυχή μας τήν πίστη καί τήν ἀγάπη, ὥστε μέ τόλμη καί θάρρος νά δίνουμε
καί ἐμεῖς τή μαρτυρία τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης στόν Θεό «παντί τῷ αἰτοῦντι»,
ὅπως οἱ ἑορταζόμενοι ἅγιοι, γιά νά ἀπολαμβάνουμε καί ἐμεῖς τή συνάντηση μέ τόν
ἀναστάντα Χριστό καί σ᾽ αὐτή τή ζωή, ἀλλά πολύ περισσότερο στήν αἰώνια.