Είναι ο Ζακχαίος, και είναι κι ο Χριστός. Και είναι και η συνάντησή τους στην Ιεριχώ, έτσι όπως μας την παραδίδει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Είναι όμως και μια άλλη ιστορία, παράλληλη, που είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν από εκείνην την ημέρα, μια ιστορία που κρύβεται ανάμεσα στις λέξεις, αλλά φανερώνεται αμέσως, αν θελήσεις λίγο να την αφουγκραστείς, αν κοντοσταθείς, να καταλάβεις πώς έγινε τέλος πάντων αυτή η μεταστροφή του Ζακχαίου. Είναι όλα εκεί, όλα κρυμμένα πίσω απ’ τις λέξεις, κι όμως η φωνή τους είναι ξεκάθαρη, σχεδόν εκκωφαντική.
Πότε ξεκίνησε η μεταστροφή του
Ζακχαίου; Όταν συναντήθηκε με τον
Χριστό; Για να το δούμε λίγο…
Λίγο πριν, με αφορμή εκείνην την παραβολή
με τον άφρονα πλούσιο, ο Χριστός τόνισε, ότι για τον κάθε άνθρωπο, εκεί που
βρίσκονται αυτά που θεωρούμε πλούτη, ο «θησαυρός» μας, εκεί είναι προσκολλημένη
και η καρδιά μας, δηλαδή όλη μας η υπόσταση. (Λουκ. 12, 34). Αν λοιπόν κάποιος είναι προσκολλημένος στην
υπόθεση του πλούτου, όλες του οι σωματικές και ψυχοδιανοητικές δυνάμεις, είναι
απασχολημένες στην συσσώρρευση χρήματος, με κάθε τρόπο. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. Ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον
αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά…» (Ματθ.
6, 24-25). Όπου είναι ο Θεός, ο μαμωνάς,
το χρήμα, είναι το «έτερον», το μη συμβατό.
Ο δρόμος του Θεού είναι ένας, κι ο δρόμος του χρήματος είναι άλλος. Και είναι δρόμοι κι οι δυό, πορείες, δεν
είναι κάτι το στατικό, έχουν ατέρμονη εξέλιξη.
Ο δρόμος του Θεού οδηγεί στην αγιότητα και την θέωση. Ο δρόμος του μαμωνά τραβά όλο και πιο κάτω,
όλο και πιο βαθειά μέσα στην κόλαση.
Σε ποιόν δρόμο βρισκόταν ο
Ζακχαίος όταν συνάντησε τον Χριστό;
«Εζήτει» λέει, προσπαθούσε να δει τον Χριστό, και δεν τα κατάφερνε. «Προσδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν
ίνα ίδη αυτόν…». Η σκηνή είναι ολοζώντανη: ένας μικρόσωμος άνθρωπος σπρώχνει με αγωνία
εδώ κι εκεί, ν’ ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος. Τεντώνει τον λαιμό του προς τα ‘κει που ακούει
φωνές, τεντώνεται στις μύτες των ποδιών του, και δεν τα καταφέρνει. Το πλήθος τον συνθλίβει. Οι φωνές πλησιάζουν. Η ανάσα του γίνεται πιο γρήγορη. Τρέμει μην περάσει ο Χριστός και δεν προλάβει
να Τον δει. Στην σκέψη αυτή, δίνει μια
και ξεφεύγει από το πλήθος. Τρέχει
μπροστά να προλάβει. Βλέπει την
συκομουριά, και παίρνει θάρρος.
Σκαρφαλώνει σβέλτα στα κλαδιά της, ναι, τώρα βλέπει. Τώρα βλέπει όλον τον δρόμο και δεν τον
σπρώχνει πια κανείς. Κοιτάζει ανενόχλητος
τον Χριστό που περνά, τον Χριστό που σταματά, που γυρίζει το κεφάλι και τον
κοιτάζει, που του μιλά με το όνομά του.
Ο Ζακχαίος έδωσε μια μάχη για να δει τον Χριστό, κι ο Χριστός άλλη μία
με τους παρευρισκόμενους, για να σταθεί και να μιλήσει στον Ζακχαίο, με τ’
όνομά του.
Είναι αυτός ο Ζακχαίος ο άνθρωπος
του μαμωνά, είναι ο αρχιτελώνης που κλέβει, εκβιάζει, και εκμεταλλεύεται με
απόλυτη αναλγησία; Αν ήταν, θα έδινε
τέτοια μάχη να δει τον Χριστό; Θα τον
τραβούσε ο Χριστός σαν μαγνήτης; Θα έσπευδε
να κατεβεί από την μουριά, και να Τον δεχτεί στο σπίτι του «χαίρων»; Ο άνθρωπος του μαμωνά, θα βάδιζε τον δρόμο
του μαμωνά, όλο και πιο βαθειά, όλο και πιο μακρυά από τον Χριστό. Ο άνθρωπος του μαμωνά θα απέφευγε τον Χριστό,
«όπως ο Διάβολος το λιβάνι». Δεν θα Τον
δεχόταν σπίτι του, σαν να λέμε στα εσώψυχά του, στο εσωτερικό της ύπαρξής του,
και μάλιστα με
τέτοια αυθόρμητη χαρά.
Ο Ζακχαίος δεν ήταν πια άνθρωπος
του μαμωνά όταν είδε τον Χριστό. Γι’
αυτό έτρεξε να Τον δει. Και ο Χριστός το
ήξερε. Λες και ήρθε στην Ιεριχώ ειδικά
γι’ αυτόν, και για ‘κείνον τον ζητιάνο τον τυφλό, τον Βαρτίμαιο.
Η μεταστροφή του Ζακχαίου θα είχε
ξεκινήσει πολύ καιρό πριν, και θα είχε συντελεστεί σιγά- σιγά, όπως κάθε
μεταστροφή. Θα βρήκε ο Θεός στα ενδόμυχα
της ψυχής του μια χαραμάδα που να περνάει η συνείδηση, και βάλθηκε ν’ ανοίξει
τα βαριά πορτόφυλα λίγο-λίγο, μέχρι ν’ ανοίξουν διάπλατα, να μπει ο
Χριστός. Κάποιο βράδυ ο Ζακχαίος δεν θα
μπορούσε να κοιμηθεί, χωρίς να ξέρει γιατί.
Κάποιο άλλο θα θυμόταν τον λόγο:
γιατί είχε πάρει από μια χήρα τον τελευταίο της οβολό, και την άφησε
πίσω του να κλαίει, γιατί δεν είχε πια να θρέψει τα παιδιά της. Μέρα με τη μέρα, αυτό το βάρος θα γινόταν όλο
και πιο βαρύ, πιο βαρύ κι από τα πλούτη που μάζευε στον «θησαυρό» του. «Τι να κάνω, τι να κάνω;» αναρωτιόταν. «Πώς θα ξαναβρώ την γαλήνη;». Η λύση ξεπρόβαλε μέσα του τελικά. Πάλεψε μαζί της, αλλά όσο περνούσε ο καιρός,
τόσο το ‘βλεπε καθαρά πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος. «Θα δώσω τα μισά απ’ όσα έχω, να μην βλέπω
πια φτωχούς να πεινούν. Θα δώσω πίσω
τετραπλάσια απ’ όσα έκλεψα. Θα ελαφρώσει
η κασέλα μου, θα ξαλαφρώσει η ψυχή μου».
Όταν πήρε την απόφαση, σκίρτησε από χαρά, για πρώτη φορά μετά από
μήνες. Κι έτρεξε να δει τον Χριστό. Ήθελε να δει τον Χριστό. Ένοιωθε φίλος Του τώρα.
Στην κεκαθαρμένη ψυχή έρχεται και
κατοικεί ο Θεός. Όλη η Αγία Τριάδα. «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και
ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ
ποιήσωμεν» (Ιωάν. 14, 23). Έτσι θα έγινε
και τον Ζακχαίο. Μ’ αυτήν ακριβώς την
σειρά, γιατί δεν έχει παρακλάδια ο δρόμος του Θεού. Έτσι θα έγινε και μπήκε ο Χριστός στο σπίτι
του, και ο Ζακχαίος τον υποδέχτηκε «χαίρων».
Είναι κι αυτό το «ιδού». Το «ιδού» στις Γραφές σημαίνει κάτι παραπάνω
από το «νά» που λέμε σήμερα. Σημαίνει
αμέσως. Ακαριαία. Επί τόπου.
«Ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ…» (Λουκ. 9, 31). Εκεί επί τόπου. Αμέσως, ταυτόχρονα με την Μεταμόρφωση. Άρα λοιπόν ο Ζακχαίος, δεν είχε πάρει μόνον
την απόφαση, είχε και τα χρήματα ήδη έτοιμα να τα δώσει. Δεν του το πρότεινε ο Χριστός όπως το
πρότεινε στον πλούσιο νεανία. Το είχε
κάνει ήδη το βήμα ο Ζακχαίος. Έσυρε στο
μέσο του δωματίου το βαρύ σεντούκι, και το άνοιξε διάπλατα και με λαχτάρα, σαν
παιδί που ξετυλίγει βιαστικά ένα παιχνίδι.
Ακτινοβολώντας φώναξε: «να τα,
Κύριε, εδώ τα έχω. Έτοιμα να τα
δώσω. Δεν είμαι μόνο λόγια. Η μετάνοιά μου είναι έμπρακτη, έτοιμη,
μεστή. Δέξου την!».
Και γιατί άραγε να είπε ο Χριστός
ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο»;
Γιατί δεν είπε κάτι αντίστοιχο του γνωστού «ήπαγε εν ειρήνη, η πίστις
σου σέσωκέ σε»; Μόνον λόγω της
πατριαρχικής σχέσης, που υποχρέωνε τον οίκο όλο ν’ ακολουθεί τις προσταγές του
αφέντη; Μήπως δεν ήταν μόνον αυτό; Μήπως ο οίκος όλος είχε παρακολουθήσει, βήμα
προς βήμα, μέρα με τη μέρα, την μεταστροφή του αφέντη; Μήπως μαζί με τον Ζακχαίο, είχε ακολουθήσει
και όλος ο οίκος την ίδια διαδρομή; Αυτή
η εκδοχή μ’ αρέσει περισσότερο.
Είναι εκεί στη Θεία Λειτουργία,
στην ευχή της Αγίας Αναφοράς, αμέσως μετά την συγκλονιστική στιγμή του καθαγιασμού
των Τιμίων δώρων, «…μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν», που λέει ο ιερέας, «πραεία
τη φωνή», τα εξής: «ώστε γενέσθαι τοις
μεταλαμβάνουσιν εις νήψιν ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών, εις κοινωνίαν του Αγίου
Πνεύματος, εις βασιλείας ουρανών πλήρωμα, εις παρρησίαν την πρός Σε, μη εις
κρίμα ή εις κατάκριμα…». Και σήμερα που
με την Χάρη του Θεού ξανάκουσα αυτά τα λόγια, είπα μέσα μου: «κοίτα να δεις…έτσι θα έγινε και με τον
Ζακχαίο. Ήρθε πρώτα «εις νήψιν
ψυχής». Καθάρισε η ψυχή του, έγινε
νηφάλια η κρίση του, και μετά ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα. Ψιθύρισα νοερά: «Νήψιν ψυχής», Κύριε! Δώσε μου «νήψιν ψυχής»!
Στέλλα
Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.