Ήταν σαράντα παλληκάρια από την Λειβαδιά; Δεν ήταν; Κανείς δεν ξέρει. Τα Δημοτικά όμως δεν είναι τυχαία, δεν είναι μύθοι, έχουν βγει μέσ’ από αίμα και δάκρυα. Όταν ξεκίνησε ο Αγώνας του ’21, δεν ήταν ποτέ τοπική υπόθεση. Όπου υπήρχε ανάγκη, πολεμούσε η Ρωμηοσύνη ενωμένη, τουλάχιστον στην αρχή, τα πρώτα δύο χρόνια, πριν σπείρουν την διχόνοια οι πολιτικοί. Και η Τριπολιτσά ήταν στην αρχή, άρα τα σαράντα παλληκάρια της Λειβαδιάς, είναι σύμβολο της προθυμίας του Γένους.
Λέει ο Θουκυδίδης στην αρχή της «Ξυγγραφής» του, εξηγώντας
το δικό του ενδιαφέρον στην εξιστόρηση του Πελοποννησιακού πολέμου: «…ελπίσας μέγαν τε έσεσθαι και αξιολογώτατον
των προγεγενημένων, τεκμαιρόμενος ότι ακμάζοντές τε ήσαν ες αυτόν αμφότεροι
παρασκευή τη πάση και το άλλο Ελληνικόν ορών ξυνιστάμενον προς εκατέρους, το
μεν ευθύς, το δε και διανοούμενον». Που
σημαίνει: «…επειδή θεώρησα ότι θα
εξελιχθεί σε σύρραξη πολύ μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη. Και κατέληξα σ’ αυτό το συμπέρασμα, διότι όλοι
εμπλέχτηκαν σ’ αυτόν όντας πολύ ακμαίοι ως προς την πολεμική ετοιμότητα, αλλά και
γιατί έβλεπα και τις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις να έχουν ήδη συνταχθεί με το
μέρος κάποιου, άλλες από την πρώτη στιγμή, κι άλλες να το μελετούν».
Τα ίδια έγιναν και στην Επανάσταση, μόνον που δεν ήταν
εμφύλιος σπαραγμός, δεν έγινε από απληστία και αλαζονεία. Αλλά, ναι, ήταν υψίστης σημασίας και έκτασης,
τόσο για την εποχή, όσο και για την έκβαση, και βρήκε τους Έλληνες σε πολεμική
ακμή και ετοιμότητα, έτοιμους και πρόθυμους να πολεμήσουν, άλλους από την αρχή
σαν τα «σαράντα παλληκάρια» της Λειβαδιάς, κι άλλους μόλις έφθασαν σ’ αυτούς τα
πρώτα μαντάτα.
Υπήρξαν όμως και κάποια άλλα Σαράντα Παλληκάρια, πολύ
συγκεκριμένα, γνωστά με τα ονόματά τους:
Κυρίων, Κάνδιδος, Δομνάς, Ευτύχιος, Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος,
Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης, Αλέξανδρος, Σακεδών,
Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Ευδίκιος, Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος,
Ξάνθιος, Ουλεριανός, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος,
Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός, Γοργόνιος,
Ιουλιανός, Αγλάϊος, και Καπικλάριος.
Αυτά τα Σαράντα Παλληκάρια, δεν πολέμησαν στο κάστρο της
Τριπολιτσάς, αλλά στο κάστρο της ψυχής, για να μείνουν ελεύθεροι, για να
μείνουν πιστοί στον εαυτό τους και την αγάπη τους. Σαράντα παλληκάρια του στρατού του Λικίνιου,
στην Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, μια παγωμένη νύχτα, σε μια παγωμένη λίμνη,
ένας κιοτής κι ένας ήρωας της τελευταίας στιγμής που έτρεξε στη θέση του, μια
μάνα ψυχωμένη, που δεν εννοούσε να λείπει ο γιός της από τον χορό των ηρώων. Όλοι πολέμησαν να μην προδώσουν την Πίστη
τους μπροστά στην ανάγκη, και νίκησαν.
Κι αν θέλετε την γνώμη μου, ας μου επιτραπεί μια εικασία: ο Έλληνας που κάθησε και σκάρωσε αυτό το
δημοτικό τραγούδι για τους χωριανούς του που τρέξαν στην Τριπολιτσά, αυτούς τους
Σαράντα μάρτυρες είχε στο μυαλό του.
Ήταν Μάρτιος που ξέσπασε η Επανάσταση, μόλις είχε γιορτάσει την μνήμη
τους, κι έτσι αυθόρμητα σκάρωσε μέσα του την αναλογία. Τα ίδια έβλεπε στους πατριώτες του, τα ίδια
ένοιωθε κι ο ίδιος, μάλλον ήταν κι αυτός μες τους σαράντα. Την ήξερε την δική τους «ιερή τρέλλα» από
πρώτο χέρι, από προσωπική πείρα αιώνων μέσα στην Τουρκοκρατία. Καταλάβαινε τον έρωτα που πύρρωνε την ψυχή
τους μέσα στην παγωμένη νύχτα, αυτό το πάθος που δεν έχει λόγια, αυτήν τη
έκ-σταση, που σε κάνει ν’ αψηφάς την υπεράνθρωπη πρόκληση, να φωνάζεις μέχρι να
ξεψυχήσεις «δριμύς ο Χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος», «Ελευθερία ή Θάνατος»,
να ενθαρρύνεις τον διπλανό σου ν’ αντέξει κι εκείνος, ν’ αντέξεις κι εσύ. Σαν τέτοια υπεράνθρωπη δοκιμασία την
καταλάβαινε κι εκείνος την Επανάσταση, γιατί ήταν. Κι έτσι θυμήθηκε σαν όμοια την μνήμη αυτή,
για να τραγουδήσει την φλόγα που έκαιγε και την δική του καρδιά, για τον Χριστό
και την Πατρίδα του.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-
Δάλλα.