π.Παντελεήμονος Κρούσκου.
...Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα ότι από τη μοναχική του κουρά και ύστερα δεν πλάγιασε ποτέ να κοιμηθεί. Έτρωγε μία φορά την ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τρεφόταν μόνον με πρόσφορα, περνώντας την πρώτη και τελευταία εβδομάδα εν πλήρη ασιτία. Από την Πέμπτη προετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της Κυριακής, χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτε. Όταν διάβαζε τις ευχές, έδειχνε να μιλάει στον Χριστό και στους παρόντες αγίους, και εξερχόταν του ιερού με την όψη του να λάμπει. Ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο οποίος ήταν στην κεφαλή της επισκοπής, τον επισκεπτόταν συχνά και έλεγε: «Είναι άγγελος του Θεού με όψη ανθρώπου». Διατηρούσε επίσης θερμές σχέσεις μεέναν άλλον άγιο της εποχής μας, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, συνάδελφό του στο ιεροδιδασκαλείο.
Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, και στάλθηκε στη Σαγκάη, όπου ανάλωσε τις δυνάμεις του στη στήριξη και παρηγορία των πολλών Ρώσων προσφύγων. Άρχισε με τη συμφιλίωση των Ορθοδόξων των διαφορετικών εθνοτήτων, τους οποίους χώριζαν έριδες περί δικαιοδοσίας, και οργάνωσε την αρωγή στους φτωχούς. Με κάθε καιρό έτρεχε ο ίδιος μέσα στους δρόμους για να μαζέψει τα άρρωστα και ορφανά παιδιά, ρωσόπουλα ή κινεζόπουλα. Το ορφανοτροφείο που ίδρυσε υπό την προστασία του αγίου Τύχωνος Ζαντόνσκ, άρχισε με οχτώ παιδιά και κατέληξε να στεγάζει 3.500, όταν η έλευση των κομμουνιστών ανάγκασε την κοινότητα να καταφύγει πρώτα σε ένα νησί των Φιλιππίνων και κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε, και μάλιστα επέκτεινε την ασκητική πολιτεία του, τελούσε δε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Έχοντας προσβληθεί από έλκη στα σκέλη, αρνιόταν να χειρουργηθεί, και όταν τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ενοριτών, το ίδιο το βράδυ της επέμβασης βρισκόταν στην εκκλησία για να τελέσει την Aγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αρκούνταν στα πιο ταπεινά ενδύματα, φορούσε μόνο ελαφριά σανδάλια που συχνά τα έδινε σε κάποιον φτωχό, και λειτουργούσε ανυπόδητος προς μεγάλο σκανδαλισμό ορισμένων. Επεκτεινόμενος έτσι προς τον Θεό δια της ασκήσεως, με την ίδια αυστηρότητα των παλαιών Πατέρων, είχε λάβει από τον Θεό το δώρο της διορατικότητος, που το χρησιμοποιούσε με διάκριση για τη σωτηρία και οικοδομή των ψυχών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος αρρώστους, προσκομίζοντας σε αυτούς τη Θεία Κοινωνία και παρηγορώντας τους με την παρουσία του Θεού, και δεν περιφρονούσε ούτε τους φυλακισμένους ούτε τους ψυχασθενείς, οι οποίοι τον υποδέχονταν με γαλήνη και χαρά, ακούγοντας προσεκτικά τις ομιλίες του.
Κατά την ιαπωνική κατοχή, ενώ η ρωσική κοινότητα της Σαγκάης βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ο θαρραλέος ιεράρχης ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής του τη διοίκησή της, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το ποίμνιό του ακόμη και μέσα στη νύχτα, στις πιο επικίνδυνες συνοικίες. Με την έλευση των κομμουνιστών το 1949, οι Ρώσοι πρόσφυγες, πέντε χιλιάδες τον αριθμό, εκτοπίστηκαν σε ένα νησί των Φιλιππίνων που το έπλητταν συχνά τυφώνες. Προστατευμένο όμως από τις προσευχές του ποιμένα του, το προσφυγικό στρατόπεδο έμεινε απρόσβλητο κατά τους είκοσι επτά μήνες της διαμονής τους εκεί. Λίγο μετά την αναχώρηση της πλειονότητας των προσφύγων, ένας τρομερός τυφώνας κατέστρεψε oλοσχερώς το στρατόπεδο.
Έχοντας εξασφαλίσει από τις Αρχές της Ουάσιγκτον την άδεια μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποίμνιό του, ο ακούραστος ποιμένας, ζώντας πάντα μέσα στη μεγαλύτερη ένδεια, φρόντισε για την εγκατάσταση του ποιμνίου του. Έπειτα από δύο χρόνια ορίστηκε το 1951 αρχιεπίσκοπος της εν Υπερορία Ρωσικής Εκκλησίας για τη Δυτική Ευρώπη. Έχοντας αρχικά την έδρα τον στο Παρίσι, διέμενε αργότερα στις Βρυξέλλες. Ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν να εργαστεί για τη συμφιλίωση των Ρώσων Ορθοδόξων που ήσαν διαιρεμένοι σε τρεις δικαιοδοσίες. Δεν περιοριζόταν όμως στις ποιμαντικές ανάγκες των Ρώσων μεταναστών, αλλά έδειχνε έντονο ενδιαφέρον και για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Δύση, και εκδήλωνε βαθιά ευλάβεια για τους προ του Σχίσματος αγίους της Δύσης, τη λειτουργική μνήμη των οποίων προσπάθησε να επαναφέρει στην Ευρώπη, όπως και στην Κίνα, και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άγιος συνέχιζε να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τον θείο Νόμο, δίχως να λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που επέσυρε πάνω του την κριτική των μεν, ενώ οι δε έβλεπαν με θαυμασμό στο πρόσωπό του έναν δια Χριστόν σαλό της εποχής μας.
Μια ημέρα ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, θέλοντας να βεβαιώσει τους πιστούς του ότι η αγιότητα δεν ήταν επ’ ουδενί ένα πράγμα του παρελθόντος, φώναξε στην ομιλία του: «Να που στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί σήμερα ένας άγιος Ιωάννης ο Aνυπόδητος!». Χωρίς να απαρνηθεί τίποτε από την ασκητική πολιτεία του, διάβαζε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, κατά την ορισμένη ώρα, ακόμη και στις αποβάθρες ενός σταθμού, και τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα πνευματικών του τέκνων. Επανειλημμένως πιστοί τον είδαν ανυψωμένο από τη γη, και περιβαλλόμενο από φως. Συνήθιζε να λέει: «Η πολλή δουλειά δεν μου επιτρέπει να μην προσεύχομαι», συνοψίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ασκητική πολιτεία του με το ποιμαντορικό του έργο...
...Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα ότι από τη μοναχική του κουρά και ύστερα δεν πλάγιασε ποτέ να κοιμηθεί. Έτρωγε μία φορά την ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τρεφόταν μόνον με πρόσφορα, περνώντας την πρώτη και τελευταία εβδομάδα εν πλήρη ασιτία. Από την Πέμπτη προετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της Κυριακής, χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτε. Όταν διάβαζε τις ευχές, έδειχνε να μιλάει στον Χριστό και στους παρόντες αγίους, και εξερχόταν του ιερού με την όψη του να λάμπει. Ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο οποίος ήταν στην κεφαλή της επισκοπής, τον επισκεπτόταν συχνά και έλεγε: «Είναι άγγελος του Θεού με όψη ανθρώπου». Διατηρούσε επίσης θερμές σχέσεις μεέναν άλλον άγιο της εποχής μας, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, συνάδελφό του στο ιεροδιδασκαλείο.
Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, και στάλθηκε στη Σαγκάη, όπου ανάλωσε τις δυνάμεις του στη στήριξη και παρηγορία των πολλών Ρώσων προσφύγων. Άρχισε με τη συμφιλίωση των Ορθοδόξων των διαφορετικών εθνοτήτων, τους οποίους χώριζαν έριδες περί δικαιοδοσίας, και οργάνωσε την αρωγή στους φτωχούς. Με κάθε καιρό έτρεχε ο ίδιος μέσα στους δρόμους για να μαζέψει τα άρρωστα και ορφανά παιδιά, ρωσόπουλα ή κινεζόπουλα. Το ορφανοτροφείο που ίδρυσε υπό την προστασία του αγίου Τύχωνος Ζαντόνσκ, άρχισε με οχτώ παιδιά και κατέληξε να στεγάζει 3.500, όταν η έλευση των κομμουνιστών ανάγκασε την κοινότητα να καταφύγει πρώτα σε ένα νησί των Φιλιππίνων και κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε, και μάλιστα επέκτεινε την ασκητική πολιτεία του, τελούσε δε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Έχοντας προσβληθεί από έλκη στα σκέλη, αρνιόταν να χειρουργηθεί, και όταν τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ενοριτών, το ίδιο το βράδυ της επέμβασης βρισκόταν στην εκκλησία για να τελέσει την Aγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αρκούνταν στα πιο ταπεινά ενδύματα, φορούσε μόνο ελαφριά σανδάλια που συχνά τα έδινε σε κάποιον φτωχό, και λειτουργούσε ανυπόδητος προς μεγάλο σκανδαλισμό ορισμένων. Επεκτεινόμενος έτσι προς τον Θεό δια της ασκήσεως, με την ίδια αυστηρότητα των παλαιών Πατέρων, είχε λάβει από τον Θεό το δώρο της διορατικότητος, που το χρησιμοποιούσε με διάκριση για τη σωτηρία και οικοδομή των ψυχών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος αρρώστους, προσκομίζοντας σε αυτούς τη Θεία Κοινωνία και παρηγορώντας τους με την παρουσία του Θεού, και δεν περιφρονούσε ούτε τους φυλακισμένους ούτε τους ψυχασθενείς, οι οποίοι τον υποδέχονταν με γαλήνη και χαρά, ακούγοντας προσεκτικά τις ομιλίες του.
Κατά την ιαπωνική κατοχή, ενώ η ρωσική κοινότητα της Σαγκάης βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ο θαρραλέος ιεράρχης ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής του τη διοίκησή της, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το ποίμνιό του ακόμη και μέσα στη νύχτα, στις πιο επικίνδυνες συνοικίες. Με την έλευση των κομμουνιστών το 1949, οι Ρώσοι πρόσφυγες, πέντε χιλιάδες τον αριθμό, εκτοπίστηκαν σε ένα νησί των Φιλιππίνων που το έπλητταν συχνά τυφώνες. Προστατευμένο όμως από τις προσευχές του ποιμένα του, το προσφυγικό στρατόπεδο έμεινε απρόσβλητο κατά τους είκοσι επτά μήνες της διαμονής τους εκεί. Λίγο μετά την αναχώρηση της πλειονότητας των προσφύγων, ένας τρομερός τυφώνας κατέστρεψε oλοσχερώς το στρατόπεδο.
Έχοντας εξασφαλίσει από τις Αρχές της Ουάσιγκτον την άδεια μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποίμνιό του, ο ακούραστος ποιμένας, ζώντας πάντα μέσα στη μεγαλύτερη ένδεια, φρόντισε για την εγκατάσταση του ποιμνίου του. Έπειτα από δύο χρόνια ορίστηκε το 1951 αρχιεπίσκοπος της εν Υπερορία Ρωσικής Εκκλησίας για τη Δυτική Ευρώπη. Έχοντας αρχικά την έδρα τον στο Παρίσι, διέμενε αργότερα στις Βρυξέλλες. Ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν να εργαστεί για τη συμφιλίωση των Ρώσων Ορθοδόξων που ήσαν διαιρεμένοι σε τρεις δικαιοδοσίες. Δεν περιοριζόταν όμως στις ποιμαντικές ανάγκες των Ρώσων μεταναστών, αλλά έδειχνε έντονο ενδιαφέρον και για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Δύση, και εκδήλωνε βαθιά ευλάβεια για τους προ του Σχίσματος αγίους της Δύσης, τη λειτουργική μνήμη των οποίων προσπάθησε να επαναφέρει στην Ευρώπη, όπως και στην Κίνα, και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άγιος συνέχιζε να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τον θείο Νόμο, δίχως να λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που επέσυρε πάνω του την κριτική των μεν, ενώ οι δε έβλεπαν με θαυμασμό στο πρόσωπό του έναν δια Χριστόν σαλό της εποχής μας.
Μια ημέρα ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, θέλοντας να βεβαιώσει τους πιστούς του ότι η αγιότητα δεν ήταν επ’ ουδενί ένα πράγμα του παρελθόντος, φώναξε στην ομιλία του: «Να που στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί σήμερα ένας άγιος Ιωάννης ο Aνυπόδητος!». Χωρίς να απαρνηθεί τίποτε από την ασκητική πολιτεία του, διάβαζε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, κατά την ορισμένη ώρα, ακόμη και στις αποβάθρες ενός σταθμού, και τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα πνευματικών του τέκνων. Επανειλημμένως πιστοί τον είδαν ανυψωμένο από τη γη, και περιβαλλόμενο από φως. Συνήθιζε να λέει: «Η πολλή δουλειά δεν μου επιτρέπει να μην προσεύχομαι», συνοψίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ασκητική πολιτεία του με το ποιμαντορικό του έργο...