Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, τον
γνώρισα –μαθητούδι στα πρωταδεύτερα του Δημοτικού εγώ – σαν το παιδί του
κουρείου με το περίεργο για την εποχή βαφτιστικό του όνομα ‘’ Ιάκωβος
’’…
Ο μικρότερος από τα πέντε ορφανά αγόρια που άφησε φεύγοντας πρόωρα απ΄τη
ζωή ο πατέρας τους κυρ- Παύλος. Με μιά μάννα, την κυρά Κούλα, που
πάσχιζε να τα κρατήσει στη ζωή και στον ίσιο δρόμο… Και τα κατάφερνε
αρκετά καλά.
Και ο Ιάκωβος παλεύοντας πότε με τα
μαθήματα , πότε με τη βούρτσα διώχνοντας τις τρίχες απ΄τις πλάτες των
πελατών του κουρείου και με το ασταμάτητο σκούπισμα του ξύλινου
πατώματος, κούρνιαζε σε μιά γωνιά, όταν η πελατεία καταλάγιαζε,
γράφοντας την αντιγραφή, την αριθμητική και διαβάζοντας την γεωγραφία,
την ιστορία, μα πιότερο τα θρησκευτικά που ασκούσαν ανεξήγητη έλξη στα
εσώψυχά του.
Οι μόνες του απολαβές ήταν το γλίσχρο
φιλοδώρημα των πελατών, αλλά και η πραότητα και εντιμότητα του κουρέα
θείου Νίκου. Το φιλοδώρημα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι συμπληρώνοντας
έτσι τα λιγοστά οικονομικά της φαμίλιας, μιάς και τα μεγαλύτερα αδέλφια
είχανε μπροστά τους την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας, γεγονός που
τους καθιστούσε οικονομικά ανενεργούς για την οικογένεια.
Όταν άρχισα να ξεθαρρεύω και να μου
εμπιστεύονται δουλειές στις πάνω γειτονιές της Κούλουρης, τον έβλεπα
συχνά πυκνά, πότε να βουρτσίζει ώμους ή να σκουπίζει το πάτωμα- κύρια
εργασία του κάλφα-πότε στο κατώφλι του κουρείου να ξεκουράζεται με ένα
χαμόγελο γεμάτο καλωσύνη, ευγένεια και ευτυχία. Θα ΄λεγε κανείς πως ήταν
το παιδί που δεν του έλειπε τίποτα!
Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν
κλάφτηκε για την ορφάνια και για την φτώχεια τους… Ακόμα και τότε που
τον πειράζαμε και τον φωνάζαμε ‘’ πάτερ Ιάκωβο ’’ , επειδή το όνομα το
είχαμε ακούσει για τον τότε Δεσπότη Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβο
(Βαβανάτσο) κάνοντας ασυναίσθητο συνειρμό, ονόματος και κληρικού, ποτέ
δεν θύμωνε ποτέ δεν αγρίευε αλλά με εκείνο το φωτεινό χαμόγελο γινόταν
μέρος της παιχνιδιάρικης παρέας.
Τέλειωσε το Δημοτικό, μπήκε στο Γυμνάσιο
με δανεικά βιβλία, με λάμπα πετρελαίου – για να μη ξοδεύει ηλεκτρικό
ρεύμα – διάβαζε και πέτυχε την εισαγωγή του στην Νομική Σχολή της
Αθήνας. Όταν πάτησα τα δεκάξι μου χρόνια, η συγκυρία να βρισκόμαστε πλάϊ
– πλάϊ στο ψαλτήρι του Άγιου Μηνά, μας ένωσε σε μιά φιλία που κράτησε
ίσαμε τα χτες …
Εικοσάρης πια εκείνος, ίσως είχε δεχθεί
την ‘’άνωθεν κλήσιν‘’, μου μιλούσε για κατιτίς παραπάνω απ΄ τον
αυθορμητισμό που χαρακτήριζε την εφηβεία μου και την συμπεριφορά μου
μέσα στο Ναό και έξω απ΄αυτόν. Με καλωσυνάτα και γεμάτα ειλικρίνεια
επιχειρήματα έβαλε φρένο στην επιφανειακή συμπεριφορά μου μέσα στην
Εκκλησία και στην Θρησκεία μας. Με έκανε αναπόσπαστο μέλος της
συμμαθητειακής του κεφάτης και ταυτόχρονα σεμνής παρέας, προφυλάσσοντάς
με από τους όποιους στραβούς δρόμους που ίσως να έπαιρνα, όντας και εγώ
ορφανός απο τους γονείς μου και χωρίς αδέλφια.
Σαν φοιτητής εργαζόταν στον εκδοτικό
οίκο ‘’Ελευθερουδάκης’’ για να προσπορίζεται τα προς το ζειν. Η
οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε τη αγορά των απαραιτήτων
βιβλίων για τις σπουδές του και άλλων βιβλίων του ευρύτερου
ενδιαφέροντός του.
Έτσι, κατέφευγε στις μεγάλες Βιβλιοθήκες
των Αθηνών ξοδεύοντας ατέλειωτες ώρες αντιγράφοντας λέξη-λέξη ολόκληρα
συγγράμματα μιας τότε που τα φωτοτυπικά ήσαν ανύπαρκτα ή οικονομικά
απλησίαστα.
Έλεγε πότε- πότε στις ατέλειωτες βόλτες που κάναμε με την μηχανή μου, είτε Κούλουρη είτε στην ευρύτερη περιοχή της Μεγαρίδας :
‘’ Άμα ρωτήσεις τα ράφια της Γενναδείου
ποιές μορφές συγγραφέων ξέρουνε, δεν θα σου πουν ούτε για τον
Παπαδιαμάντη , ούτε για τον Σολωμό, ούτε για τον Παλαμά…
Θα σου απαντήσουνε ορθά – κοφτά: Τον γιο
της Κούλας απ΄την Κούλουρη ξέρουμε εμείς !!! Αυτός μας έχει τιμήσει με
το παραπάνω ! Αυτός ήταν ο φίλος μου ο Ιάκωβος .
Φίλος έμεινε και σαν Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, και σαν Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου.
Ευχαριστώ τον Θεό που τον όρισε δίπλα μου, μέντορα της εφηβείας μου και αιώνιο φίλο μου.
Ο Θεός ας τον κατατάξει στις χορείες των Αγίων ….
Χρήστος Σ. Μυλωνάς
Πηγή: orthodoxia.info