π. Γεώργιος Δορμπαράκης
Ἀπό
τούς μεγάλους ἁγίους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ἡ
ἀγία μας Ἐκκλησία δέν τόν ἔχει ἀκόμη ἐντάξει ἐπισήμως στίς δέλτους τῶν
ἁγίων της, εἶναι ὁ Γέρων Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. Γνωστός σέ ὅλους τούς
πιστούς, σχετικούς καί ἀσχέτους, ἔχει γίνει ἀποδεκτός γιά τήν ἁγιωσύνη
τῆς ζωῆς του, μολονότι ὁ ἴδιος ἐπιμελῶς καί διακαῶς ἀπέφευγε κάθε ἔπαινο
καί συναναστροφή πού πιθανόν διατυμπάνιζε τίς ἀρετές του. Ἀλλά αὐτό
ἀκριβῶς ἦταν καί τό ἀποδεικτικό τῆς ὁσιότητάς του: ἡ ταπείνωσή του.
Ὑπῆρξε τό κατεξοχήν τέκνο ὑπακοῆς. Ἄν ὅλοι οἱ ἅγιοι τονίζουν ὅτι ἡ
ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού περνάει ἰδίως γιά τόν καλόγερο ἀπό τήν
ὑπακοή στόν πνευματικό καί Γέροντά του, εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ στή ζωή
τόν ἄνθρωπο, δηλαδή στή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό, τότε στό πρόσωπο
τοῦ μεγάλου Γέροντα Ἐφραίμ ἔχουμε τήν κατεξοχήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου
πού ὑπήκουε, πού σημαίνει ὅτι στή ζωή του ψηλαφοῦμε ὅλα τά
χαρακτηριστικά τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἀνάπαυσης τοῦ Κυρίου στήν ὕπαρξή
του. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του μέ ἄλλα λόγια ἦταν μία ἑτοιμότητα νά δεχτεῖ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά θυσιάσει τό δικό του θέλημα, νά γίνει καί ὁ ἴδιος,
ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στόν
κόσμο. Ἡ ἐπαφή μέ τά κείμενα πού ἀναφέρονται σ’ αὐτόν, ὅπως ἀκόμη
περισσότερο μέ τά ἴδια τά δικά του κείμενα μέσα ἀπό τίς πολλές ἐπιστολές
πού μᾶς ἄφησε, μᾶς πείθουν μ’ ἕναν ἐσωτερικό μυστικό τρόπο, τόν τρόπο
τῆς καρδιᾶς, περί τῆς ἁγιοπνευματικῆς σπουδαίας καταστάσεώς του, μᾶς
φέρνουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο!
Ἕνα
ἀπόσπασμα ἀπό μία ἐπιστολή του πού ἔγραψε ἀπό το Ἅγιον Ὄρος σέ ἀγαπητό
ἐν Χριστῷ ἀδελφό καί συλλειτουργό του, τήν Πεντηκοστή τοῦ 1979, ὅταν ὁ
ἀδελφός αὐτός περνοῦσε μία κρίση στήν ἱερατική του πορεία πού ὀφείλετο
σέ κακότροπη στάση ἄλλων συλλειτουργών του, μᾶς ἀποκαλύπτει τό σκεπτικό
πού καθόριζε καί τή δική του ὕπαρξη, τόν δικό του ρυθμό ζωῆς, ὅ,τι ὁ
ἴδιος θεωροῦσε ὡς φῶς στήν κατά Χριστόν πολιτεία του.
«Ἅγιον Ὄρος, Πεντηκοστή 1979
Ἐν
Χριστῷ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ Π. Μέ πολλήν ἀγάπην σέ ἀσπάζομαι
ἀδελφικά, εὐχόμενος, ὅπως ὁ γλυκύς μας Ἰησοῦς ἐξαποστείλει τόν Ἄγγελον
Αὐτοῦ καί κατευθύνει τά διαβήματά σου καί διανοήματά σου κατά τό Ἅγιον
Αὐτοῦ θέλημα. Πῆρα τό γράμμα σου καί εἶδα τόν Γολγοθᾶ σου. Δέν θέλω νά
σέ διδάξω οὔτε νά σέ συμβουλεύσω, ἀλλά ἐνθύμησιν νά σοῦ κάνω. Τό
Εὐαγγέλιον κάθε ἡμέρα τό διαβάζουμε, καί αὐτό μᾶς κανονίζει τήν πορεία
αὐτοῦ μας τοῦ βίου, εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις… Διέρχεσαι μίαν σοβαράν
κρίσιν τοῦ βίου σου. Μή ρίχνεις κάτω τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρίς
ὑπομονήν κανένας δέν στεφανώνεται. Προσεύχου ὅσον μπορεῖς περισσότερον,
γιά νά σοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπομονήν καί ἀνεξικακία… Μή χάνεις τό θάρρος
σου. Δέν θά νικήσει ὅμως αὐτός (ὁ διάβολος), ἀλλά ὁ Χριστός… Πρόσεξε
ὅμως καί τοῦτο· μήπως ἀπογοητευθεῖς, μήπως ἀποκάμεις πολεμώντας…
Μέ ἀδελφικήν ἀγάπην
παπα-Ἐφραίμ».
1. «Εἶδα τόν Γολγοθᾶ σου…».
Ὁ
ἅγιος Γέροντας εἶναι πολύ προσεκτικός καί διακριτικός: δέν θέλει νά
διδάξει οὔτε καί νά συμβουλεύσει τόν ἐν Χριστῶ ἀδελφό του, διότι
γνωρίζει ὅτι τό διδασκαλικό καί τό συμβουλευτικό ἀνήκει στους πολύ
μεγάλους, τούς τελείους, τούς «φτασμένους», ἀνήκει τελικῶς στόν ἴδιο τόν
Θεό, γι’ αὐτό καί ἀποκαλύπτοντας τήν τεράστια ταπείνωσή του λέει ὅτι
ἁπλῶς θέλει «ἐνθύμησιν νά κάνει». Κάνει «ἐνθύμησιν» δηλαδή
καί μᾶς προσφέρει δύο καλά: δείχνει πρῶτον τό ἦθος τοῦ ἁγίου, τό δικό
του ταπεινό καί σεμνό ἦθος πού ξέρει νά ἀποφεύγει τίς παγίδες τῆς νόσου
τοῦ διαβόλου, τῆς ὑπερηφάνειας πού ἐκφράζεται συχνά μέ τό διδασκαλικό
ὑπεροχικό ὕφος – «σέ διδάσκω ἐγώ πού τό ἔχω φτάσει, συνεπῶς εἶμαι πάνω
ἀπό σένα!»· παρηγορεῖ δεύτερον τόν ἀδελφό του γιατί συμπάσχει μέ τό
πρόβλημά του, τό ὁποῖο μάλιστα τό χαρακτηρίζει ὡς «Γολγοθᾶ», συνεπῶς
κάτι πού παραπέμπει στή συμμετοχή στό ἴδιο τό Πάθος τοῦ Κυρίου. Μία μόνο
λέξη χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Γέροντας καί φαίνεται νά ἀποφορτίζει τό βάρος
τοῦ φίλου καί ἀδελφοῦ του. Γιατί τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι «ἡ σοβαρή κρίση
πού διέρχεται» δέν εἶναι χωρίς νόημα: εἶναι ἡ δική του συμμετοχή στό
Πάθος τοῦ Κυρίου, ἡ δική του ἄρση σταυροῦ, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν
μπορεῖ νά γίνει ἀκόλουθος Χριστοῦ. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι αὐτός πού ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι τόνιζαν ὅτι «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ διωχθήσονται»; Καί· «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν εἰς ὑμᾶς ἀποκαλυφθῆναι δόξαν»;
Λοιπόν, ὁ μέγας Γέρων στήν οὐσία αὐτό ὑπενθυμίζει στόν ἐν Χριστῶ ἀδελφό
του: «ἐφόσον θέλεις νά στεφανωθεῖς ἀπό τόν Χριστό, ἕνας δρόμος ὑπάρχει:
νά περιμένεις πειρασμούς, διότι “ἔπαρον αὐτούς καί οὐδείς ὁ
σωζόμενος”». Καί καθιστᾶ ἐμφανή τή σκέψη του αὐτή μέ τήν ἐν συνεχείᾳ
φράση του: «Χωρίς ὑπομονή κανείς δέν στεφανώνεται».
Ἀλλά
καί πέραν τούτου: ὁ λόγος τοῦ Γέροντα ὅτι πρόκειται περί μιᾶς κρίσεως
τοῦ βίου τοῦ ἀδελφοῦ, ἔστω καί σοβαρῆς, φανερώνει καί κάτι ἀκόμη πολύ
ἐνδιαφέρον. Ὄχι μόνο ἡ δοκιμασία του ἔχει ἕνα ἐσωτερικό νόημα, διότι
εἶναι «Γολγοθᾶς», ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ζωή πού ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο
πάντοτε θά χαρακτηρίζεται ἀπό θλίψεις καί δοκιμασίες, κατά τόν λόγο τοῦ
Κυρίου πού εἶπε ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»,
ὅπως ὅμως καί ἀπό χαρές καί εὐφρόσυνη διάθεση. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο
κρίσεις ἡ ζωή μας, ἀλλά ἔχει καί τίς εὐχάριστες στιγμές καί διαστάσεις
της. Συνεπῶς ὁ π. Ἐφραίμ μέ τά λόγια του παρηγορεῖ τόν παραλήπτη τῆς
ἐπιστολῆς του καί μέ αὐτόν τόν τρόπο: «κοίτα», εἶναι σά νά τοῦ λέει,
«κρίση εἶναι καί θά περάσει. Προσανατολίσου λοιπόν στήν ὑπέρβαση καί στή
λύση τοῦ προβλήματος». Κι αὐτό εἶναι κάτι πού ὄντως μᾶς ὑπενθυμίζει
συχνά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τονίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: ἡ
ζωή μας μοιάζει μέ τόν καιρό, πού ἄλλοτε ἔχει συννεφιά κι ἄλλοτε ἔχει
λιακάδα. Ἔρχεται ἡ θλίψη καί ἡ δοκιμασία; Πρόκειται γιά τή συννεφιά.
Ἔρχεται ἡ λύση καί ἡ χαρά; Πρόκειται γιά τή λιακάδα. Γι’ αὐτό καί μᾶς
κατευθύνουν καί μᾶς λένε: «Μή χαίρεσαι ὑπερβολικά στίς χαρές σου· θά
ἔλθει καί πάλι ἡ θλίψη. Μή λυπᾶσαι ὑπερβολικά στίς θλίψεις σου· θά ἔλθει
καί πάλι ἡ χαρά».