Ή Παρασκευή έγινε μοναχή και πήρε το όνομα Πελαγία
Μετά το πέρας της οικοδομής αυτής, ό Επίσκοπος Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιωάννης, πήρε την Παρασκευή στην Ιερά Μονή Μπούρου, όπου τη χειροτόνησε Μοναχή και της έδωκε το όνομα ΠΕΛΑΓΙΑ. Ή κουρά αυτής έγινε από τον ηγούμενο της Μονής εκείνης.
Μετά από την κουρά της Παρασκευής και τη νέα ονομασία αυτής Πελαγίας Μοναχής, ό Πανιερότητας Επίσκοπος Λακεδαίμονος κ. Θεόκλητος, ό οποίος μετά έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, έκαμε τα εγκαίνια του Ναού της Μονής μας εδώ, και χειροθέτησε, την Πελαγία Μοναχή, ηγουμένη της ιεράς ταύτης Μονής του Άμπελακίου.
Ή Μοναχή πλέον και ηγουμένη Πελαγία μετά απ' όλα αυτά αντιμετώπιζε το ζωτικό για τη Μονή πρόβλημα του ποσίμου ύδατος, γιατί για να εξυπηρετείται το Μοναστήρι, κουβαλούσε ή ίδια στην πλάτη με το βαρέλι νερά, από την πηγή του «Αγίου Ιωάννου Βελονά» ή οποία πηγή απέχει από το Μοναστήρι μας μία και πλέον ώρα. Τούτο έκανε ή Πελαγία επί πέντε ολόκληρα χρόνια, οπόταν ένας μικρός βοσκός μια μέρα έδειξε στην Πελαγία, μια μικρή πηγή, εκεί ακριβώς πού σήμερα είναι χτισμένο ένα πολύ ωραίο εκκλησάκι της Μονής στο όνομα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου. Το εκκλησάκι αυτό απέχει από το Μοναστήρι μας δέκα περίπου λεπτά της ώρας και έτσι ή Πελαγία εξοικονομούσε το απαραίτητο νερό για το Μοναστήρι και γλύτωσε από την μεγάλη εκείνη ταλαιπωρία της μεταφοράς του με βαρέλι, από πολύ μακριά.
Ό Άγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε στην Πελαγία
Ή τοποθεσία αύτη πού βρέθηκε το νερό. από πολύ παλιά λεγόταν «Άγιος Δημήτριος» όλοι εκεί οι περίοικοι από τα πλησιέστερα χωριά λέγανε, που θα πάμε σήμερα; Θα πάμε στον Άγιο Δημήτρη. Που είχες σήμερα τα ζωντανά σου; Τα έβοσκα στον άγιο Δημήτρη. Αλλά κανείς δε γνώριζε περισσότερα πράγματα γι' αύτη την ονομασία, επειδή στην Πελοπόννησο γενικά πολλά έτσι ερημοκκλήσια οι Τούρκοι τα είχαν αφανίσει, έτσι και το εκκλησάκι αυτό το είχαν ρημάξει οι Τούρκοι. Ή Πελαγία όμως άμα πληροφορήθηκε πώς εκεί ήταν παλιά εκκλησία, πήγαινε κάθε μέρα και πάνω στα ερείπια άναβε κεριά, θύμιαζε και έκανε προσευχή να της φανέρωση ό Θεός και ό άγιος Δημήτριος να ξαναχτίσει την εκκλησία εκείνη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια νύχτα, ή Πελαγία βλέπει στον ύπνο της ένα ωραίο δράμα: «είδε ότι πήγαινε με το βαρέλι, όπως και κατά το παρελθόν έκανε, για να το γεμίσει νερό. "Όταν πλησίασε εκεί. είδε έναν καβαλάρη με άσπρο άλογο να είναι πάνω στα ερείπια. Τα φορέματα του έλαμπαν όπως ή αστραπή και όλος έφεγγε σαν τον ήλιο. Αυτή φοβήθηκε και γύρισε πίσω να φύγει, τότε 'κείνος τη φώναξε και της είπε: «Μη φοβάσαι Πελαγία, εγώ είμαι ό άγιος Δημήτριος ό μυροβλύτης. 'Εδώ ήτανε ή εκκλησία μου. πού τη χαλάσανε οι Τούρκοι, και σύ θα πρέπει εδώ και πάλι να την χτίσεις όπως ήτανε και καλύτερη».
Ή Πελαγία το πρωί πού ξύπνησε είπε το όραμα της στον ιερέα εφημέριο της Μονής, ό οποίος της είπε: «Πελαγία τώρα δεν μπορείς να τα φτιάξης όλα μαζί, άλλα προσωρινά να φτιάξης την εικόνα του Αγίου Δημητρίου και αργότερα, αν είναι θέλημα Θεού, θα γίνει και ή εκκλησία του αύτη. Τούτο και έπραξε ή Πελαγία σύμφωνα με τη συμβουλή του ιερέως, τότε έφτιαξε μια ωραία εικόνα του Αγίου και στη μνήμη του έκανε θεία Λειτουργία. Από τότε δεν είδε τίποτε άλλο σχετικό με το θέμα αυτό.
Πολύ αργότερα, όταν ή Πελαγία Μοναχή κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, και τη διαδέχθηκε στην ηγουμενεία ή Βασιλική Καρατζούλια, ή οποία έγινε Μοναχή κι ονομάστηκε Βαρβάρα, είδε κι αύτη στον ύπνο της, πώς βρέθηκε στα ερείπια του Ναού του αγίου Δημητρίου και πάνω στα ερείπια ήταν μια πλάκα, πού λέγανε πώς αύτη ήταν ή αγία Τράπεζα της εκκλησίας αυτής. Ή Βαρβάρα σήκωσε την πλάκα αύτη και αποκάτω ακριβώς είδε μια μεγάλη τρύπα βαθειά. Μέσα από την τρύπα αυτή βγαίνανε πλήθος παιδάκια μικρά με φτερά, τα όποια ρώτησε ή Βαρβάρα: «Παιδιά μου πώς βρεθήκατε 'δώ μέσα και πώς ζήσατε έτσι σκεπασμένα»; Τότε ένα από κείνα πού φαινόταν μεγαλύτερο απ' τ' άλλα της αποκρίθηκε: «Εμείς ούτε τρώμε, αδελφή Βαρβάρα, ούτε πίνουμε γιατί είμαστε πνεύματα και φυλάμε εδώ την αγία Τράπεζα. Ό δε άγιος Δημήτριος είπε στην ηγουμένη Πελαγία να φτιάξετε την εκκλησία του και επειδή αύτη κοιμήθηκε και δεν πρόλαβε να τη φτιάξη, τώρα θα πρέπει να τη φτιάξετε σεις».
Ή Βαρβάρα τότε αμέσως μετά απ' αύτη την οπτασία, σαν ηγουμένη ενήργησε και με το θέλημα του Θεού και τη βοήθεια του αγίου Δημητρίου, χτίστηκε, με τις προφορές και βοηθήματα των πιστών χριστιανών και προσκυνητών της Μονής μας. ή ωραία εκκλησία του αγίου Δημητρίου, την οποία πολύ αργότερα, επί ηγουμενίας της Πελαγίας Μοναχής άνεκαινίσθη και καλλωπίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά έγινε ακριβώς όπως έχει μέχρι σήμερα προς δόξα Θεού και τιμή του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημήτριου του μυροβλύτη.
Αποκάλυψη νέας πηγής ύδατος κοντά στη Μονή
Όταν ή προηγούμενη ηγουμένισσα της Μονής μας, Πελαγία Μοναχή, ηθέλησε να χτίσει το Μεγάλο ξενώνα, της χρειάστηκε πολύ ασβέστη. Για το σκοπό αυτόν πήρε εργάτες και άρχισε να σκάβει πίσω από την ανατολική πλευρά της κορυφής, που είναι σήμερα χτισμένος ό ωραίος Ναός έπ' ονόματι της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, εκεί θέλησε να άνοιξη λάκκο, για να φτιάξη ασβεστοκάμινο.
Μόλις όμως προχώρησαν λίγο το σκάψιμο, παρουσιάσθηκε πηγή με πολύ καθαρό, γάργαρο και γλυκύτατο νερό. Τότε σταμάτησε την προσπάθεια για ασβεστοκάμινο, περίφραξε την πηγή από την οποία υδρεύεται και εξυπηρετείται σήμερα το Μοναστήρι μας, και έτσι άφησε το πηγάδι πού ήταν στον άγιο Δημήτριο και το Μοναστήρι μας και οι προσκυνηταί πίνουν και εξυπηρετούνται από το θαυμάσιο αυτό νερό, πού ποτίζονται από το ίδιο και οι κήποι της Μονής μας.
Πώς βρέθηκαν τ ά οστά του Ασκητή πού έφερε την εικόνα της Παναγίας
Όταν ή Πελαγία σαν ηγουμένη, έχτιζε το Κελί της για να κοιμάται και να προσεύχεται εκεί πού έβγαζε τις πέτρες, για να ισοπεδώσει το δάπεδο του Σπηλαίου, βρήκε οστά — κόκκαλα από σκελετό ανθρώπου. Ή Πελαγία τότε ανησύχησε και παρεκάλεσε την Παναγία, να μη: αποκαλύψει τίνος είναι τα οστά αυτά.
Πράγματι ύστερα' απ' αυτό, στον ύπνο της, παρουσιάστηκε ή Κυρία Θεοτόκος και της είπε ότι τα οστά αυτά είναι του Ασκητή πού έφερε την εικόνα μου, και θα πρέπει να τα μαζέψεις, να τα καθαρίσεις και να τα τοποθετήσεις πίσω από την αγία Τράπεζα.
Τότε μόλις ξύπνησε ή ηγουμένη εκείνη, περιμάζεψε τα οστά, τα καθάρισε, τα βαλε μέσα σε καθαρό κιβώτιο και τα τοποθέτησε πίσω από την αγία Τράπεζα, όπου σύμφωνα με την εντολή της Παναγίας, βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Ή Πελαγία προείδε το θάνατο της και έδωκε τις τελευταίες συμβουλές
Ή ηγουμένη αύτη Πελαγία, όταν είχε φτάσει σε ηλικία ενενήντα (90) χρόνων, στις 13 Απριλίου του έτους 1921 ασθένησε λίγο και τότε προαισθάνθηκε το θάνατό της.
Έτσι πριν από 8 ημέρες, κάλεσε όλες τις Μοναχές, πού τότε είχαν γίνει πέντε (5) τον αριθμόν και όταν συγκεντρώθηκαν τους είπε: «Εγώ αδελφές μου σε οχτώ μέρες θα φύγω οριστικά από τον κόσμο τούτον. Το Μοναστήρι με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας Δέσποινας, το έφερα στο σημείο πού είναι σήμερα και μέχρι τώρα. Εσείς οφείλετε να έχετε αγάπη, ταπείνωση και υπακοή. Εγώ όσο μπορούσα με τη Χάρι τού Θεού πάντοτε και τη βοήθεια της Παναγίας έβαλα το νερό στ' αυλάκι και τώρα καλείστε σεις να συνεχίσετε το έργο του Θεού.
«Να πάτε δύο φορτία σιτάρι να τ' αλέστε και να ζυμώσετε πολλά ψωμιά, γιατί στην κηδεία μου έρθει κόσμος πολύς. Να φτιάξετε τα κόλλυβα μου και πολλές προσφορές, γιατί θάρθουν πολλοί παππάδες, στους οποίους παρακαλώ να τούς δώσετε να κάμουν τα τριήμερα μου και να ιερουργήσουν για την ψυχή μου». Στη συνέχεια κάλεσε και το παιδί της και του είπε: «Εσύ παιδί μου δε θα βρεθείς στην κηδεία μου, γιατί είναι θέλημα Θεού, οι Μοναχοί να θάβονται από τους Μοναχούς και από ξένους και όχι από τούς συγγενείς και οικείους τους. Έχε την ευχή μου, εσύ κι όλη ή οικογένεια σου, δεν πρέπει όμως να κλαίς διότι το θέλημα τού Θεού είναι, ό άνθρωπος, να μη μένει αιώνια εδώ στην ψεύτικη αυτή ζωή, αλλά να μεταβαίνει από τα γήινα στα ουράνια, κι από τα πρόσκαιρα στα αιώνια. Εκείνος συγκινήθηκε περισσότερο και της είπε, ότι, εγώ θα πάω να πάρω τη γυναίκα μου και έρθουμε και οι δύο μαζί. Φεύγων δε παρεκάλεσε τις Μοναχές και τις είπε πώς, αν καταλάβουν πώς πρόκειται να πεθάνει, να του τηλεφωνήσουν για νάρθη κι αυτός στη κηδεία της μάνας του.
Πράγματι οι Μοναχές, πριν από δύο μέρες τηλεγράφησαν, γιατί τηλέφωνα δεν υπήρχαν ακόμη στη Μονή μας, αλλά το τηλεγράφημα ό γιός της, το έλαβε ύστερα από πέντε ήμερες κι έτσι σύμφωνα με την προφητεία της Πελαγίας, δε βρέθηκε στην κηδεία της.
Τέλος πλησίασε ή ημέρα του θανάτου της και ενόσω διατηρούσε τις αισθήσεις της, δεν σταμάτησε να νουθετεί και ερμηνεύει τις Μοναχές, να έχουν πίστη σταθερή στο Θεό, και προσευχόμενοι να ζητούν τη σκέπη και βοήθεια της Κυρίας Θεοτόκου, να καθαρίζουν και περιποιούνται την εκκλησία, αλλά και την καρδιά τους, από πονηρούς λογισμούς, αμέσως να την καθαρίζουν με την καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό και τη Γερόντισσα τους.
'Επί πλέον τις είπε: «Να υποδέχονται με χαρά και με προθυμία να εξυπηρετούν τούς ευλαβείς προσκυνητές και όλους τούς προσερχόμενους, για να πάρουν απ' αυτές υπόδειγμα ενάρετης ζωής και πολιτείας, και πρόσχαρες με ταπείνωση και αγάπη να βοηθούν και να προσέχουν τούς ασθενείς και αδυνάτους στην πίστη, τούς οποίους με λόγο Θεού να στηρίζουν και να ερμηνεύουν εκείνο το όποιο εκείνοι δεν καταλαβαίνουν.
«Να κτίσετε, τις είπε, την εκκλησία του αγίου Δημητρίου και το σπουδαιότερο και πιο απαραίτητο απ' όλα, να έχετε αγάπη μεταξύ σας και ομόνοια, επειδή με την αγάπη θα κατορθώσετε τα πάντα εδώ στη γη και με του Θεού το έλεος και την ευσπλαχνία θα κερδίσετε, αν έχετε υπομονή, τη βασιλεία των ουρανών».
Και αφού τελείωσε όλες τις απαραίτητες συμβουλές, διάδοχο της στην ηγουμενεία όρισε τη Μοναχή Βαρβάρα Καρατζούλια. Άφησε δε εντολή όπως αφού την τακτοποιήσουν στο φέρετρο της, να την ενταφιάσουν στο μνήμα, πού είχε ή ίδια κατασκευάσει μέσα στον περίβολο της Μονής και μετά την ανακομιδή, τα οστά της να τα βάλλουν στο μαρμαρόκτιστο κενοτάφιο πού είχε ή ίδια ετοιμάσει, στο δεξιό μέρος προ της εισόδου του Ναού.
'Εν το μεταξύ, τις ήμερες εκείνες, φέρανε και την καμπάνα του Μοναστηριού, την οποία ή 'ίδια είχε παραγγείλει και πριν να κλείσει τα μάτια της, αξιώθηκε να ακούσει, τον ήχο της και να ευχαριστηθεί. Ή ίδια ή καμπάνα, έδωκε κι αυτή τούς πρώτους πένθιμους ήχους στην κηδείας της Πελαγίας.
Τέλος, έφτασε και ή ώρα του θανάτου της, και αφού προσευχήθηκε, στην Κυρία Θεοτόκο κι ευχήθηκε τις Μοναχές όλες, έκλεισε για πάντα τα μάτια της και άνεπαύθη εν Κυρίω την 21 ην του μηνός Απριλίου 1921.
Ή κηδεία της έγινε την 22αν Απριλίου τού ιδίου έτους και οι Μοναχές κάλεσαν τούς ιερείς, αλλά αυθόρμητα προσήλθον άλλοι δεκαοκτώ (18), Ιερείς πλήθος κόσμου, οι μαθηταί από τα γύρω χωριά και όσοι άλλοι έγκαιρα το πληροφορήθηκαν.
Έτσι ή κηδεία της ηγουμένης Πελαγίας Μοναχής, καίτοι σε έρημο ,μέρος απεβίωσε, έγινε πάνδημη και τάφηκε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια κατ την επιθυμία της στο μέρος που η ίδια είχε επιλέξει,. Μετά παρέλευση δε τριών χρόνων από την ταφής της έγινε η ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία τακτοποιηθέντα τοποθετηθήκαν στο μαρμαροκτιστο κενοτάφιο όπου και μέχρι σήμερα παραμένουν.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΜΠΕΛΑΚΙΟΥ.