Στις ιδιαίτερα λαμπρές
εορτές του καλοκαιριού ανήκει και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου.
Ο εορτασμός της αρχίζει με προεισαγωγικούς ύμνους (καταβασίες και κοντάκιο) από τις 27 Ιουλίου και εκτείνεται
μέχρι και τις 13 Αυγούστου (απόδοση της εορτής). Είναι εορτή του Χριστού,
Δεσποτική, γι’ αυτό και κατά την κύρια ημέρα της (6 Αυγούστου) επιτρέπεται
κατάλυση ιχθύος, να τρώμε δηλαδή ψάρια, αν και βρισκόμαστε μέσα στην αυστηρή
νηστεία της Παναγίας.
Πότε και γιατί συνέβη;
Η Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πριν από το πάθος του Κυρίου,
τη Σταύρωση δηλαδή και την Ανάσταση. Επειδή ακριβώς επρόκειτο να δοκιμασθεί
σκληρά η πίστη των αποστόλων και να εξανεμισθούν εντελώς οι ελπίδες που είχαν
στηρίξει πάνω στον δάσκαλό τους όταν θα τον έβλεπαν να πεθαίνει με τον
χειρότερο τρόπο, ο Χριστός θέλησε να τους στερεώσει καλά, «πληροφορών αυτούς» ότι δεν είναι μόνο ο,τι φαινόταν, άνθρωπος
δηλαδή απλός, αλλά και Θεός τέλειος, «Κύριος
και Βασιλεύς των αιώνων». Ώστε οι μαθητές βλέποντας «τα θαυμάσιά του», να μη δειλιάσουν εμπρός στα παθήματά του.
Πώς έγινε;
Έτσι λοιπόν λίγο πριν από τη Σταύρωσή του
(σαράντα μέρες, κατά την παράδοση), παραλαμβάνει ο Ιησούς «τους προκρίτους των μαθητών», Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, και
ανεβαίνει μαζί τους «εις όρος υψηλόν», το
Θαβώρ, για να προσευχηθεί. Και ενώ προσευχόταν, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». Το πρόσωπό του άλλαξε μορφή, έλαμψε «ως ο ήλιος» και τα ενδύματά του έγιναν
αστραφτερά, «λευκά λίαν ως χιών» και «ως το φως». Κανένας βαφέας πάνω στη γη
δεν θα μπορούσε να τα λευκάνει τόσο πολύ. Ταυτόχρονα, μέσα σε λαμπρό φως,
εμφανίστηκαν οι δύο θεόπτες προφήτες Μωυσής και Ηλίας και συνομιλούσαν μαζί
του, προλέγοντας την επικείμενη έξοδό του από τον κόσμο, δηλαδή τον σταυρικό του
θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψή του, που κατά τα λεγόμενα των προφητών θα
συνέβαιναν στην Ιερουσαλήμ.
Οι τρεις μαθητές, κυριευμένοι αρχικά από
βαρειά νύστα, κατάφεραν να την αποτινάξουν και να έλθουν σε εγρήγορση. Είδαν
τότε τη δόξα του, καθώς και τους δύο άνδρες που τον παράστεκαν. Τη στιγμή που
οι δύο προφήτες επρόκειτο να χωρισθούν από τον Χριστό, χωρίς να καταλαβαίνει
καλά-καλά ο Πέτρος τι γίνεται, συνεπαρμένος από το θέαμα, είπε: «Κύριε, καλά
είναι να μείνουμε εδώ για πάντα. Να κάνουμε, αν θέλεις, τρεις σκηνές, μία για
σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία».
Μα ενώ μιλούσε ακόμα, μία νεφέλη, ένα σύννεφο
φωτεινό τους επισκίασε. Οι τρεις μαθητές φοβήθηκαν όταν ο Χριστός και οι δύο
προφήτες μπήκαν μέσα στη νεφέλη. Ακούστηκε τότε απ’ τη νεφέλη μια φωνή να λέει:
«Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Αυτόν να ακούτε». Οι τρεις μαθητές τρόμαξαν
τόσο πολύ, που έπεσαν πρηνείς, με το πρόσωπο στη γη. Μετά τη φωνή όμως εκείνη ο
Ιησούς τους πλησίασε, τους άγγιξε και τους είπε: «Σηκωθείτε! Μη φοβάστε». Οι
μαθητές του σήκωσαν τα μάτια, μα δεν είδαν κανένα άλλον, παρά μονάχα τον Ιησού.
Και όταν κατέβαιναν από το όρος, ο Χριστός
τους έδωσε εντολή λέγοντας: Ο,τι είδατε δεν θα το πείτε σε κανέναν, μέχρις ότου
εγώ, ο Υιός του Ανθρώπου, αναστηθώ εκ νεκρών (Ματθ. 17,
1-9· Μαρκ. 9, 2-9· Λουκ. 9, 28-36).
Ο Χριστός και εδώ, ακολουθώντας τη συνήθη
τακτική του, φανερούμενος κρύπτεται. Πολύ μακράν από πειρασμό
αυτοπροβολής και ανθρώπινης δόξας, περισσότερο αποκρύπτει, παρά φανερώνει τη
θεϊκή του δύναμη. Στην πλειονότητα των θαυμάτων του περισσότερο κόπο καταβάλλει
να τα αποκρύψει παρά να τα δημοσιοποιήσει. Και τώρα, σχίζοντας ελάχιστα το
πέπλο που καλύπτει την ανέκφραστη δόξα του, παραγυμνώνει αμυδρά την υπερκόσμια
μορφή του. Μεταμορφώνεται μπροστά σε τρεις μόνο μαθητές του. Αλλά και
σ’αυτούς δίνει ρητή εντολή να μη μιλήσουν καθόλου μέχρι την Ανάστασή του.
Μα δεν έπρεπε να επιδιώκει το αντίθετο; Να
προσπαθεί να πείσει, ει δυνατόν, τους πάντες ότι είναι και Θεός, ώστε να μην
κλονισθούν από το επικείμενο επώδυνο «τέλος» του;
Ο Χριστός δεν διακατέχεται από τη συνήθη δική
μας, ανθρωπίνως δικαιολογημένη, σε παρόμοιες περιπτώσεις ανυπομονησία. Δεν
βιάζεται για πρόωρα αποτελέσματα. Και εφόσον «ούπω εληλύθει η ώρα αυτού», και «ούπω πάρεστιν ο καιρός» του, περιμένει (Ιω. 7, 6· 30).
Όσο τα αυτιά των ανθρώπων δεν έχουν ακόμη
ασκηθεί επαρκώς στο «ακουέτω», και τα
μάτια τους ατενίζουν χωρίς να βλέπουν, χωρίς να κατανοούν, ο Χριστός παραδίδει
κρυφά το μυστήριό του, μιλώντας σιγανά «προς
το ους», ψιθυρίζοντας μόνο σε έμπιστα αυτιά. Δεν είναι η ώρα να κηρυχθεί «επί των δωμάτων» τίποτε ακόμη (Λουκ. 12, 3). Δεν ρίχνει «τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. 7, 6). Γνωρίζει την κατάλληλη στιγμή για όλα. Το
πλήρωμα του χρόνου. «Καιρός τω παντί
πράγματι υπό τον ουρανόν» (Εκκλ. 3,
1). Χειρίζεται
τα πάντα με αλάνθαστη, τέλεια κρίση. Τίποτε δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής
του, να ξεφύγει από τον απόλυτο έλεγχό του.
Πριν από το πάθος του και την Ανάστασή του, οι άνθρωποι,
ακόμη και αν δουν και ακούσουν, δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν και ικανοί να
κατανοήσουν ορθά όσα θέλει να τους φανερώσει για το πρόσωπό του. Οι εχθροί του
μπορεί να φρυάξουν προ της ώρας υπέρμετρα, οι φίλοι του να ενθουσιαστούν
άκαιρα. Η ώρα για να τους διανοίξει νου και καρδιά «του συνιέναι», δεν έχει ακόμη σημάνει (πρβλ. και Αγ. Φιλαρέτου
Μόσχας, Η Θεολογία της καρδιάς, εκδ. Ίνδικτος, σσ. 45-47).