του Μανόλη
Παντινάκη
Μια εικόνα στα 14 του χρόνια, επιστρέφει τον 87χρονο σήμερα Δημήτρη Αντωνογιωργάκη, στη μέρα της 28ης Οκτωβρίου του ’40, που κηρύχτηκε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Είχε ξεκινήσει από το Αστέρι, το χωριό του, με το γαϊδουράκι φορτωμένο με σακιά σιτάρι με προορισμό τους νερόμυλους της Πηγής για να αλέσει τον καρπό και να πάρει το αλεύρι που θα συντηρούσε την πολυμελή οικογένειά τους, τους γονείς και τα πέντε παιδιά, τον ίδιο, τη Μαρία, την Ευαγγελία, τον Ηλία και τον Ορέστη…
Ήταν «ώρα 10 το πρωί» και στο δρόμο από την Κυριάννα, ένα λεωφορείο σταμάτησε και ο οδηγός του μετέφερε το μαύρο μαντάτο: «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο, μας είπε ο οδηγός», θυμάται. «Φεύγω και έρχομαι στο Αστέρι και μέσα σε δέκα μέρες άδειασε το χωριό. Παιδί, τότε, δεν το σπουδαιολόγησα γιατί δεν ήξερα τι θα πει πόλεμος. Τον πόλεμο τον ένιωσα όταν ήλθαν οι Γερμανοί! Τότε, εδώ υπήρχαν εκατόν πενήντα άνθρωποι και όλοι οι νέοι είχαν επιστρατευτεί και έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά…»
Πηγή : τρομακτικό
Χρόνια της γης και του αγώνα. Όλοι, στην πλειονότητά τους φαμελίτες, ήταν στο μεροκάματο «για μια οκά κριθάρι» ή οι γυναίκες «οκαδαρές» που μάζευαν στους ελαιώνες από «ήλιο σε ήλιο για μια οκά λάδι». Με το χώμα πάλευαν όλοι που έμειναν και γέροντες και γυναίκες και παιδιά. Ο καιρός περνούσε και η αγωνία για την τύχη των δικών τους ανθρώπων στο μέτωπο ήταν καθημερινή και έκδηλη. Τα ραδιόφωνα της εποχής λιγοστά και η κάθε είδηση μεταδιδόταν με ταχύτητα αστραπής σε όλο το χωριό.
ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΕΦΕΡΝΑΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ…
Οι ειδήσεις που έφταναν για «τις νίκες του Ελληνικού Στρατού», έφερναν πανηγύρια στην κοινωνία: «Άκουγα μικρός που ήμουνα και έλεγαν πασίχαροι «Πήραμε την Κλεισούρα, πήραμε το Τεπελένι» και γινόταν πανζουρλισμός! Γινόταν πανηγύρια, έπαιζαν οι καμπάνες. Οι μήνες του πολέμου στην Αλβανία σε μας δεν ήταν τόσο οδυνηροί, όσο ήταν τα χρόνια της γερμανοκατοχής. Μια μπουκιά ψωμί είχαμε και το τρώγαμε! Το μαρτύριο ήταν για όσους έζησαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής για να έλθουν στα χωριά τους στην Κρήτη. Γύρισαν όλοι εδώ και στο Χαμαλεύρι με καραβάκια στα Χανιά και ύστερα με τα πόδια, και οι περισσότεροι με κρυοπαγήματα, όπως ο Στέλιος Κοκολάκης, ο Δημήτρης και ο Γιώργης Στρατιδάκης, ο Μύρων Αντωνογιωργάκης. Είπαν στο αντωνογιωργάκης 28η οκτωβρίου πόλεμος ιταλία νίκη πανηγύρι
Γιώργη τον Σκορδίλη σε νοσοκομείο της Αθήνας που είχε κρυοπαγήματα ότι πρέπει να του κόψουν τα πόδια, αλλά δεν τους άφησε, γύρισε στο χωριό και έζησε για χρόνια…»
Με την επιστροφή των μαχητών, όλοι γίνονταν λήπτες των μαρτυριών τους και πρώτος ο Δημήτρης Αντωνογιωργάκης. Κάθε μέρα που συναντιούνταν στα περιβόλια τους «για να φυλάνε τις πατάτες μη σκάψουν και τις κλέψουν» στην περιοχή του χωριού Λούτρα με τον Ηλία Κισανδράκη, άκουγε για ώρες «για τα βάσανά του στην Αλβανία, για την πείνα, τις ψείρες και τις κακουχίες του πολέμου». Θυμάται και σήμερα στα 87 του χρόνια «αυτές τις ιστορίες και τον μνημονεύω».
Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ
Έγραφε τότε ο στρατιώτης Γιαννακάκης στην Ελευθερία Βουρβαχάκη στην Πηγή: «Αγαπητή μου ανιψιά δεσποινίς Ελευθερία, επί τη ονομαστική σας εορτή σας εύχομαι έτη πολλά και ότι ποθεί η ψυχή σας. Χαιρετισμούς εις την μητέρα σου και τον Αντώνην. Εν Κορυτσά τη 15-12-1940…»
Όμως, εκείνο, που του προκαλεί βαθιά ανησυχία στις μέρες μας είναι η αύξηση των ποσοστών των νεοναζί στη χώρα και τα όσα αποκαλύπτονται για τη δράση τους. Τρέμει στο ενδεχόμενο νέου εμφύλιου σπαραγμού που «ήταν η καταστροφή της Ελλάδας» και εκφράζει την ελπίδα ότι «δε θα φτάσουμε ξανά ως εκεί».
Ωστόσο, αυτές τις μέρες και όσο βρισκόμαστε και πιο κοντά στην ιστορική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, οι μνήμες ξεχειλίζουν. Παιδί δεν κλήθηκε στα πεδία των μαχών, όμως στο χωριό του έδιδε τη δική του μάχη για τη ζωή. Αμέσως μετά βίωσε το αποτρόπαιο πρόσωπο του χιτλερισμού και τις ομαδικές εκτελέσεις των συγχωριανών του, που ήταν και οι πρώτες στην Κρήτη…
Μια εικόνα στα 14 του χρόνια, επιστρέφει τον 87χρονο σήμερα Δημήτρη Αντωνογιωργάκη, στη μέρα της 28ης Οκτωβρίου του ’40, που κηρύχτηκε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Είχε ξεκινήσει από το Αστέρι, το χωριό του, με το γαϊδουράκι φορτωμένο με σακιά σιτάρι με προορισμό τους νερόμυλους της Πηγής για να αλέσει τον καρπό και να πάρει το αλεύρι που θα συντηρούσε την πολυμελή οικογένειά τους, τους γονείς και τα πέντε παιδιά, τον ίδιο, τη Μαρία, την Ευαγγελία, τον Ηλία και τον Ορέστη…
Ήταν «ώρα 10 το πρωί» και στο δρόμο από την Κυριάννα, ένα λεωφορείο σταμάτησε και ο οδηγός του μετέφερε το μαύρο μαντάτο: «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο, μας είπε ο οδηγός», θυμάται. «Φεύγω και έρχομαι στο Αστέρι και μέσα σε δέκα μέρες άδειασε το χωριό. Παιδί, τότε, δεν το σπουδαιολόγησα γιατί δεν ήξερα τι θα πει πόλεμος. Τον πόλεμο τον ένιωσα όταν ήλθαν οι Γερμανοί! Τότε, εδώ υπήρχαν εκατόν πενήντα άνθρωποι και όλοι οι νέοι είχαν επιστρατευτεί και έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά…»
Πηγή : τρομακτικό
Χρόνια της γης και του αγώνα. Όλοι, στην πλειονότητά τους φαμελίτες, ήταν στο μεροκάματο «για μια οκά κριθάρι» ή οι γυναίκες «οκαδαρές» που μάζευαν στους ελαιώνες από «ήλιο σε ήλιο για μια οκά λάδι». Με το χώμα πάλευαν όλοι που έμειναν και γέροντες και γυναίκες και παιδιά. Ο καιρός περνούσε και η αγωνία για την τύχη των δικών τους ανθρώπων στο μέτωπο ήταν καθημερινή και έκδηλη. Τα ραδιόφωνα της εποχής λιγοστά και η κάθε είδηση μεταδιδόταν με ταχύτητα αστραπής σε όλο το χωριό.
ΟΙ ΝΙΚΕΣ ΕΦΕΡΝΑΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ…
Οι ειδήσεις που έφταναν για «τις νίκες του Ελληνικού Στρατού», έφερναν πανηγύρια στην κοινωνία: «Άκουγα μικρός που ήμουνα και έλεγαν πασίχαροι «Πήραμε την Κλεισούρα, πήραμε το Τεπελένι» και γινόταν πανζουρλισμός! Γινόταν πανηγύρια, έπαιζαν οι καμπάνες. Οι μήνες του πολέμου στην Αλβανία σε μας δεν ήταν τόσο οδυνηροί, όσο ήταν τα χρόνια της γερμανοκατοχής. Μια μπουκιά ψωμί είχαμε και το τρώγαμε! Το μαρτύριο ήταν για όσους έζησαν και πήραν το δρόμο της επιστροφής για να έλθουν στα χωριά τους στην Κρήτη. Γύρισαν όλοι εδώ και στο Χαμαλεύρι με καραβάκια στα Χανιά και ύστερα με τα πόδια, και οι περισσότεροι με κρυοπαγήματα, όπως ο Στέλιος Κοκολάκης, ο Δημήτρης και ο Γιώργης Στρατιδάκης, ο Μύρων Αντωνογιωργάκης. Είπαν στο αντωνογιωργάκης 28η οκτωβρίου πόλεμος ιταλία νίκη πανηγύρι
Γιώργη τον Σκορδίλη σε νοσοκομείο της Αθήνας που είχε κρυοπαγήματα ότι πρέπει να του κόψουν τα πόδια, αλλά δεν τους άφησε, γύρισε στο χωριό και έζησε για χρόνια…»
Με την επιστροφή των μαχητών, όλοι γίνονταν λήπτες των μαρτυριών τους και πρώτος ο Δημήτρης Αντωνογιωργάκης. Κάθε μέρα που συναντιούνταν στα περιβόλια τους «για να φυλάνε τις πατάτες μη σκάψουν και τις κλέψουν» στην περιοχή του χωριού Λούτρα με τον Ηλία Κισανδράκη, άκουγε για ώρες «για τα βάσανά του στην Αλβανία, για την πείνα, τις ψείρες και τις κακουχίες του πολέμου». Θυμάται και σήμερα στα 87 του χρόνια «αυτές τις ιστορίες και τον μνημονεύω».
Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ
Έγραφε τότε ο στρατιώτης Γιαννακάκης στην Ελευθερία Βουρβαχάκη στην Πηγή: «Αγαπητή μου ανιψιά δεσποινίς Ελευθερία, επί τη ονομαστική σας εορτή σας εύχομαι έτη πολλά και ότι ποθεί η ψυχή σας. Χαιρετισμούς εις την μητέρα σου και τον Αντώνην. Εν Κορυτσά τη 15-12-1940…»
Όμως, εκείνο, που του προκαλεί βαθιά ανησυχία στις μέρες μας είναι η αύξηση των ποσοστών των νεοναζί στη χώρα και τα όσα αποκαλύπτονται για τη δράση τους. Τρέμει στο ενδεχόμενο νέου εμφύλιου σπαραγμού που «ήταν η καταστροφή της Ελλάδας» και εκφράζει την ελπίδα ότι «δε θα φτάσουμε ξανά ως εκεί».
Ωστόσο, αυτές τις μέρες και όσο βρισκόμαστε και πιο κοντά στην ιστορική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, οι μνήμες ξεχειλίζουν. Παιδί δεν κλήθηκε στα πεδία των μαχών, όμως στο χωριό του έδιδε τη δική του μάχη για τη ζωή. Αμέσως μετά βίωσε το αποτρόπαιο πρόσωπο του χιτλερισμού και τις ομαδικές εκτελέσεις των συγχωριανών του, που ήταν και οι πρώτες στην Κρήτη…