Της Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.
Δεν μπορώ να πάω σαν τους βοσκούς. Δεν τους μοιάζω. Εκείνοι ήταν άνθρωποι αγνοί, αποτραβηγμένοι όπως
ήταν από τον κόσμο. Τόσο αγνοί ήταν, που
ήρθε, λέει, άγγελος του Θεού, και στάθηκε ξαφνικά ανάμεσά τους, και βρέθηκαν
μέσα σε ουράνιο φώς, κι εκείνοι τρόμαξαν, αλλά τον γνώρισαν ωστόσο τι ήταν. Τους μίλησε μετά, και τους καθησύχασε, κι
εκείνοι άκουσαν τη φωνή του, και κατάλαβαν που τους είπε, πως γεννήθηκε ο
Σωτήρας, και πως πρέπει να χαίρονται «χαράν μεγάλην», κι εκείνοι, κι η γη
ολόκληρη. Άκουσαν και τις οδηγίες τις
συγκεκριμένες, πώς να πάνε στη Βηθλεέμ, και πώς να βρουν το Θείο Βρέφος,
τυλιγμένο στα σπάργανα…Και τότε άνοιξαν, λέει, οι ουρανοί, κι άκουσαν στρατιά
ολόκληρη από αγγέλους να ψάλλουν τα ίδια λόγια, δοξάζοντας τον Θεό. Και πήγαν μετά, και βρήκαν το Παιδί, και το
προσκύνησαν, και τά ‘παν όλα όσα έζησαν, κι η Παναγία τα φύλαξε βαθειά μέσα στην
καρδιά της….
Όχι, δεν είναι η καρδιά μου έτσι αγνή για τέτοιες
αποκαλύψεις.
Θα πάω όμως στη Βηθλεέμ, σαν τους Μάγους.
Προέρχομαι από μια μακρυνή Βαβυλώνα, όπως κι εκείνη η
Βαβυλώνα η παλιά. Εκείνη που βρισκόταν
στον τόπο που ήταν άλλοτε Παράδεισος.
Εκεί που ήταν κήπος τρυφερός, και κατέβαινε ο Θεός το δειλινό, και
συνομιλούσε με τους ανθρώπους, με τους προγόνους μου. Σ’ εκείνη τη χώρα που κύκλωναν άλλοτε τα
τέσσερα ποτάμια, ο Φισών, και ο Γεών, κι ο Τίγρις κι ο Ευφράτης. Εκεί που ήταν το χρυσάφι το καλό, κι ο
άνθρακας, κι ο λίθος ο πράσινος.
Έτσι ήταν ο τόπος παλιά.
Όμως τότε που χτίστηκε η Βαβυλώνα, όλ’ αυτά είχαν ξεχαστεί, κι είχαν
αλλάξει. Η Βαβυλώνα χτίστηκε επάνω στον
Ευφράτη, όμως είχε εχθρούς, κι ήταν περιζωσμένη με τείχη, γιατί δεν είχε πια τον
Θεό να τη φυλάει. Είχε και χρυσάφι και
πολύτιμες πέτρες, αλλά χρησίμευαν πια, μόνο για ν’ αυξάνουν την αλαζονεία του
βασιλιά της, και την κακία, και τον θόρυβο, και την ακολασία. Και μέσα στον θόρυβο αυτό, είχε ξεχαστεί κι ο
Αληθινός Θεός, που ακούγεται μόνο σαν «αύρα λεπτή».
Εκεί βασίλευε πια μόνον ο πλούτος και η δύναμη, κι η σοφία η
ανθρώπινη, και κάτι ομοιώματα που τα είχαν για θεούς και τα προσκυνούσαν.
Εκεί όμως, ανάμεσα σ’ αυτούς που κυνηγούσαν τη σοφία την
ανθρώπινη, εκεί ζούσαν και οι Μάγοι, οι πιο σοφοί απ’ τους σοφούς.
Αυτοί δεν ήξεραν από αγγέλους και ουράνιες στρατιές. Ήξεραν όμως τα σημάδια του ουρανού, και
κάποιες παλιές προφητείες. Κι όταν επάνω
στον ουρανό της θολωμένης Βαβυλώνας, ήρθε κι άστραψε το υπέροχο αστέρι, εκείνοι
ήξεραν ότι έπρεπε να το ακολουθήσουν.
Συγκέντρωσαν λοιπόν όλη τους τη γνώση και την πείρα,
συμφώνησαν όλοι μαζί, πήραν κι από τα πλούτη τους, ό,τι καλύτερο είχαν, και
ταπεινά και με σεβασμό, αφέθηκαν να τους οδηγήσει το αστέρι στον Καινούργιο
Βασιλιά. Τον ήθελαν αυτόν τον Βασιλιά,
αλλοιώς δεν θα ξεκίναγαν τέτοια μακρινή περιπέτεια μέσα στην έρημο.
Ταξίδεψαν χρόνους και καιρούς, και Τον βρήκαν, και Τον
προσκύνησαν. Και καθόλου δεν παραξενεύτηκαν
που Τον βρήκαν ταπεινόν, μέσα στη φάτνη, χωρίς παλάτια κι ακολούθους. Ούτε τους κακοφάνηκε, τέτοιοι πλούσιοι και
σοφοί που ήταν.
Γιατί μιας και Τον είδαν, Τον γνώρισαν. Ο Θεός τους χαμογέλασε και τους
αποκαλύφθηκε. Φαίνεται, είναι αδύνατο να
ξεγελαστείς άμα σου χαμογελάσει ο Θεός.
Τον γνώρισαν λοιπόν, και Τον προσκύνησαν. Και μιάς και Τον προσκύνησαν, είχαν γίνει πια
δικοί Του. Βαπτίστηκαν στην παρουσία
Του. Τότε πια μπορούσαν κι εκείνοι ν’ ακούσουν τους αγγέλους τ’ ουρανού, και να
καταλαβαίνουν τα μηνύματά τους. Τα πέπλα
που τους χώριζαν από την Γνώση την αληθινή, είχαν πια πέσει. Η ανθρώπινη σοφία τους, ήταν πια λίγη, κι
ούτε που την χρειάζονταν πια. Εκείνοι
αυτό που έψαχναν, το βρήκαν. Χαλάλι κι
οι κακουχίες και οι κίνδυνοι του μεγάλου ταξειδιού, χαλάλι και τα πλούσια
δώρα. Η καρδιά τους ήταν ανάλαφρη ,
γεμάτη χαρά και εμπιστοσύνη.
Τώρα πια δεν χρειάζονταν τη γνώμη κανενός, και καμμία
αμφιβολία δεν υπήρχε μέσα τους. Όλες οι
ανθρώπινες φωνές είχαν σωπάσει, όλη η σοφία, είχε καταργηθεί. Τώρα πια άκουγαν τη φωνή του ουρανού, κι αυτό
τους έφθανε για να γυρίσουν πίσω…
Πίσω στην Βαβυλώνα απ’ όπου ξεκίνησαν. Η Βαβυλώνα δεν θα ‘χε αλλάξει, και το
ήξεραν. Θα ήταν το ίδιο αμαρτωλή, το ίδιο
πλανεμένη, το ίδιο ξιπασμένη, το ίδιο μέσα της βαθειά, βουτηγμένη στον τρόμο….
Είχαν αλλάξει όμως εκείνοι.
Μπορεί κάποτε ν’ άλλαζε κι η Βαβυλώνα, μπορεί και να ‘μενε η ίδια. Για κείνους η ζωή τους ήταν γεμάτη χαρά,
γιατί γνώρισαν τον ίδιο τον Θεό, γιατί άκουσαν την φωνή του ουρανού.
Είτε στην έρημο πορεύονταν, είτε στις πλατειές λεωφόρους της
μεγάλης πολιτείας, είτε στα παλιά τους σπουδαστήρια, εκείνοι κρατούσαν μέσα
τους τη ζεστασιά του Θεού, κι όλα ήταν
αλλοιώτικα. Μ’ αυτό που έζησαν, με το
Δώρο που πήραν εκείνοι, δεν άλλαξε ο κόσμος, άλλαξε όμως η δική τους ζωή για
πάντα….
Έτσι να μ’ αξιώσει ο Θεός να πάω κι εγώ, σαν τους
Μάγους. Λίγο στα τυφλά, καρφωμένη μόνο
με εμπιστοσύνη στο παρέξενο κάλεσμα. Να
μην φοβηθώ να εγκαταλείψω τη θαλπωρή του σπιτιού μου,ούτε την απατηλή προστασία
της σύγχρονης Βαβυλώνας. Να μην διστάσω
ν’ αφήσω πίσω μου τον παλιό μου εαυτό,
μ’ όσα νομίζει ότι ξέρει, και με τα τόσα που αγνοεί, και να πάω μόνο να
προσκυνήσω εκεί που με πάει το αστέρι, εκεί που ξέρω ότι με περιμένει ένας
ουράνιος Βασιλιάς.
Να πάω εκεί να
προσκυνήσω, μαζί μ’ όλους τους πατριώτες μου που θα τολμήσουν να πάρουν τον ίδιο
μακρινό δρόμο. Να φθάσω στη Φάτνη Του,
να μην κοντοσταθώ λεπτό στον πλάνο τον Ηρώδη, με τα ανάκτορα και τους
συμβούλους του.
Να γονατίσω στα πόδια Του και να Τον γνωρίσω. Να τον νοιώσω για Θεό μου. Να σπάσει η καρδιά μου, και να πω μέσα μου
«αββά ο Πατήρ!» μπροστά στο βρέφος το νεογέννητο. Να νοιώσω μέσα μου να γκρεμίζονται όλοι οι
πόνοι κι όλοι οι φόβοι, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Να γίνουν όλα καινούργια, κι εγώ μαζί
τους. Και να μπορώ πια ν’ ακούω τις
οδηγίες του ουρανού και να τις καταλαβαίνω από πού είναι. Κι όχι μόνο να τις εμπιστεύομαι, να τους
ανήκω ολόψυχα, να είμαι μ’ έναν τρόπο, αυτόματα δική τους.
Ας γίνει έπειτα να γυρίσω στην δική μου την παλιά
Βαβυλώνα. Οι ήχοι και οι εικόνες, τα
σπίτια, οι δρόμοι, τα παλάτια, όλα θα είναι αυτά που ήταν και πριν, αλλά για
μένα δεν θα είναι. Γιατί θα ‘χει γίνει
για μένα μια καινούργια αρχή, και θα περπατάω πια στον ίδιο κόσμο, αλλά μαζί με
τον Νεογέννητο Βασιλιά.
Και τότε, η παλιά Βαβυλώνα, θα μοιάζει σαν εκείνον τον κήπο
τον παλιό, όπου ζούσαν με αγαλλίαση οι πρώτοι άνθρωποι, οι παππούδες, μου, και
κατέβαινε κι ο Θεός το δειλινό, και συνομιλούσε μαζί τους, κι εκείνοι χαίρονταν
στην συντροφιά Του.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.