του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου
Η Αλεξάνδρα ήταν πάντα ένα πανέμορφο ζωντανό κορίτσι που δεν
φοβόταν τον κίνδυνο. Γεννήθηκε στην παγωμένη Λευκορωσία το 1922, και παρόλο που
ο πατέρας της Γρηγόριος Σαμουσένκο ήθελε αγόρι, μεγαλώνοντας η Αλεξάνδρα και
βλέποντας τον σκληρό, γενναίο και αποφασιστικό της χαρακτήρα δεν την άλλαζε
ούτε με όλους τους γιους του κόσμου.
Η ομορφιά της και το θάρρος της ξεχώριζαν
στην Πόλη Κρούτιτσα , ένα προάστιο έξω από την Μόσχα, που ήρθε να ζήσει με τους
γονείς της και όλοι οι νέοι ήταν πολύ γοητευμένοι ακόμα κι αν κέρδιζαν μια
τυχαία ματιά από την Αλεξάνδρα.
Γρήγορα σε ηλικία 16 χρονών γνώρισε την αγάπη και παντρεύτηκε τον πρώτο της έρωτα
ολοκληρώνοντας την ευτυχία με τον ερχομό του γιού της του Κόλια.
Η Αλεξάνδρα
υπεραγαπούσε τον Κόλια και είχε στρέψει όλες τις φυσικές και πνευματικές της
δυνάμεις στην ανατροφή του. Το μεγάλωμα του παιδιού και οι χαρές της μητρότητας
είχαν σκορπίσει ευτυχία στην Αλεξάνδρα. Μια ευτυχία όμως που δεν κράτησε πολύ.
Όλα τελείωσαν εκείνο το μεσημέρι που οι Γερμανοί μπήκαν στην Κρούτιτσα. Συνέλαβαν όλους του άνδρες και τα νεαρά αγόρια κάθε ηλικίας. Ο Κόλια ήταν δεν ήταν 3-4 χρονών. Το απάνθρωπο μυαλό των Ναζιστών «γέννησε» μια απίστευτη θηριωδία. Έβαλαν όλους τους άνδρες και τα μικρά παιδία να ξαπλώσουν στην κεντρική πλατεία.
Και…ένα - ένα τα τανκς
πέρασαν από επάνω τους. Λίγο μετά η Αλεξάνδρα με ποταμούς τα δάκρια στα μάτια
αγκάλιασε το διαλυμένο κορμάκι του Κόλια και του χάιδεψε τα ματωμένα του
μάγουλα. Από τα βάθη της καρδιάς της βγήκε μια υπόσχεση. Που δεν μπόρεσε στο
τέλος να κρατήσει: «Παιδί μου σου ορκίζομαι, θα μπω με το άρμα μου στο
Βερολίνο…».
Ο Ιωσήφ ήταν έτοιμος στην αφετηρία του στίβου για το αγώνισμα τον 100 μέτρων. Πρώτη φορά θα δοκίμαζε τις δυνατότητες του σε μια τέτοια διαδρομή αφού συνήθως έτρεχε μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις. Όλοι στο Μίσιγκαν έλεγαν για αυτόν τον έφηβο με τις μεγάλες αθλητικές ικανότητες πως θα διακρινόταν στα αγωνίσματα του στίβου και σίγουρα θα έκανε μεγάλη καριέρα και θα δόξαζε την Πόλη τους και την Αμερική. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του, που ενώ ακόμα δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, το Πανεπιστήμιο Notre Dame du Lac στο South Bend της Ιντιάνα του είχε δώσει υποτροφία για να σπουδάσει σε αυτό.
Ο Ιωσήφ Μπέιρλ δεν πολύ νοιαζόταν για
όλα αυτά. Δεν ήταν σίγουρος καν αν του άρεσε ο στίβος, απλά δεν είχε κάτι
καλύτερο να κάνει. Σε συζητήσεις με τους φίλους του που θαύμαζαν τις αθλητικές
του επιδόσεις τους έλεγε με απορία: «Σε τι θα χρησιμεύσει στην ζωή μου αν
αντέχω ή αν τρέχω γρήγορα;». «Σε τίποτα». Απαντούσε μόνος του. Που να ήξερε πως
λίγα χρόνια μετά οι αθλητικές του ικανότητες θα του έσωζαν την ζωή.
Το Στρατόπεδο της Γερμανικής Αεροπορίας, Stalag Luft ΙΙΙ, είχε δημιουργηθεί για να στεγάσει αιχμαλώτους που προέρχονταν από την Αεροπορία των αντιπάλων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και βρισκόταν στην περιοχή της Κάτω Σιλεσίας κοντά στην πόλη Σαγκάν της σημερινής Πολωνίας 160 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βερολίνου. Η περιοχή επιλέχθηκε γιατί θα ήταν δύσκολο κανείς να ξεφύγει διαμέσου της διάνοιξης σηράγγων, γεγονός που σαν φαινόμενο είχε ταλαιπωρήσει αφάνταστα τους Γερμανούς. Το Στρατόπεδο ήταν πολύ καλά φυλασσόμενο και δύσκολα μπορούσε κανείς να αποδράσει από αυτό. Αν και στην πράξη ιστορικά κάτι τέτοιο καταρρίφθηκε και μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο.
Ο στρατοπεδάρχης είχε σαφείς εντολές. Ο Αμερικανός κρατούμενος δεν πρέπει να αντιμετωπίζετε όπως οι άλλοι. Πρέπει να βασανισθεί και να εκτελεστεί. Η δικαιολογία για αυτές τις ενέργειες είναι ο χαρακτηρισμός του ως κατάσκοπος. Ο αμερικανός κρατούμενος βασανίστηκε άγρια και απάνθρωπα αλλά δεν αποκάλυψε τίποτα. Η ετυμηγορία είχε βγει. Εκτέλεση. Θα γίνει πίσω από τα μαγειρεία του στρατοπέδου το ξημέρωμα. Ο Διοικητής του στρατοπέδου κοιτούσε τα χαρτιά του αιχμαλώτου και διάβαζε: «Λοχίας Ιωσήφ Μπέιρλ της 101ης αερομεταφερόμενης μονάδας με Αριθμό Στρατιωτικού Μητρώου 16085985. Στην συνέχεια υπέγραψε την εντολή της θανατικής του καταδίκης. Θα γινόταν σε λίγες ώρες. Ξημερώματα της 23 Ιανουαρίου του 1945.
Οι σειρήνες του στρατοπέδου σήμαναν συναγερμό. Εδώ και λίγα
λεπτά τρεις κρατούμενοι είχαν πηδήξει τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου και
είχαν ξεχυθεί στο απέραντο δάσος.
Ο αρχιφύλακας του στρατοπέδου τρέμοντας
ενημέρωσε τον Διοικητή πως ο αμερικανός Λοχίας Μπέιρλ και δύο άλλοι κρατούμενοι
είχαν μόλις δραπετεύσει.
Οι Γερμανοί
ξεχύθηκαν στο δάσος με μηχανές και σκυλιά ουρλιάζοντας και πυροβολώντας οποιονδήποτε
όγκο στο χιόνι ή τα δέντρα τους φαινόταν ύποπτος.
Στο μεταξύ οι τρεις δραπέτες
άκουσαν τις σειρήνες του στρατοπέδου και αμέσως κατάλαβαν ότι άρχισε η
καταδίωξη τους. Μόλις οι τρεις άνδρες πέρασαν ένα μικρό ποτάμι, αποφάσισαν να
χωριστούν. Σκόρπισαν για να σωθούν.
Οι δυο δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. Οι
γερμανικές περίπολοι τους εντόπισαν και τους εκτέλεσαν την ίδια στιγμή. Ο
Λοχίας Μπέιρλ έτρεχε ασταμάτητα επί τέσσερα μερόνυχτα, μέχρι που οι διώκτες του
έχασαν τα ίχνη του. Την πέμπτη ημέρα, αδύναμος και χλομός, έτρεμε μέσα στο
κρύο.
Χώθηκε σε μια κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου και αποκοιμήθηκε. Πριν τον
πάρει ο ύπνος αναρωτήθηκε εάν βρισκόταν ανατολικά ή δυτικά. Δεν γνώριζε πού
είχε φτάσει τρέχοντας, αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας. Η ενασχόληση του με τον
στίβο τον είχε σώσει.
Η Αλεξάνδρα έβγαλε τον σταυρό της και τον έθαψε στο φρέσκο βρεγμένο χώμα μαζί με το κορμάκι του άψυχου Κόλια. Τα χαρακτηριστικά της μόνο είχαν αμέσως σκληρύνει χωρίς όμως να χάσει την ομορφιά της. Το βλέμμα της είχε γίνει δυνατά αποφασιστικό. Εντάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό και στα άρματα μάχης. Γρήγορα έγινε ξακουστή για τα κατορθώματα της και για της επιδόσεις της στις μάχες. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος για τους Γερμανούς που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν αυτή τη γυναίκα που οι φήμες έλεγαν πως έπινε, κάπνιζε και έβριζε σαν άνδρας αλλά ήταν μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα.
Πανέξυπνη στη μάχη, πολεμούσε με
θάρρος και
συχνά πυκνά οι ελιγμοί της ξέφευγαν από τα στρατιωτικά εγχειρίδια,
μπέρδευαν
τον εχθρό και τον διέλυαν. Ήταν η μοναδική γυναίκα αρχηγός πληρώματος σε
άρμα
μάχης στον Κόκκινο Στρατό. Για τις ικανότητές της στη μάχη
παρασημοφορήθηκε και
έγινε μέλος της 1ης Φρουράς Αρμάτων Μάχης. Όλοι την ήθελαν δίπλα τους
και όχι
απέναντί τους. Μετά το Κουρσκ έλαβε και το παράσημο του «Ερυθρού
Αστέρα».
Ο βαρύς ύπνος του Λοχία Μπέιρλ διακόπηκε από ένα συνεχές
ταρακούνημα. «Με έπιασαν» σκέφτηκε και άνοιξε τα μάτια έτοιμος να δει μια κάννη
να τον σημαδεύει στο πρόσωπο. Δεν είδε τίποτε. Μόνο χιόνι. Ήταν εξαντλημένος
και το ταρακούνημα, που γινόταν εντονότερο, του τρύπαγε το κεφάλι. Του πήρε
κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι δεν γινόταν κάποιος σεισμός, αλλά
πλησίαζαν άρματα μάχης. Τώρα άκουγε καθαρά και τις ερπύστριες επάνω στον
παγωμένο χωμάτινο δρόμο που βρισκόταν δίπλα του. Ζάρωσε περισσότερο στην
κουφάλα του δέντρου για να μην τον δουν.
Έβγαλε δειλά το κεφάλι του και το
θέαμα που είδε θα το θυμόταν για όλη του τη ζωή. Δεκάδες τανκς, το ένα πίσω από
το άλλο σε μια ατελείωτη σειρά, περνούσαν από μπρος του. Στα πλαϊνά τους είχαν
ζωγραφισμένο ένα μεγάλο κόκκινο αστέρι. «Ρώσοι» ξεφώνησε άθελά του και
πετάχτηκε στον δρόμο. Φορούσε ακόμη τη στολή των αλεξιπτωτιστών της 101ης,
φθαρμένη και ματωμένη, αλλά σίγουρα δεν έμοιαζε με Γερμανό ναζί. Κουνούσε τα
χέρια του ψηλά και φώναζε βουρκωμένος: «Σταματήστε. Είμαι αμερικανός
αξιωματικός».
Ένα Τ-43 σταμάτησε και από πίσω του ακινητοποιήθηκαν όλα τα
υπόλοιπα. Ο αρχηγός του πληρώματος ξεπρόβαλε από τον πυργίσκο. Μια λεπτή
γυναικεία φωνή με σπαστά αγγλικά τον ρωτούσε ποιος ήταν. Ο Λοχίας Μπέιρλ είδε
για πρώτη φορά στην ζωή του την θρυλική Αλεξάνδρα Σαμουσένκο που μόλις είχε
βγάλει την στρατιωτική της κάσκα και τον κοίταζε στα μάτια. Ο Ιωσήφ είχε
μαγευτεί.
Η Αλεξάνδρα κατέβηκε από το άρμα και άρχισε να ακούει την ιστορία του Λοχία Μπέιρλ που τώρα πια είχε αναθαρρήσει και με σταθερή φωνή της έλεγε: «Άνηκα στην 101 αερομεταφερόμενη μεραρχία των ΗΠΑ και στις 6 Ιουνίου του 1944 και ώρα 00.10 πετάξαμε από το Αεροδρόμιο Ράσμπερι της Αγγλίας για να αποβιβαστούμε στην Νορμανδία. Όταν το ρολόι έδειχνε μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα, τα αεροσκάφη βρισκόντουσαν επάνω στον σκοτεινό ουρανό της Νορμανδίας.
Σε λίγα δευτερόλεπτα τα αντιαεροπορικά των Γερμανών άρχισαν να
κροταλίζουν λυσσασμένα. Τα βαριά μεταγωγικά ήταν εύκολοι στόχοι τόσο κοντά που
ήταν το ένα με το άλλο. Χτυπημένα σαν μύγες, άφηναν πίσω τους ένα κορδόνι
φωτιάς και καπνού καθώς έπεφταν. Η Ντακότα του Μπέιρλ δεν στάθηκε τυχερή. Στο
σκοτεινό κύτος του αεροπλάνου, το κόκκινο φωτάκι έγινε πράσινο και οι
αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πηδούν. Λίγο πριν πηδήσει ο λοχίας, το σκάφος
τρυπήθηκε από αντιαεροπορικά και άρχισε να στροβιλίζεται και να πέφτει. Ο
Μπέιρλ κατάφερε να πηδήξει από ύψος 120 μέτρων, να ανοίξει το αλεξίπτωτο και να
σωθεί. Όταν τα πόδια του πάτησαν στη γη και βρήκε τις ανάσες του, έκρυψε το
αλεξίπτωτό του, έβγαλε την πυξίδα, τον φακό και τον χάρτη για να εντοπίσει το
μέρος που βρισκόταν.
Εντόπισε εκεί κοντά του έναν σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας. Χωρίς να το σκεφτεί με τα εκρηκτικά του μέσα σε λίγα λεπτά σήκωσε
τον σταθμό στον αέρα. Λίγο μετά οι Γερμανοί τον συνέλαβαν. Και τον οδήγησαν στο
στρατόπεδο Stalag Luft ΙΙΙ ( από το οποίο μήνες μετά όπως είδαμε απέδρασε). Δεν
πρόλαβε να δει την D-Day, την απόβαση στην Νορμανδία που ξημέρωνε.
Η Αλεξάνδρα τον πήρε μαζί της και τον έκανε πυροβολητή-ασυρματιστή. Η διοικητής Σαμουσένκο και η ίλη της δεν άργησαν να εμπλακούν σε μάχη με γερμανικές δυνάμεις. Η γυναίκα εκτίμησε ιδιαίτερα τις ικανότητες του Αμερικανού στα εκρηκτικά και τις κατεδαφίσεις.
Μέρα με τη μέρα ο λοχίας της 101ης κέρδιζε
την αποδοχή και τον σεβασμό των μπαρουτοκαπνισμένων Σοβιετικών αρματιστών.
Ειδικά μετά την άρνησή του για ασφαλή επιστροφή δυτικά, στις αμερικανικές
θέσεις. Προτίμησε να μείνει πλάι στους νέους του συντρόφους. Η Αλεξάνδρα με την
διμοιρία της θα εισβάλει στο στρατόπεδο που κρατούταν ο Ιωσήφ, στο Stalag III-C
στο Alt Drewitz και θα απελευθερώσει τους αιχμαλώτους.
Μόλις οι αιχμάλωτοι συνειδητοποιήσουν
πως στην διμοιρία που τους απελευθέρωσε ανήκει και ο Αμερικανός Λοχίας Μπέιρλ,
πρώην συγκρατούμενος τους, τον υποδέχθηκαν ως ήρωα. Την ίδια μέρα ο Λοχίας Μπέιρλ
αποκάλυψε στην Αλεξάνδρα πως άρχισε να την ερωτεύεται και την παρακάλεσε να μην
ξανά πιεί και να μην ξανά καπνίσει. Η Αλεξάνδρα δεν απάντησε αλλά άκουσε την
συμβουλή του. Σταμάτησε να καπνίζει και να πίνει.
Την επόμενη μέρα τα άρματα ξεκίνησαν τον μακρύ δρόμο τους για το Βερολίνο. Στο διάβα τους εξολόθρευαν όσες γερμανικές δυνάμεις συναντούσαν. Σε μια στάση, μέσα σε γερμανικό πλέον έδαφος, ο Μπέιρλ κατέβηκε από το άρμα για να ξεπιαστεί.. Η Αλεξάνδρα άκουσε από την κάσκα της μια έκρηξη. Βγήκε τρέχοντας και είδε το κορμί του λοχία των ΗΠΑ σχεδόν γυμνό από την έκρηξη. Ανέπνεε με δυσκολία. Έσκυψε, τον φίλησε τρυφερά και του ψιθύρισε: «Σε παρακαλώ, άντεξε. Αντίο, σύντροφέ μου». Στη συνέχεια με βουρκωμένα μάτια ενημέρωσε έναν νοσοκόμο, ανέβηκε στο τανκ και ξεκίνησε. Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή της.
Ο Ιωσήφ στάθηκε άλλη μια φορά τυχερός στη ζωή του. Έζησε. Μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν, σε ένα πρόχειρα στημένο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα. Ένας Αμερικανός πολεμούσε με τους Σοβιετικούς. Τον επισκέφτηκε μάλιστα και τον γέμισε δώρα και παράσημα ο ίδιος ο στρατάρχης Ζούκοφ, ο οποίος κατευθυνόταν για να συντονίσει την τελική μάχη στην καρδιά της γερμανικής πρωτεύουσας.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος ο Ιωσήφ
Μπέιρλ επέστρεψε
στην πατρίδα του. Εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μπάλες του
μπόουλινγκ.
Έκανε οικογένεια και η μοίρα το έφερε ο γιος του Τζον Μπέιρλ, πολλά
χρόνια μετά να γίνει ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία. Ο Ιωσήφ έφυγε από την
ζωή στις 12 Δεκεμβρίου του 2004.
Η Αλεξάνδρα δεν κατάφερε να τηρήσει την υπόσχεση της στο νεκρό παιδί της. Δεν είδε ποτέ της το Βερολίνο. Σκοτώθηκε 70 χιλιόμετρα έξω από την κατεστραμμένη γερμανική πρωτεύουσα στις 3 Μαρτίου του 1945. Πέθανε όμως όπως και ο γιος της Κόλια. Ένα τανκς πετάχτηκε στον αέρα από έκρηξη και την καταπλάκωσε. Είναι θαμμένη στο Lobez της Πολωνίας. Έτρεξε να βρει το παιδί της έχοντας ζήσει στο τέλος έστω και για λίγο τον αέρα της ελευθερίας…
Πηγή: mporv.blogspot.com