Ὅπως πίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους μεγάλους ἱεράρχας ἀναφέρονται εὐγενεῖς μητέρες, ἔτσι καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο ὑπάρχει μία ἁγία ῥίζα. Τιμώντας συνεπῶς τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο ὀφείλουμε νὰ τιμήσουμε καὶ τὴ μητέρα του, τὴ Μόνικα. Γιὰ τὴν ἁγία αὐτὴ γυναῖκα θὰ ποῦμε λίγες λέξεις.
* * *
Πατέρας τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ἀγαπητοί μου, ἦταν ὁ Πατρίκιος, εἰδωλολάτρης ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Κι ὄχι μόνο εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ καὶ ὁρμητικός, ἀπότομος, ὀργίλος, ὀξύθυμος, βάναυσος. Συχνὰ δημιουργοῦσε σκηνὲς οἰκογενειακές, ἡ συνοικία τους συνταρασσόταν ἀπὸ τὶς φωνές του. Καθὼς ἐπέστρεφε στὸ σπίτι νύχτα μεθυσμένος καὶ σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, χτυποῦσε, ἔσπαζε τὰ πάντα καὶ ὕβριζε τὴ Μόνικα.
Κι αὐτή; Ὑπέμεινε, γιατὶ πίστευε στὸ Εὐαγγέλιο. Γνώριζε, ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ τιθασεύῃ μιὰ γυναίκα τὸν ἄντρα της εἶναι ὄχι ἡ ἀντιδικία, οἱ συζυγικὲς ἔριδες, οἱ ὕβρεις, οἱ διαπληκτισμοί, ἀλλὰ ἡ ὑπομονή, ποὺ πρέπει νὰ δείξῃ ἂν ἔχῃ σύζυγο ἀγροῖκο. Ὅπως λέει ὁ λαός μας, ἂν ῥίξουμε μιὰ πέτρα σ᾽ ἕνα βράχο, θὰ κάνῃ μεγάλο κρότο, ἂν τὴ ῥίξουμε σ᾽ ἕνα στρῶμα ἀπὸ βαμπάκι, δὲν θ᾽ ἀκουστῇ κρότος. Βαμπάκι ἀνοχῆς, βάθος ὑπομονῆς, πλάτος καρδιᾶς ἦταν ἡ Μόνικα, κ᾽ ἐκεῖ ἔπεφταν οἱ πέτρες τοῦ Πατρικίου.
Τὸν ὑπέμεινε δέκα - δεκαπέντε χρόνια. Κι ὅταν ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν δεκαεπτὰ ἐτῶν, ὁ Πατρίκιος ἀρρώστησε βαρειά. Δίπλα του μία γυναικεία ὕπαρξη προσευχόταν γι᾽ αὐτόν. Καὶ λίγο προτοῦ νὰ πεθάνῃ, –ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ, καὶ ὤ τῆς γυναικείας ὑπομονῆς!–, ἐκεῖνος ὁ ἀγροῖκος, ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὴ Μόνικα. Κι ἀκόμη, λίγες στιγμὲς προτοῦ νὰ φύγῃ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, αὐτὸς ὁ εἰδωλολάτρης, ζήτησε ἱερέα καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανός! Ἡ χαρὰ τῆς Μόνικας ἦταν μεγάλη. Κέρδισε τὸν ἄντρα της, τὸν ἔβαλε στὸν παράδεισο. Ὁ Κύριος, ποὺ εἶπε «Μακάριοι οἱ ὑπομένοντες»(βλ. Ματθ. 10,22• 24,13. Μᾶρκ. 13,13), ἀντάμειψε τὴν ὑπομονή της.
* * *
Ἡ Μόνικα ὅμως ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο στοργικὴ σύζυγος ἀλλὰ κυρίως Χριστιανὴ μητέρα. Εἶχε κι ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη της στρεφόταν πρὸ παντὸς στὸν Αὐγουστῖνο. Κι αὐτός; Τί κάνει ἡ κληρονομικότητα! Ἦταν σὰν τὸν πατέρα του• ζωηρός, ὁρμητικός, παράφορος. Ἀγαποῦσε περισσότερο τὰ παιχνίδια παρὰ τὰ βιβλία. Ἀνέβαινε στὰ ξένα δέντρα καὶ ρήμαζε τὰ φροῦτα. Ἔτρεχε δεξιὰ κι ἀριστερά, κ᾽ ἡ μητέρα τὸν ἔψαχνε στὶς στράτες καὶ δύσκολα τὸν μάζευε στὸ σπίτι. Πολλὲς φορὲς τὸν μάλωσε, τὸν τιμώρησε, ἀλλ᾽ αὐτὸς πάλι ξέφευγε κ᾽ ἔβγαινε μὲ παρέες. Κι ὅταν πιὰ μεγάλωσε, ἔσμιξε μὲ κακοποιὰ στοιχεῖα κ᾽ ἔγινε ἕνας διεφθαρμένος νέος, ἕνας ἄσωτος υἱός.
Δὲν θὰ σύρουμε τώρα τὸ πέπλο τῆς ζωῆς του νὰ δοῦμε τὸν βίο του. Ὅποιος θέλει ἂς διαβάσῃ τὸ βιβλίο του Ἐξομολογήσεις. Ἐκεῖ, ἐνῷ ἐμεῖς ντρεπόμαστε νὰ ποῦμε σ᾽ ἕνα πνευματικὸ τὰ ἁμαρτήματά μας, ἐκεῖνος νικώντας τὴ ντροπὴ κάθισε κ᾽ ἔγραψε ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά του, τῆς νηπιακῆς, τῆς παιδικῆς, τῆς σχολικῆς καὶ τῆς νεανικῆς ἡλικίας. Τὰ ἐξομολογεῖται δημοσίως. Κ᾽ ἐμεῖς ποὺ τὰ διαβάζουμε, ἀντὶ νὰ χάνουμε τὸ σεβασμὸ στὴ μεγάλη αὐτὴ προσωπικότητα, ἀντιθέτως τὸν ἐκτιμοῦμε περισσότερο.
Ὅταν λοιπὸν μεγάλωσε ἔγινε πιστὸ ἀντίγραφο τοῦ ἀσώτου υἱοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ Μόνικα λυπόταν καὶ ἔκλαιγε. Κάποτε, πάνω στὴ θλῖψη της, πῆγε σ᾽ ἕναν ἅγιο ἐπίσκοπο καὶ εἶπε τὸν πόνο της μὲ δάκρυα. Καὶ τότε ὁ ἐπίσκοπος τῆς εἶπε• «Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ μὴν κλαῖς. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος• παιδί, ποὺ ἡ μάνα του χύνει τόσα δάκρυα γι᾽ αὐτό, εἶναι ἀδύνατο νὰ χαθῇ. Θὰ σωθῇ τὸ παιδί σου». Ἔτσι ἡ Μόνικα ἔφυγε παρηγορημένη.
Πέρασαν ὅμως ἀπὸ τότε ἀρκετὰ χρόνια, κι ὁ Αὐγουστῖνος βυθιζόταν περισσότερο στὸν πηλὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπωλείας, ἕως ὅτου τέλος τὰ δάκρυα καὶ οἱ εἰκοσαετεῖς προσευχὲς τῆς Μόνικας εἰσακούσθηκαν καὶ ἔγινε θαῦμα. Γιατὶ θαῦμα δὲν εἶναι μόνο μιὰ θεραπεία τοῦ σώματος• εἶναι προπαντὸς ἡ μεταστροφὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ὁ Αὐγουστῖνος μετανόησε, ἐπέστρεψε στὸ Χριστό, βαπτίστηκε Χριστιανὸς σὲ ἡλικία τριάντα καὶ πλέον ἐτῶν. Καὶ θαύμασαν οἱ φίλοι, πῶς αὐτός, ὁ φιλόσοφος, ὁ ῥήτορας, ὁ κοσμικός, ὁ νέος τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἁμαρτιῶν, πῶς ἔγινε Χριστιανός•καὶ ὄχι ἁπλὸς Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ κληρικός, καὶ ἐπίσκοπος, διδάσκαλος τῆς χριστιανοσύνης!
Πῶς ἄλλαξε; Ἀπὸ ἕνα κήρυγμα. Ποιό κήρυγμα; Πῆγε στὸ Μεδιόλανο (τὸ σημερινὸ Μιλᾶνο), καὶ μιὰ μέρα μπῆκε στὴν ἐκκλησία ὅπου δίδασκε ὁ ἐπίσκοπος ἅγιος Ἀμβρόσιος. Τὸν ἄκουσε ὁ Αὐγουστῖνος, κι ὅταν βγῆκε ἀπ᾽ τὸ ναὸ τὸν εἶδαν νὰ δακρύζῃ γιὰ τ᾽ ἁμαρτήματά του. Ἀπὸ τότε συνδέθηκε μὲ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο καὶ τὸν θεωροῦσε πνευματικό του πατέρα.
Κάποια στιγμὴ ἔπειτα ἄκουσε μία μυστικὴ φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ «Πάρε καὶ διάβασε». Ἄνοιξε τότε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ βλέμμα του ἔπεσε στὸ χωρίο τῆς πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κεφάλαιο 13ο, στίχοι 12-14. Δὲ σᾶς τὸ λέω, γιὰ νὰ κεντήσω τὴν περιέργειά σας ν᾽ ἀνοίξετε νὰ τὸ διαβάσετε μόνοι σας. Αὐτὸ τὸ ῥητὸ μαζὶ μὲ τὰ κηρύγματα τοῦ ἱεροῦ Ἀμβροσίου, συνετέλεσαν στὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή του.
Παραλείπω τὰ ὑπόλοιπα, τὴ ζωή του ὡς ἐπισκόπου, τὴ δρᾶση, τὴ διδασκαλία, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὸ τέλος του. Πρὶν κλείσω θὰ πῶ μόνο, ὅτι ἡ χαρὰ τῆς Μόνικας, ὅταν ὁ υἱός της ἐπέστρεψε πλέον στὸ Χριστό, ἦταν ἀπερίγραπτη. Καὶ σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν ἡ Μόνικα, βασανισμένη, τυραννισμένη, πονεμένη μάνα, ἀπέθανε. Προτοῦ ν᾽ ἀποθάνῃ ἔγινε μεταξὺ μητέρας καὶ υἱοῦ ἕνας σπουδαῖος διάλογος, ποὺ ὑπάρχει στὸ βιβλίο Ἐξομολογήσεις. –Παιδί μου, τοῦ εἶπε, πόνεσα πολὺ γιὰ σένα. Φεύγω ὅμως εὐχαριστημένη, γιατὶ σὲ βλέπω τώρα Χριστιανό. Ἐκεῖ ποὺ θὰ μὲ θάψῃς, δὲν θέλω πολυτέλειες• λίγο χῶμα φτάνει νὰ σκεπάσῃ τὸ σῶμα μου. Ἕνα σοῦ ζητῶ• ὅταν λειτουργῇς, μὴ ξεχνᾷς τὴ μάνα σου• παρακάλει τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀναπαύσῃ στὴ βασιλεία του.
Ἕνας διανοούμενος τῶν Ἀθηνῶν μοῦ ἔλεγε• «Κοντὰ στὸ Χριστὸ δὲν μὲ ἔφερε οὔτε ἡ φιλοσοφία οὔτε ἡ τέχνη, μὲ ἔφερε ἡ ἁγία μου γυναίκα, μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν ὑπομονή της». Ὑπάρχουν μητέρες ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὰ παιδιά τους. Τί νὰ κάνουν; Ἂς γονατίζουν καὶ ἂς παρακαλοῦν τὸ Χριστὸ μὲ δάκρυα, καὶ θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τὰ δάκρυα αὐτὰ δὲν πᾶνε χαμένα, κάποιο δεντράκι ποτίζουν, γιὰ νὰ βγοῦν τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν.
Μικρὸς θαυμαστὴς κ᾽ ἐγὼ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ τὰ μαθητικά μου χρόνια, σηκώνω ἕνα σταυρὸ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ μόνο• καὶ ὅσες φορὲς σηκώνομαι τὴ νύχτα κι ἀνοίγω τὰ βιβλία του, παρηγοροῦμαι καὶ τὸν παρακαλῶ νὰ μὲ ἐνισχύσῃ στὸ δρόμο αὐτόν, ὥστε νὰ φέρω κ᾽ ἐγὼ εἰς πέρας τὸ ἔργο μου ὡς ἐπισκόπου.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου. Δευτέρα 15 Ἰουνίου 2020.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 14-6-1969 τὸ ἑσπέρας.
Πηγή :Στου Κουδουμά τ'ασκηταριά