Τον καιρό που ο Κολοκοτρώνης ήταν με το «Μαύρο Στόλο» κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κουρσάρων στο Αιγαίο, έζησε καινούργια στέρηση και κινδύνους που τον ατσάλωσαν. Κάποτε πουμεινε μέρες χωρίς να φουμάρει, έσκισετο τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυτή τσιγάρο. Ήρθε και το αηδίασε:
-Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθεί ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.
Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπνισε!
(Από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη)
-Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθεί ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.
Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπνισε!
(Από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη)