Μαυρομμάτης - Κουτσόφτας - Παναγίδης
Ήταν εκείνης της μέρας το τελευταίο φως που είδαν στη ζωή τους.
Όσο μπόρεσαν να δουν μέσα από τα κατάκλειστα, σιδερόφρακτα, κελιά των μελλοθανάτων. Ανάμεσα στο κτίριο της αγχόνης και στο μικρό κοιμητήριο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Πριν από το χάραμα της Παρασκευής έγιναν οι ίδιοι φως. Άσβεστο για πάντα φως ελληνικό.
Πάνε και τους τρεις σιδηροδέσμιους στην αγχόνη. Τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Και μόλις τον ολοκληρώνουν, χωρίς ανάσα, τον ξαναρχίζουν. Ώσπου ο απαίσιος γδούπος της καταπακτής της αγχόνης έκοψε στη μέση την επανάληψη τού «και σαν πρώτ' ανδρειωμένη χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά»...! Προτού χαράξει η αυγή, τους κρέμασαν.
Το φως της επόμενης μέρας, της Παρασκευής, 21ης Σεπτεμβρίου 1956, δεν πρόλαβαν να το δουν. Πριν το χάραμα κουβάλησαν εκεί τον Παπάντωνη να τους ψάλλει μόνος συνοπτικά τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Πριν από το πρώτο φως τούς κατέβασαν στους τάφους της φυλακής. Τα φυλακισμένα μνήματα. Πρώτος δεξιά δίκλινος τάφος: Μαζί ο Παναγίδης κι ο Κουτσόφτας. Δίπλα μονόκλινος για τον Μαυρομμάτη.
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ,
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕ ΛΟΓΙΕΤΑΙ.
«Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας είναι καλοκαίρι
λες κι η αυγή κατάμαυρο χαμπάρι θα μας φέρει.
Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη.
Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε
λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή.
Ποτέ δε θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα
και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα
στο ελληνικό νησί».