Του Σεβ. Μητροπολίτου
Δημητριάδος κ. Ιγνατίου*
Η έλλειψη ψυχικών και
πνευματικών αποθεμάτων, που θα μπορούσαν να στηρίξουν την πατρίδα μας σ΄ αυτούς
τους δύσκολους καιρούς, επισημαίνεται πλέον απ΄ όλους. Εξίσου φανερή είναι και η
έλλειψη ηγετών, ικανών να πείσουν και να εμπνεύσουν το λαό μας, προκειμένου να
τον οδηγήσουν σε οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και πνευματικές διεξόδους. Η
σημερινή πλήρης αποξένωση, μεταξύ ηγετών και λαού, έχει ως βασική της αιτία την
εξαφάνιση του βασικού συνδετικού κρίκου μεταξύ τους: Του
ζωντανού παραδείγματος. Οι σημερινοί ηγέτες μας, δείχνουν να προσπαθούν να
λύσουν προβλήματα, δεν πείθουν όμως πως κατανοούν αυτούς που υποφέρουν από τα
προβλήματα αυτά και, πολύ περισσότερο, πως συμπονούν.
Το άνοιγμα προς πανανθρώπινα οράματα και μεγάλα ιδανικά, που, ειρήσθω εν παρόδω, συμπαρασύρουν και τους οικονομικούς δείκτες της κοινωνίας, απαιτούν ηγέτες με πολύπλευρη ωριμότητα, κυρίως, όμως, με διάθεση προσωπικής εμπλοκής στον Γολγοθά εκείνων που καλούνται να οδηγήσουν σε δρόμους και λύσεις.
Πηγή συνοδοιπορία
Η σημερινή ημέρα φέρνει στο προσκήνιο τη μορφή ενός εκκλησιαστικού ηγέτη, και μάλιστα της εποχής μας. Ενός ηγέτη, που σημάδεψε την εποχή του με το πνευματικό και μορφωτικό του έργο, κυρίως όμως με το ζωντανό παράδειγμα και την αγιότητά του. Στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου, η Εκκλησία, πριν μόλις εκατό χρόνια, ανανέωσε την πρότασή της προς την Ελληνική κοινωνία για μια ηγεσία δραστήρια, ευρηματική, ευαίσθητη στις ανάγκες των καιρών και συγχρόνως, ηγεσία ταπεινή, ώριμη πνευματικά και κυρίως συμπονετική.
Ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε επίσκοπος με απόλυτη συνείδηση της ευθύνης, που απέρρεε από την πνευματική ηγεσία, που είχε αναλάβει. Οι λαμπρές σπουδές του, τα χαρίσματά του και όλη του η θέληση επιστρατεύτηκαν, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του. Είχε, όμως, και την σοφία να γνωρίζει πως όλα αυτά δεν αρκούν, εάν ο άνθρωπος δεν μεταβληθεί σε δέκτη ευαίσθητο, προκειμένου να ακούει και να νιώθει τις ανάγκες, που καλείται να υπηρετήσει. Γι΄ αυτό και η δράση του συνοδεύτηκε από προσωπικό πνευματικό αγώνα, που τον οδήγησε στην ικανότητα να αδιαφορεί για την εξουσία και τους τίτλους. Όταν, ήδη επίσκοπος, εκδιώχτηκε κατασυκοφαντημένος από το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας, αντί να αναλωθεί στην διεκδίκηση των δικών του κεκτημένων, έθεσε τον εαυτό του ως απλό εργάτη στην υπηρεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας και ανέλαβε την πνευματική στήριξη ενός καταταλαιπωρημένου λαού από την ανέχεια, την εγκατάλειψη και τους διαρκείς πολέμους. Χωριά και ενορίες ξεχασμένες από το Θεό και τους ανθρώπους τον δέχτηκαν με αγκαλιά ολάνοιχτη, ως έναν απλό ιεροκήρυκα. Ακόμη και τα πιο απομεμακρυσμένα χωριά της πατρίδας μας μιλούσαν για ένα απλό παπά, που, πεζός, περιόδευε εξυπηρετώντας πνευματικές και πρακτικές ανάγκες.
Όταν η πρόνοια του Θεού τον τοποθέτησε Διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής, ήταν ήδη σε θέση να γνωρίζει τις βαριές ευθύνες, για τις οποίες έπρεπε να προετοιμαστούν οι νέοι κληρικοί. Στον φωτισμένο του νου, το υλικό και το πνευματικό δεν ξεχώρισαν, όπως ποτέ αυτά τα δύο δεν ξεχώρισαν στην ορθόδοξη παράδοση. Γι΄ αυτό και θέλησε να προετοιμάσει τους μαθητές του να υπηρετήσουν τον συνολικό άνθρωπο. Άφωνοι έμειναν οι υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας, όταν ζήτησε να εγκαταστήσει μικρή μονάδα αγροτικής καλλιέργειας μέσα στη Ριζάρειο Σχολή. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να στείλει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας κληρικούς ικανούς να ανταποκρίνονται σε κάθε ανάγκη. Άφωνοι, όμως, έμεναν και οι μαθητές του, όταν τον έβλεπαν, στα παραπτώματά τους, μαζί με την μικρή ποινή που τους επέβαλλε, να υποβάλλει και τον δικό του εαυτό σε νηστεία και θερμή προσευχή, προκειμένου να ενεργοποιήσει, όχι την πειθαρχία, αλλά το φιλότιμο. Δήλωνε χαρακτηριστικά γέροντας κληρικός και παλιός μαθητής του: «Ποτέ δεν μπόρεσα να επιπλήξω άνθρωπο, χωρίς να πάρω μέρος της ευθύνης του λάθους του και να συμμετάσχω προσωπικά στην διόρθωσή του».
Τελευταίος σταθμός της ζωής του υπήρξε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στην Αίγινα. Αξιώθηκαν οι κάτοικοι αυτού του νησιού να γευτούν από εκείνον ευεργεσίες πολλές. Ένα ολόκληρο νησί κυριολεκτικά ακούμπησε επάνω του, για να βρει ανακούφιση σε πάμπολλα δεινά υλικής και πνευματικής φτώχειας. Μεγαλύτερη όμως ευεργεσία υπήρξε το γαλήνεμα των ψυχών, που έφερνε και ακόμη φέρνει ο λόγος και η ευλογία του. Η συνειδητή και επίμονη αφάνειά του, δεν μπόρεσε να κρύψει τις δωρεές που δέχτηκε από τον Θεό. Χιλιάδες άνθρωποι, πριν και μετά την κοίμησή του, γνώρισαν την θαυματουργική του δύναμη. Και αν αυτό αφορά προσωπικές εμπειρίες πίστεως, το πρότυπο του ηγέτη, που υπάρχει για να διακονεί και να αναλώνεται για το ποίμνιο και τον λαό του, του ηγέτη που την προσωπική του ολοκλήρωση την επιδιώκει όχι μέσα από ιδιοτέλεια και προβολή, αλλά από διαρκή προσφορά και προσωπική θυσία, το πρότυπο του ηγέτη που ανέδειξε η μορφή του Αγίου Νεκταρίου, αφορά σήμερα την κάθε είδους ηγεσία της πατρίδας μας και τον καθέναν από μας ξεχωριστά.
Το άνοιγμα προς πανανθρώπινα οράματα και μεγάλα ιδανικά, που, ειρήσθω εν παρόδω, συμπαρασύρουν και τους οικονομικούς δείκτες της κοινωνίας, απαιτούν ηγέτες με πολύπλευρη ωριμότητα, κυρίως, όμως, με διάθεση προσωπικής εμπλοκής στον Γολγοθά εκείνων που καλούνται να οδηγήσουν σε δρόμους και λύσεις.
Πηγή συνοδοιπορία
Η σημερινή ημέρα φέρνει στο προσκήνιο τη μορφή ενός εκκλησιαστικού ηγέτη, και μάλιστα της εποχής μας. Ενός ηγέτη, που σημάδεψε την εποχή του με το πνευματικό και μορφωτικό του έργο, κυρίως όμως με το ζωντανό παράδειγμα και την αγιότητά του. Στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου, η Εκκλησία, πριν μόλις εκατό χρόνια, ανανέωσε την πρότασή της προς την Ελληνική κοινωνία για μια ηγεσία δραστήρια, ευρηματική, ευαίσθητη στις ανάγκες των καιρών και συγχρόνως, ηγεσία ταπεινή, ώριμη πνευματικά και κυρίως συμπονετική.
Ο Άγιος Νεκτάριος υπήρξε επίσκοπος με απόλυτη συνείδηση της ευθύνης, που απέρρεε από την πνευματική ηγεσία, που είχε αναλάβει. Οι λαμπρές σπουδές του, τα χαρίσματά του και όλη του η θέληση επιστρατεύτηκαν, προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του. Είχε, όμως, και την σοφία να γνωρίζει πως όλα αυτά δεν αρκούν, εάν ο άνθρωπος δεν μεταβληθεί σε δέκτη ευαίσθητο, προκειμένου να ακούει και να νιώθει τις ανάγκες, που καλείται να υπηρετήσει. Γι΄ αυτό και η δράση του συνοδεύτηκε από προσωπικό πνευματικό αγώνα, που τον οδήγησε στην ικανότητα να αδιαφορεί για την εξουσία και τους τίτλους. Όταν, ήδη επίσκοπος, εκδιώχτηκε κατασυκοφαντημένος από το Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας, αντί να αναλωθεί στην διεκδίκηση των δικών του κεκτημένων, έθεσε τον εαυτό του ως απλό εργάτη στην υπηρεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας και ανέλαβε την πνευματική στήριξη ενός καταταλαιπωρημένου λαού από την ανέχεια, την εγκατάλειψη και τους διαρκείς πολέμους. Χωριά και ενορίες ξεχασμένες από το Θεό και τους ανθρώπους τον δέχτηκαν με αγκαλιά ολάνοιχτη, ως έναν απλό ιεροκήρυκα. Ακόμη και τα πιο απομεμακρυσμένα χωριά της πατρίδας μας μιλούσαν για ένα απλό παπά, που, πεζός, περιόδευε εξυπηρετώντας πνευματικές και πρακτικές ανάγκες.
Όταν η πρόνοια του Θεού τον τοποθέτησε Διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής, ήταν ήδη σε θέση να γνωρίζει τις βαριές ευθύνες, για τις οποίες έπρεπε να προετοιμαστούν οι νέοι κληρικοί. Στον φωτισμένο του νου, το υλικό και το πνευματικό δεν ξεχώρισαν, όπως ποτέ αυτά τα δύο δεν ξεχώρισαν στην ορθόδοξη παράδοση. Γι΄ αυτό και θέλησε να προετοιμάσει τους μαθητές του να υπηρετήσουν τον συνολικό άνθρωπο. Άφωνοι έμειναν οι υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας, όταν ζήτησε να εγκαταστήσει μικρή μονάδα αγροτικής καλλιέργειας μέσα στη Ριζάρειο Σχολή. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να στείλει σε κάθε γωνιά της Ελλάδας κληρικούς ικανούς να ανταποκρίνονται σε κάθε ανάγκη. Άφωνοι, όμως, έμεναν και οι μαθητές του, όταν τον έβλεπαν, στα παραπτώματά τους, μαζί με την μικρή ποινή που τους επέβαλλε, να υποβάλλει και τον δικό του εαυτό σε νηστεία και θερμή προσευχή, προκειμένου να ενεργοποιήσει, όχι την πειθαρχία, αλλά το φιλότιμο. Δήλωνε χαρακτηριστικά γέροντας κληρικός και παλιός μαθητής του: «Ποτέ δεν μπόρεσα να επιπλήξω άνθρωπο, χωρίς να πάρω μέρος της ευθύνης του λάθους του και να συμμετάσχω προσωπικά στην διόρθωσή του».
Τελευταίος σταθμός της ζωής του υπήρξε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στην Αίγινα. Αξιώθηκαν οι κάτοικοι αυτού του νησιού να γευτούν από εκείνον ευεργεσίες πολλές. Ένα ολόκληρο νησί κυριολεκτικά ακούμπησε επάνω του, για να βρει ανακούφιση σε πάμπολλα δεινά υλικής και πνευματικής φτώχειας. Μεγαλύτερη όμως ευεργεσία υπήρξε το γαλήνεμα των ψυχών, που έφερνε και ακόμη φέρνει ο λόγος και η ευλογία του. Η συνειδητή και επίμονη αφάνειά του, δεν μπόρεσε να κρύψει τις δωρεές που δέχτηκε από τον Θεό. Χιλιάδες άνθρωποι, πριν και μετά την κοίμησή του, γνώρισαν την θαυματουργική του δύναμη. Και αν αυτό αφορά προσωπικές εμπειρίες πίστεως, το πρότυπο του ηγέτη, που υπάρχει για να διακονεί και να αναλώνεται για το ποίμνιο και τον λαό του, του ηγέτη που την προσωπική του ολοκλήρωση την επιδιώκει όχι μέσα από ιδιοτέλεια και προβολή, αλλά από διαρκή προσφορά και προσωπική θυσία, το πρότυπο του ηγέτη που ανέδειξε η μορφή του Αγίου Νεκταρίου, αφορά σήμερα την κάθε είδους ηγεσία της πατρίδας μας και τον καθέναν από μας ξεχωριστά.
* στην εφημερίδα
"ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" (09/11/2013)