Σαρακοστή του 1955. Ό Αγιορείτης Πνευματικός βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να λειτουργήσει καί να εξομολογήσει τους Χριστιανούς. Πρώτη φορά στον τόπο, μα δεν ένιωθε ξένος. Τον στείλανε σε μια μικρή Εκκλησία στο Γαλατά όπου ξωμάχοι ναυτικοί καί προσκυνητές δικοί μας ήταν το μικρό ποίμνιο του Χριστού.
Να άνεβήτε πάνω, του είπε ό άνθρωπος του Ναού, είναι καί μερικοί ξένοι. Θέλουν να εξομολογηθούν. Είναι από μακριά.- Να “ναι ευλογημένο, έκαμε ό παππούς. Καί με τί γλώσσα θα μιλήσουμε με τούτους τους ξένους πού πέρα άπ” τα ελληνικά άλλα δεν ξέρω; «Ας είναι… έχει ό Θεός.»Αμα ανέβηκε, καμμιά δεκαριά χωρικοί περίμεναν στο μισοσκόταδο. Κι άμα τον άντίκρυσαν βαλαν μετάνοια στρωτή. Ό πιο μεγάλος του μίλησε με διάλεκτο Ποντιακή. Τα “χασε ό Γέροντας. «Είμαστε Χριστιανοί, πάτερ, από τον Πόντο κι ήρθαμε σήμερα να μας ξομολογήσεις καί να μας μεταλάβεις».- Να “ναι βλογημένο, είπε ό γέροντας,καί σκέφτηκε πώς ό Θεός όλα τα οικονομάει με χάρη αφού ό ϊδιος ό γέροντας γνώριζε την αρχαία λαλιά πού μιλούσαν τούτοι οι χωρικοί.Κι ό άνθρωπος συνέχισε· «Δεν άφήκαν οι Τούρκοι το χωριό μας τότε με την ανταλλαγή να φύγει για την Ελλάδα, γιατί τα νεφούζια μας (ταυτότητες) ήταν με ονόματα Τουρκικά. Στά φανερά το λοιπόν είμαστε Τούρκοι, μα στα κρυφά χριστιανοί καί «Ελληνες καί περιμένουμε να μας γλυτώσει ό Θεός από τη σκλαβιά. Στά φανερά λεγόμαστε Χασάν καί Μεμέτ, μα τα πραγματικά μας ονόματα είναι Παναγιώτης καί Γιώργης. Καί σε υπόγειες εκκλησιές γιορτάζουμε το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγιάς, μόνοι δίχως παπά. Πρίν την ανταλλαγή παίρναμε παπά από γειτονικά χριστιανικά χωριά καί μας βάφτιζε, μας στεφάνωνε καί μας λειτουργούσε. Τώρα τριάντα χρόνια καί δεν έχουμε ακούσει από χείλη παπά το «Χριστός Ανέστη». Καί θάβουμε τους δικούς μας αδιάβαστους καί τα παιδιά μας είναι άβάφτιστα, καί μετά παντρεύονται χωρίς παπά.Ό Πνευματικός τ άκουγε σαστισμένος καί του φαινόταν ότι διάβαζε συναξάρι της εποχής του Διοκλητιανού, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του. «Αμα συνήλθε κάλεσε το γεροντότερο καί του είπε να πάρει από το παγκάρι τόσα κεριά όσες ψυχές είναι στο χωριό τους καί να μοιράσει σ” όλους από μια δέσμη. Ύστερα ασφάλισε τις πόρτες από μέσα κι άρχισε να ψάλλει τον Κανόνα του Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης». Φόρεσε τα λευκά άμφια καί βγήκε άπ” την Ωραία Πύλη μ” αναμμένη λαμπάδα καί με φωνή τρεμάμενη είπε «Δεύτε λάβετε φως». Αφού διάβασε το Β” έωθινό έψαλλε το «Χριστός Ανέστη». Όλοι τους αγκαλιάστηκαν και μόνο έκλαιγαν. Ό γέροντας πήρε στα χέρια του ένα παιδί κι άρχισε καί κείνος να κλαίει χωρίς σταμάτημα.- Πάτερ, να “χουμε την ευχή σου, κάτι ακόμα, ξανάπε ό μεγαλύτερος· τα παιδιά μας, παππούλη, είναι άβάφτιστα.»Εμειναν σύμφωνοι καί το βράδυ ό γερο-Πνευματικός,έκανε μυστικά τη βάφτιση των παιδιών. Ύστερα τα έβαλαν να κοιμηθούν κι οι μεγάλοι ξημερωθήκανε στο ναό. Τους ξομολόγησε ό γέροντας, τους έκαμε εύχέλαιο καί παράκληση καί ένόσω διάβαζε εκείνος,έψαλλαν γονατιστοί το «Κύριε έλέησον» καί «Παναγία Θεοτόκε σώσον ημάς».Μετά ζήτησε σε όλους τα κεριά την ήμερα του Πάσχα να τα δώσουν σε όλους στο χωριό καί να τ” ανάψουν βαπτισμένοι καί άβάπτιστοι καί να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη». Καί όσοι είναι βαπτισμένοι να μεταλάβουν από την Αγία Κοινωνία πού θα τους δώσει να πάρουν μαζί τους.»Υστερα τέλεσε τη λειτουργία καί τους μετέλαβε όλους, πρώτα τα νεοφώτιστα, τις γυναίκες ύστερα κι έπειτα τους άνδρες. Όλα έγιναν εντάξει.»Οταν τέλειωσαν, οι πιστοί κύκλωσαν τον πατέρα τους καί δεν θέλαν να τον αφήσουν. Θρήνος καί όδυρμός για την καινούργια ορφάνια. Το πλοϊο της γραμμής σφύριζε κι έπρεπε να φύγουν.- Σέ παρακαλούμε, παππούλη, να μας μνημονεύεις να “χουμε την ευχή σου.- Να πείτε τις ευχές μου στους χριστιανούς. Να “ναι καλά καί να πιστεύουν στο Θεό καί την Ελλάδα μας. Δεν θα σας λησμονήσω ποτέ. Ό Θεός να σας ευλογεί.Καί πώς να λησμονήσει ό γέροντας τα δάκρυα πού βρέξαν τα χέρια του όταν προσευχόταν στο Θεό με τούτα τα λόγια. «Μνήσθητι της ταλαιπωρίας των πτωχών καί του στεναγμού των πενήτων».(Ελεύθερη διασκευή από το κείμενο του μακαριστού γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου "περί της τραγωδίας των Κρυπτοχριστιανών"
του π. Εφραίμ Παναούση)