Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, μᾶς λέγει πῶς ὁ Χριστός θεράπευσε ἕνα ἐκ γενετῆς τυφλό.
Ὅταν τόν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι, νά εἶναι ὥριμος πιά ἄνθρωπος ἐκ γενετῆς τυφλός, ρώτησαν τόν Χριστό:
-Ποιός ἁμάρτησε, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του; Γιατί γεννήθηκε τυφλός; Ποιός φταίει;
Ὁ Χριστός τούς ἔδωσε μία ἀπάντηση πού μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους πολύ. Τούς εἶπε:
-Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς
αὐτοῦ. Τυφλός γεννήθηκε γιά νά φανερωθοῦν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ «ἐν αὐτῷ».
Γιά νά μπορέσουμε νά μελετήσουμε, νά καταλάβουμε πῶς δουλεύει ὁ Θεός.
Πηγή : Φανερωμένη Χολαργού
Τί ἤθελε νά πεῖ μέ τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός;
Εἶσαι σέ λάθος δρόμο, ὅταν βλέπεις ἕναν
ἄνθρωπο νά ὑποφέρει καί σύ κάθεσαι καί μετρᾶς, ποιός ἁμάρτησε καί πόσο
ἁμάρτησε, γιά νά βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή.
Ὁ σωστός δρόμος εἶναι νά λές:
«Τί θέλει νά μᾶς δείξει ὁ Θεός μέ τό γεγονός αὐτό; Τί θέλει νά μᾶς ἀποκαλύψει; Ποῦ πρέπει νά στραφεῖ ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας;»
Καί ὄχι νά ἐξετάζουμε τούς ἄλλους, γιά
νά χειροτερεύσουμε πνευματικά, βάζοντας πάνω στά λόγια μας καί μέσα στήν
καρδιά μας, κακία καί ἐγωκεντρισμό. Ἀλλά νά προσπαθοῦμε νά μελετήσουμε
τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ καί τό χρέος στό ὁποῖο μᾶς σπρώχνει.
Ξόδεψε γιά μᾶς
Ἄς προσέξουμε μιά ἱστορία, πού ἴσως μᾶς
βοηθήσει νά καταλάβουμε τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά τόν τυφλό καί γιά μᾶς.
Μιά φτωχή γυναίκα μπῆκε σ’ ἕνα κατάστημα. Ἤθελε νά πάρει ἕνα ζευγάρι
μαλακά παπούτσια. Τά βρῆκε ὅπως τά ἤθελε. Ἀλλά ὅταν ρώτησε τήν τιμή,
ἵδρωσε. Γιατί εἶχε πολύ λιγότερα λεφτά. Καί εἶπε μέ ἐντροπή:
-Δέν ἔχω τόσα χρήματα. Δέν μπορῶ νά τά πάρω.
-Πᾶρε κανένα ἄλλο εἶδος, τῆς εἶπε ὁ πωλητής, πιό φτηνό.
Ἐκείνη ὅμως τήν στιγμή, στεκόταν ἐκεῖ
ἕνας ἄνθρωπος καί βλέποντας τόν πόνο της, πού δέν μποροῦσε νά πάρει
παπούτσια κατάλληλα γιά τήν κατάστασή της, ἔκανε νόημα στόν πωλητή.
-Ἐγώ πληρώνω.
Τοῦ ἔδωσε κρυφά τά χρήματα καί ἐξαφανίστηκε.
Ἀμέσως ὁ πωλητής, τῆς πρόσφερε τά παπούτσια, χωρίς νά πληρώσει δεκάρα. Τά πῆρε ἡ φτωχή καί ἔφυγε χαρούμενη.
Κάτι τέτοιο ἔκανε ὁ Χριστός ὅταν
συνάντησε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τοῦ χάρισε ἐκεῖνο πού μόνος του δέν
μποροῦσε νά τό ἀποκτήσει καί ἔφυγε χωρίς νά πεῖ λέξη.
Ἔτσι λέει ὁ Χριστός πρέπει νά κάνουμε τό καλό καί ἐμεῖς.
Αὐτό εἶναι τό δίδαγμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Ἄς δοῦμε πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία.
Ὅταν ὁ Χριστός συνάντησε τόν τυφλό,
ἔφτυσε στή γῆ καί ἀνακάτεψε τό σάλιο μέ λίγο χῶμα. Πῆρε τή λάσπη καί τήν
ἔβαλε στά μάτια τοῦ τυφλοῦ. Καί χαϊδεύοντάς τον στοργικά τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε καί νίψου στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Θά λέγαμε σήμερα, σέ μιά βρύση, σέ μιά
πηγή πού εἶναι ἔξω ἀπό μία Ἐκκλησία. Σέ ἕνα ἁγίασμα. Σηκώθηκε ὁ ἄνθρωπος
καί ρώτησε, δεξιά-ἀριστερά, γιατί ὁ Χριστός ἔφυγε, ποιός εἶναι αὐτός
πού του ἔκανε ὅλη αὐτή τήν σκηνή.
-Ἕνας Ἰησοῦς, τοῦ εἶπαν. Ἰησοῦς εἶναι τό ὄνομά του.
Ἔπειτα πῆγε ὁ τυφλός, νίφτηκε καί γύρισε. Ἀλλά ὅταν γύρισε τά μάτια του ἄνοιξαν καί ἔβλεπε καλά.
Γιατί ἄνοιξαν;
Πρῶτα ἀπ' ὅλα γιατί τό ἤθελε ὁ Χριστός.
Τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντοδύναμο. Γιατί εἶναι Θεός καί δημιουργός
ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτός τόν κρατεῖ, καί αὐτός τόν κάνει κάθε φορά ὅτι
θέλει. Αὐτός τόν ἔφτειαξε καί αὐτός τόν ξαναφτειάχνει ὅπως θέλει.
Ἀλλά τά τυφλά μάτια, ἄνοιξαν καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο.
Ὁ τυφλός ὅταν ἄκουσε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ,
πίστευσε. Ἔκανε ὑπακοή σ’ ἐκεῖνα πού ὁ Χριστός τοῦ εἶπε. Πῆγε, ὅσο καί
ἄν ἦταν δύσκολο, στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί πλύθηκε. Ὅπως τοῦ τό
εἶχε πεῖ καί τοῦ τό εἶχε ὁρίσει ὁ Χριστός.
Τί θέλει νά μᾶς πεῖ αὐτό;
Βλέπουμε καθημερινά πολλά καλά
παραδείγματα, ζωντανές διδασκαλίες, ἀπό ἁγίους ἀνθρώπους. Διαβάζουμε
ἀκόμη ὑπέροχες διδαχές ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ναί, ἀκοῦμε. Ἀλλά τό ζητούμενο εἶναι: ὑπακοῦμε; Φροντίζομε νά τηρήσομε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ;
Ἤ κάνουμε ἕνα μορφασμό καί συνεχίζουμε
τόν δρόμο μας, χωρίς καθόλου νά μᾶς ἀγγίξει καί χωρίς νά κάνουμε τίποτε
γιά νά τόν τηρήσουμε;
Κύριοι καί ἀφεντικά
Τί ἀκούσαμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα;
(Πράξ. 16, 16-34). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ τόν Σίλα, βρέθηκαν στή φυλακή
γιατί κήρυτταν τόν Χριστό. Καί μέσα στή φυλακή, καθώς ἦταν γεμάτοι
πληγές καί τούς εἶχαν ζώσει μέ ἁλυσίδες καί ξύλα, ἐκεῖνοι προσεύχονταν
καί ἔψαλλαν. Ἄς ἦταν σ’ αὐτή τήν κατάσταση.
Γιατί προσεύχονταν καί ἔψαλλαν τά μεσάνυχτα, στή φυλακή;
Γιατί ἀντιμετώπιζαν σωστά τήν δοκιμασία
τους καί ἔλεγαν: «Τόν κόσμο τόν κυβερνᾶ ὅπως θέλει ὁ Θεός. Χρέος μας
εἶναι νά καταλαβαίνουμε τί μᾶς λέει ὁ Θεός, καί τί θέλει νά κάνει».
Ἐνῶ προσεύχονταν, ἔγινε σεισμός στή
φυλακή, ἄνοιξαν οἱ πόρτες καί λύθηκαν τά δεσμά. Ἔφυγαν ἀπό τά χέρια καί
ἀπό τά πόδια τῶν φυλακισμένων οἱ ἁλυσίδες.
Ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας καί σκέφτηκε:
-Πάει φύγανε, θά μέ ἐκτελέσουν αὔριο.
Καί ἤθελε νά αὐτοκτονήσει.
-Μή τοῦ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μή.
Τότε ἔγινε ἐκεῖνο τό ἐκπληκτικό. Ὁ δεσμοφύλακας, τούς εἶπε:
-Ἀφεντικά μου. Κύριοι!
Ποιούς; Τούς δεμένους, τούς
φυλακισμένους. Τούς λέει «κύριοι». Πῶς φέρονταν τότε στούς κρατουμένους;
Ἀπαίσια. Δύσκολο νά τό φαντασθοῦμε.
Μά τώρα ὁ δεσμοφύλακας, τούς λέει:
-Κύριοι, τί νά κάνω;
Τούς πῆγε στό σπίτι του καί βαφτίστηκε. Ἔγινε χριστιανός.
Καί ἐμεῖς μέσα στά προβλήματά μας, πρέπει νά μελετᾶμε, τί μᾶς λέει ὁ Θεός.
Πῶς ἔρχεται ἡ τύφλωση
Ἄς ἐπανέλθουμε στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Ὅταν ὁ τυφλός θεραπεύτηκε, ἄναψαν οἱ συζητήσεις:
-Αὐτός δέν εἶναι πού γεννήθηκε τυφλός;
Τόσα χρόνια τόν ξέραμε τυφλό; Πῶς τώρα βλέπει; Δέν εἶναι αὐτός ὁ
συγχωριανός μας, ὁ γνωστός μας;
-Μπᾶ, κάποιος ἄλλος θά εἶναι, θά τοῦ μοιάζει. Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔγινε καλά; Μά ὄχι, ὄχι. Αὐτός εἶναι.
-Σύ εἶσαι; Τόν ρωτοῦν.
-Ἐγώ εἶμαι.
Τελεία καί παῦλα τό θέμα γιά τούς χωριανούς, γιατί τά πράγματα ἦταν ξεκάθαρα.
Κατέφθασαν ὅμως οἱ φαρισαῖοι.
-Τί συμβαίνει μέ σένα; Ἔγινες καλά;
-Ἔγινα καλά.
-Ποιός σ’ ἔκανε καλά. Ἡμέρα Σάββατο σέ θεράπευσε; Ἁμαρτία!
Ἔτσι τό ἔβλεπαν, γιατί εἶχαν μέσα τους κακία καί ἄς φαίνονταν εὐσεβεῖς. Δέν ἤθελαν νά δοῦν καλό, ἀντίθετο στίς ἰδέες τους.
- Θεραπεύτηκες Σάββατο; Ἁμαρτία εἶναι! Δέν κάνει.
Ἀναφέρεται σέ μιά ἱστορία: Κάποια μέρα,
ἐνῶ ἦταν μιά οἰκογενειακή γιορτή, ἡ νοικοκυρά δούλευε πολύ. Ξαφνικά,
ἐμφανίσθηκε μπροστά της ἡ πεθαμένη κόρη της, χαιρέτησε τήν μητέρα της
καί τῆς εἶπε:
-Γειά σου μητέρα, τί κάνεις;
Ἡ μάνα τήν γνώρισε καί τῆς εἶπε:
-Πῶς περνᾶς ἐκεῖ πού εἶσαι; Εὐτυχισμένη;
-Καλά εἶμαι ἐγώ. Ἐσεῖς δέν εἴσαστε καλά, γιατί εἴσαστε τυφλοί. Εἶμαι πολύ λυπημένη, γιατί βλέπω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι τυφλοί.
-Γιατί εἶναι τυφλοί;
-Γιατί δέν ψάχνουν νά δοῦν τό φῶς. Καί δέν θέλουν νά δοῦν τό φῶς.
Παράξενα λόγια, τά ὁποῖα ὅμως ἔχουν μεγάλη σημασία. Γιατί δέν θέλω νά δῶ τό φῶς;
Λέει ἕνας σοφός τῆς σύγχρονης ἐποχῆς:
«Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν τοῦ ἀρέσει
τό φῶς καί δέν τό θέλει τό φῶς. Ἀλλά νά, βρίσκεται στό σκοτάδι. Στό
νοητό σκοτάδι. Πῶς γίνεται;
Φαντασθεῖτε ἕνα παιδί στά νειάτα του, μέ
πολύ ὀξεία ὅραση. Πού βλέπει μακρυά καί καθαρά. Παίρνει ἕνα πανάκι
διαφανές, τό βάζει μπροστά στά μάτια του, ἀλλά ἐξακολουθεῖ καί βλέπει
γιατί τό πανάκι, λίγο ἐμποδίζει. Κάτι ἐλάχιστο. Παίρνει ἕνα ἄλλο λιγάκι
πιό παχύ. Τό βάζει πάλι μπροστά στά μάτια του. Τώρα κάτι χαλᾶ ἀπό τήν
καθαρότητα. Βλέπει λιγότερο.
Παίρνει ἕνα ἄλλο πανί, τό βάζει μπροστά του, βλέπει ἀμυδρά.
Τέλος παίρνει ἕνα χονδρό μαῦρο πανί, τό βάζει μπροστά του καί δέν βλέπει καθόλου.
Τί σημαίνουν αὐτά τά πανάκια; Λέει αὐτός ὁ σοφός ψυχολόγος, ἀναλυτής τῆς πορείας τοῦ κακοῦ μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου:
Κάθε πανάκι εἶναι ἕνας συμβιβασμός καί
ἕνας ὠχαδερφισμός. Στόν πρῶτο συμβιβασμό ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ καί
βλέπει. Στόν δεύτερο βλέπει ἀμυδρά. Στόν τρίτο σκοτεινά. Ἅμα συνεχίσει
καί κάνει συμβιβασμούς, βάζει κάθε τόσο ἀπό ἕνα τυφλοπάνι μπροστά στά
μάτια του. Καί καταντάει στό τέλος, νά μήν βλέπει. Ὄχι βέβαια σωματικά.
Νά μήν βλέπει πνευματικά σωστά».
Ἀξιοποίησε τή ζωή σου
Γιατί ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο;
Γιά νά μᾶς δείξει, τί ἔχει ἀξία στόν κόσμο.
Τί ἀξία ἔχουν τά καλά ἔργα.
Τί ἀξία ἔχουν τά καλά αἰσθήματα.
Τί ἀξία ἔχει ἡ πίστη.
Τί ἀξία ἔχει ἡ προσευχή καί ἡ λατρεία.
Τί ἀξία ἔχει ἡ νηστεία.
Γιά νά μᾶς πεῖ, ὅτι ἄν φροντίζουμε γιά
ἐκεῖνα πού εἶναι γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων
ἀνθρώπων καί γιά τόν ἁγιασμό τόν δικό μας, γιά τήν ἐξύψωσή μας, τότε
παύουμε νά εἴμαστε μόνο σάρκα, πού μία μέρα θά πεθάνει καί θά μπεῖ στόν
τάφο καί θά λειώσει...
Καί ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει χρέος, νά
θυμᾶται καί νά καταλαβαίνει ὅτι εἶναι τέκνο τοῦ Θεοῦ, ψυχή αἰώνια.
Ἄνθρωπος πού θά ἀναστηθεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει καθένας, αὐτά τά πράγματα νά τά
προσέχει καί νά τά ἐκτιμᾶ. Νά μήν τά ὑποτιμᾶ. Ὅσο τά ὑποτιμᾶ, ἔστω καί
λίγο -τό λίγο εἶναι τό διαφανές πανάκι- θά ρθεῖ καί τό βαρύτερο.
Τότε θά λέει ὁ ἄνθρωπος: «Μία ζωή τήν ἔχουμε καί ἄν δέν τήν γλεντήσουμε, τί θά καταλάβουμε καί τί θά καζαντήσουμε».
Καί θά νομίζει πῶς ζώντας ἔτσι,
καταφρονώντας τήν ψυχή του καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καζαντάει. Καί
μετά; Μετά ἔρχεται τό φιάσκο καί ἡ ἀπογοήτευση, γιατί βρίσκεται κάπου
πολύ ἄσχημα.
Ἀληθινός θεολόγος
Εἶπαν οἱ φαρισαῖοι στόν τυφλό:
-Λάθος μᾶς τά λές.
Γιατί τοῦ ἔλεγαν «λάθος»; Γιατί εἶχαν
μέσα τους κακίες.Δέν ἤθελαν τήν ἀγάπη, οὔτε νοιάζονταν γιά τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ. Τόν ἑαυτό τους κοίταζαν.
-Λάθος. Δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό αὐτός πού σέ γιάτρεψε.
-Σωπᾶτε βρέ παιδιά. Πῶς θἄκανε τέτοιο
πράγμα, ἄν δέν ἦταν ἀπό τόν Θεό; Μπορεῖ κανείς νά γιατρέψει μάτια. Καί
μάλιστα ἐκ γενετῆς τυφλοῦ;
-Ἐσύ τί λές γι' αὐτόν;
-Ἐγώ λέω πῶς εἶναι προφήτης. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ τό ἔκανε.
Τόν ὀνείδισαν, τόν κυνήγησαν, τόν περιφρόνησαν, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἄλλαξε γνώμη.
Μετά ἀπό λίγο εὑρίσκεται στό ναό. Στήν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε νά εὐχαριστήσει τόν Θεό.
Τόν βρίσκει ἐκεῖ ὁ Χριστός καί τόν ρωτᾶ:
-Τί γνώμη ἔχεις γι' αὐτόν πού σέ ἔκανε καλά; Γιά τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου; Τόν πιστεύεις;
Ἀπάντησε:
-Ποιός εἶναι Κύριε, γιά νά τοῦ ἐκδηλώσω καί ἐγώ τά αἰσθήματά μου; Τήν πίστη μου;
Λέει ὁ Χριστός:
-Ἐγώ εἰμι. Ἐγώ εἰμι.
Καί ἐκεῖνος ἀμέσως «προσεκύνησεν αὐτόν».
Τί σημαίνει «τόν προσκύνησε»; Τό παραδέχθηκε καί τόν ὁμολόγησε ὅτι
εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός καί σωτήρας μας.
Νά βλέπομε τίς μεγάλες εὐκαιρίες
Πότε ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου;
Ὅταν τά ἔχει ἀνοικτά, νά βλέπει τόν Θεό,
τήν ψυχή του, τήν αἰώνια ζωή. Καί ὅλα ἐκεῖνα πού βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά
καταλαβαίνει τά πέρα ἀπό τή ζωή αὐτή, τά πέρα ἀπό τό σῶμα, τά ἔξω ἀπό
τόν κόσμο, δηλαδή τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημά του τό ἅγιο.
Ὑπάρχει τύφλωση σωματική. Τήν βλέπουμε καί τήν καταλαβαίνουμε ὅλοι.
Ὑπάρχει καί τύφλωση πνευματική. Μερικές
φορές, ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν τύφλωση τήν πνευματική καί δέν
καταλαβαίνουν τά περί τοῦ Θεοῦ, νομίζουν τόν ἑαυτό πιό ἔξυπνο καί
κοροϊδεύουν ἐκείνους πού πιστεύουν στό Θεό.
Λένε ὅτι εἶναι ἀνόητοι, γιατί χάνουν μέσα ἀπό τά χέρια τους, τίς εὐκαιρίες νά «ζήσουν τή ζωή τους».
Ἀλλά ἄν εὐκαιρία εἶναι νά μή χάσεις
πέντε πεντάρες, μιά διασκέδαση καί ἕνα φαΐ Τετάρτη ἤ Παρασκευή, γιά
φανταστεῖτε τί εὐκαιρία πού χάνει, ἐκεῖνος πού χάνει τήν αἰώνια ζωή, τόν
Παράδεισο καί τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἕνας σοφός τῶν ἡμερῶν μας, λέει:
«Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ ἐλπίδα, βλέπει πολύ πιό μακρυά ἀπό τούς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ ἀγάπη βλέπει πολύ πιό βαθειά ἀπό τούς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ πίστη, τά βλέπει
ὅλα μέ ἕνα φῶς, ἐντελῶς διαφορετικό, (ἀπό τό συνηθισμένο φῶς) πολύ πιό
φωτεινό, πολύ πιό καθαρό».
Ὅποιος πάνω σ’ αὐτά δέν προβληματίζεται,
κάνει κάθε μέρα συμβιβασμούς, πού τοῦ τυφλώνουν τά μάτια. Μακάρι νά μήν
εἶχε μάτια καί νά ἦταν στραβός, σωματικά στραβός, παρά ὁ ἄνθρωπος νά
καταντᾶ νά γίνεται πνευματικά στραβός.
Γιατί λοιπόν γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος πού ἀκούσαμε στό εὐαγγέλιο τυφλός;
Ὄχι γιά νά βροῦμε εὐκαιρία νά τόν
βρίσουμε, καί νά γίνομε ἔτσι χειρότεροι. Ἀλλά γιά νά μελετήσουμε, νά
δοῦμε, νά καταλάβουμε, τί θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Θεός.
Μέ τόν κάθε δυστυχισμένο, ὁ Θεός μᾶς λέει· ἀγάπη καί καλωσύνη.
Μέ τόν κάθε χαρούμενο, συνιστᾶ· ὄχι
φθόνο, ὄχι κακία. Καί μέ τό κάθε τί πού γίνεται νά λέμε: «Ὅλα καλά. Ἀλλά
καλύτερος ὁ Χριστός καί καλύτερη ἡ αἰώνια Βασιλεία του».
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά σκεπτόμαστε σωστά, πνευματικά, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.