Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος»,
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας
Μεγάλη Δευτέρα
Πηγή : Μυριόβιβλος
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Ἀλληλούϊα.
Ἀπὸ τὴν προχωρημένη νύχτα εἶναι ξάγρυπνο τὸ πνεῦμα μου, στραμμένο σ' ἐσένα ὁ Θεός, γιατί τὰ προστάγματά σου εἶναι φῶς καθοδηγητικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν ἐπάνω στὴ γῆ. Δοξολογεῖτε τὸ Θεό.
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα• ἀνάξιὸς δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε, οὗν ψυχή μου μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς• ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, προστασίαις τῶν Ἀσωμάτων, σῶσον ἡμᾶς».
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει• ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας• Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς• σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
«Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ• Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι• ὁ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ δρακὶ περιέχων καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον».
Τὰ πάθη (τοῦ Κυρίου) τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα (ἡ Μ. Δευτέρα) προβάλλει μὲ λαμπρότητα στὸν κόσμο σὰν φῶτα σωτήρια καὶ λυτρωτικά. Διότι ὁ Χριστὸς σπεύδει πρόθυμα νὰ ὑποστεῖ τὸ πάθος ἀπὸ ἀγαθότητα. Αὐτός, ποὺ περικλείει τὰ σύμπαντα στὴν παλάμη του, καταδέχεται νὰ κρεμαστεῖ στὸ ξύλο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὗν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ἄσμασιν• ὁ γὰρ κτίστης ἔρχεται σταυρὸν καταδέξασθαι, ἐτασμοὺς καὶ μάστιγας, Πιλὰτῳ κρινόμενος• ὅθεν καὶ ἐκ δούλου ραπισθεὶς ἐπὶ κόρρης, τὰ πάντα προσίεται, ἵνα σώση τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο βοήσωμεν• Φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων δώρησαι τὴν ἄφεσιν τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τὰ ἄχραντα πάθη σου».
Τὴν ἔναρξη τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ σημερινὴ ἡμέρα προβάλλει μὲ λαμπρότητα. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅσοι ἀγαπᾶτε τὶς γιορτές, νὰ προϋπαντήσουμε μὲ ᾄσματα (τὸν Κύριο). Διότι ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων ἔρχεται νὰ ὑποστεῖ τὸ σταυρικὸ θάνατο, νὰ ἀνακριθεῖ (σὰν κακοῦργος) καὶ νὰ μαστιγωθεῖ, δικαζόμενος ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Ἔτσι, δεχτεῖς ράπισμα στὸ πρόσωπο ἀπὸ δοῦλο, ὅλα τὰ ὑπομένει γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Γιαυτὸ ἂς φωνάξουμε• φιλάνθρωπε Χριστὲ ὁ Θεός, χάρισε τὴν ἄφεση τῶν πταισμάτων σ' αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη προσκυνοῦν τὰ ἄχραντα πάθη σου.
«Διακονῆσαι αὐτὸς ἐλήλυθα, οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργὸς ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ, ὁ πλουτῶν θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ ψυχὴν ἀντίλυτρον ὁ ἀπαθὴς θεότητι».
Ἐγώ, ὁ τέλειος Θεός, ἔχω ἔλθει στὴ γῆ γιὰ νὰ ὑπηρετήσω αὐτόν, τοῦ ὁποίου τὴ μορφὴ φέρω ὡς Πλαστουργὸς μὲ τὴ θέλησή μου, δηλαδὴ τὴ μορφὴ τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ πτώση τοῦ πτώχευσε ἀπὸ τὰ θεῖα του χαρίσματα. Παρόλο ποὺ εἶμαι ἀπαθὴς Θεός, ἦλθα γιὰ νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου ὡς λύτρο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ παραβάτη.
«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ• λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
Τὸ νυφικό σου θάλαμο βλέπω, Σωτῆρα μου, στολισμένο καὶ δὲν ἔχω ἔνδυμα γιὰ νὰ εἰσέλθω σ' αὐτόν• κάνε σύ, Κύριε, ποὺ χορηγεῖς τὸ φῶς, λαμπρὴ τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσε μὲ (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία).