το μεγαλείο της ψυχής των Ελληνίδων…από την Μάχη της Κρήτης
(από παλιό αναγνωστικό)
Δύο λυγερόκορμες Κρητικοποῦλες ἐστέκοντο ἴσιες σὰν λαμπάδες μπροστὰ στὸ Γερμανὸ διοικητὴ τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν. Ἦσαν κι οἱ δύο ψηλές, λιγνές, ἀλλὰ γεροδεμένες, μελαχροινές, μὲ ἔντονα χαρακτηριστικά, εἴκοσι δύο ἕως εἴκοσι πέντε χρόνων. Κι ἐφοροῦσαν ἀνδρικὲς κρητικὲς βράκες καὶ ψηλὰ ὑποδήματα. Ἦσαν ἀδελφές. Ἀρετὴ ὠνομαζόταν ἡ μεγαλύτερη κι Ἐλευθερία ἡ μικρότερη. Εἶχαν πιασθῆ αἰχμάλωτες σὲ μία συμπλοκὴ κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Μάλεμε στὴ μάχη τῆς Κρήτης. Κι ἡ διαταγὴ ἦταν: Ὅσοι ἔνοπλοι πολῖται συνελαμβάνοντο αἰχμάλωτοι νὰ τουφεκίζωνται « ἐπὶ τόπου ».
Δὲν ἐμιλοῦσε ὅμως ἡ διαταγὴ καθόλου γιὰ γυναῖκες. Κι οἱ δύο ἀδελφὲς εἶχαν πιασθῆ, ἀφοῦ ἐπολέμησαν σὰν τὰ καλύτερα παλληκάρια, ὡπλισμένες μὲ δύο παλαιοὺς γκράδες. Στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἔπεσαν μόνον ἀφοῦ τοὺς ἔστειλαν μὲ ἀλάθευτο μάτι καὶ τὴν τελευταία τους σφαῖρα. Καμμία προφύλαξι δὲν ἐπῆραν σ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς φονικῆς συμπλοκῆς. Οἱ σφαῖρες ὧρες ὁλόκληρες ἐπερνοῦσαν γῦρό τους σὰν μέλισσες, χωρὶς ὅμως νὰ τὶς ἐγγίξουν καθόλου.
Πηγή : Αντέχουμε
——————————————————–
.
Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Σφακιῶν. Τὸν πατέρα τους τὸν εἶχαν χάσει στὸ προηγούμενο πόλεμο. Τὰ δύο ἀδέλφια τους, ὁ Μανώλης κι ὁ Γιῶργος, εἶχαν ἐπιστρατευθῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κι εἶχαν πάει στὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους ἔδειξαν ἄλλη μία φορὰ στὸν κόσμο τί ἀξίζει τὸ κρητικὸ τουφέκι. Ποῖος ἤξερε τί νὰ ἀπέγιναν ὕστερα ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ὑποδούλωσι καὶ τὴ διάλυσι τοῦ στρατοῦ μας! Τάχα νὰ ἐζοῦσαν; Ἡ χήρα μητέρα κι οἱ ὀρφανὲς ἀδελφές τους ἐπερνοῦσαν ἡμέρες ἀγωνίας.
Ἀντὶ νὰ ἔλθῃ στὶς πονεμένες γυναῖκες κάποια εἴδησις γιὰ τὴν τύχη τῶν ἀγαπημένων τους, ξαφνικὰ ἕνα πρωῒ ἕνα τρομερὸ μήνυμα συνετάραξε ὅλη τὴν Κρήτη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη: Πολλὰ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα ἔρριχναν χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστὰς γύρω στὰ ἀεροδρόμια καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Οἱ λίγοι Ἕλληνες στρατιῶται, μὲ τὴ βοήθεια ὅσων Ἄγγλων, Αὐστραλῶν καὶ Νεοζηλανδῶν εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, τοὺς ἀντιμετώπιζαν ἀδείλιαστα στὸν ἄνισον ἀγῶνα. Μὰ τὰ ἀεροπλάνα ὅλο καὶ ἐπλήθαιναν σὰν κοπάδια ὄρνια, ποὺ ὀσμίζονται πλούσιο κυνήγι.
Ἀλλὰ κι οἱ στρατιῶται δὲν ἀπόμειναν μόνοι νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Κρήτη. Λὲς καὶ κάποια μαγικὴ σάλπιγγα ἐσήμανε γενικὸ συναγερμὸ στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Γέροι ἀσπρομάλληδες καὶ παιδιὰ ἀμούστακα ἅρπαξαν ὅ,τι μισοσκουριασμένο τουφέκι ἡ μαχαίρι εὑρισκόταν στὸ σπίτι τους κι ἔτρεξαν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὸν πιὸ τέλειο στρατό, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὣς τότε ὁ κόσμος. Τότε ἐπετάχθηκαν στὴ μέση καὶ πολλὲς Κρητικοποῦλες ὡπλισμένες. Κανεὶς δὲν ἠθέλησε νὰ τὶς ἐμποδίσῃ.
.
– Μαννούλα, τὴν εὐχή σου!…
Κι ἔσκυψαν νὰ φιλήσουν τὸ χέρι της οἱ δύο λεβεντοκόρες. Εἶχαν φορέσει τὶς τιμημένες κρητικὲς στολὲς τοῦ παπποῦ τους, τοῦ φημισμένου καπετὰν – Μανώλη, καὶ τοῦ πατέρα τους, ποὺ τὶς ἐφύλαγαν στὰ βάθη τοῦ σεντουκιοῦ, ἀκριβὰ οἰκογενειακὰ κειμήλια. Στὰ χέρια τους ἐκρατοῦσαν τοὺς δύο παλιοὺς γκρᾶδες τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὰ στήθη τους εἶχαν περάσει σταυρωτὰ τὰ φυσεκλίκια.
Ἡ χαροκαμμένη μητέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐξαφνιάστηκε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα. Κι ἀμέσως, χωρὶς νὰ δείξῃ τὴν παραμικρὴ ταραχή, ἄνοιξε διάπλατα τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὶς ἐφίλησε στὰ πυρωμένα μάγουλά τους.
– Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ!… Καὶ κοιτάξετε νὰ μὴ ντροπιάσετε τὴ γενιά σας.
Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια, ἔτρεξαν νὰ προφθάσουν τοὺς ἄλλους χωριανοὺς πολεμιστάς ποὺ ἐκατηφόριζαν. Καὶ μόνο σὰν τὶς ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια της ἐδάκρυσεν ἡ μητέρα.
– Ἄχ! γιατί νὰ μὴν ἔχω κι ἐγὼ τὰ νιᾶτά σας νὰ ἔλθω μαζί σας, ἐμουρμούρισε μὲ παράπονο.
——————————————————————–
.
– Ξέρετε ποία εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τοὺς πολῖτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ κτυποῦν τὸ γερμανικὸ στρατό; ἐρώτησε τὶς αἰχμάλωτες ὁ Γερμανὸς διοικητής. Ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης ἔκανε τὸ διερμηνέα.
– Τὴν ξέρομε. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἀπάντησε μὲ σταθερὴ φωνὴ ἡ Ἀρετὴ γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς ἀδελφῆς της.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε τοὺς κανόνες τοῦ πολέμου; Μόνον τακτικὸς στρατὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πολεμάῃ τακτικὸ στρατό.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε ἐσεῖς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κρήτη; Ποία ἀφορμὴ σᾶς ἐδώσαμε, ποὺ ἤλθατε νὰ μᾶς ὑποδουλώσετε; Ἦταν ἡ πληρωμένη ἀπάντησις τῆς ὑπερήφανης Ἑλληνοπούλας.
Ὁ Γερμανὸς ἔγινε μαυροκόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό του. Κάτι ἐμουρμούρισε καὶ διέταξε νὰ τὶς κλείσουν στὸ ὑπόγειο τοῦ προσωρινοῦ διοικητηρίου.
– Ἔπρεπε νὰ τὶς τουφεκίσω ἀμέσως, εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του, ποὺ παρεστέκοντο στὴ σκηνὴ ἀκίνητοι σὰν ἀγάλματα. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω. Μοῦ ἦλθε διαταγὴ ἀπὸ τὸ Βερολῖνο νὰ στείλω ἐκεῖ ὅσες Κρητικοποῦλες ἔνοπλες πιάσωμε. Βλέπετε πρώτη φορὰ ἀντιμετωπίσαμε καὶ γυναῖκες νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ τόσο πεῖσμα. Φαίνεται πὼς θέλει νὰ τὶς γνωρίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ.
Στὰ ψυχρὰ πρόσωπα τῶν ἀξιωματικῶν ἐζωγραφίσθηκε μελαγχολικὴ ἔκφρασι. «Πῶς θὰ κρατήσωμε ὑποδουλωμένη μία χώρα, ὅπου κι οἱ γυναῖκες μᾶς πολεμοῦν παλληκαρίσια!»
Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (1955)