Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
α. Η έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου, στην οποία αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα, συμβαδίζει με την αλλαγή του τόπου κατοικίας Του: ο Κύριος από τη Ναζαρέτ μεταβαίνει πια στην παραθαλάσσια Καπερναούμ, η οποία, μολονότι «Γαλιλαία των εθνών», χώρα δηλαδή επηρεασμένη από τους ειδωλολάτρες, γίνεται κέντρο δράσεώς Του. Κι αυτή η έναρξη σήμαινε το τέλος της προετοιμασίας του ερχομού του Μεσσία, η οποία σφραγίστηκε από την παρουσία του μεγαλυτέρου των προφητών, του Ιωάννου του Προδρόμου. Όσο ζούσε και δρούσε ο Πρόδρομος, ο Κύριος βρισκόταν, θα λέγαμε, σε αναμονή. Ευθύς ως συλλαμβάνεται και φεύγει από τον κόσμο τούτο μαρτυρικά, ξεκινά τη δράση Του Εκείνος. Στην Καπερναούμ πια ο Ιησούς αρχίζει να κηρύσσει το κήρυγμα μετανοίας, ενόψει της ήδη στον κόσμο με τον Ίδιο ευρισκομένης Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει ότι η Καπερναούμ και δι’ αυτής όλος ο κόσμος γίνεται δεκτική των φωτιστικών ακτίνων της παρουσίας Του: το φως του Θεού ανατέλλει σ’ έναν κόσμο βυθισμένο στο σκότος της αγνωσίας του Θεού και της αμαρτίας των ανθρώπων. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».
β. 1. Η αντιστοιχία καταρχάς είναι προφανής: όπως με το βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό «το ύδωρ καθάρσιον γίνεται», διότι ο Ιησούς «ενίησιν εις αυτόν» τον αγιασμό και το φως Του – το νερό από κοινό νερό που ήταν μέσα στα πλαίσια του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, γίνεται αγιασμός και φωτισμός των ανθρώπων και της κτίσεως – έτσι και η Γαλιλαία των εθνών, με την εκεί εγκατοίκηση του Κυρίου φεύγει από το σκοτάδι της αμαρτίας και ζει το φως της παρουσίας του Θεού. Και αιτία γι’ αυτό είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος αποτελεί το φως του κόσμου. Όπου υπάρχει η δική Του παρουσία, κατά φυσικό τρόπο υπάρχει και το φως του Θεού, όπως ο Ίδιος το απεκάλυψε: «Εγώ φως εις τον κόσμο ελήλυθα» και «Εγώ ειμι το φως του κόσμου∙ ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής».
2. Το φως αυτό του Θεού είναι η χάρη του Θεού, όχι δηλαδή κάτι από τον Θεό, αλλά ο Ίδιος ο Θεός, η εν τρισίν προσώποις κοινή ενέργεια της Θεότητας. Και δεν χρειάζεται κάτι άλλο πέρα από το φως αυτό για να εξαλειφθεί το πνευματικό σκοτάδι. Το σκοτάδι δεν υφίσταται ως κτίση, ως δημιουργία, δηλαδή δεν είναι μία αντικείμενη, ισάξια δύναμη που λειτουργεί ως αντίβαρο του φωτός του Θεού. Το σκοτάδι υπάρχει ως απουσία του Θεού, δηλαδή εκεί που ελλείπει ο Θεός η κτίση αλλοιώνεται και διαστρεβλώνεται, πορευόμενη αντίθετα προς τη φυσική της λειτουργία. Το πνευματικό σκοτάδι συνιστά με άλλα λόγια ανωμαλία, δεδομένου ότι όλα έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό, για να λειτουργούν μέσα στο φως Εκείνου και να αυξάνουν με Εκείνον. Ο άνθρωπος θέλησε απαρχής να ματαιώσει τη σχέση του με τον Θεό, συνεπώς βρέθηκε στην έλλειψη του φωτός Του, άρα στο σκοτάδι. Και ήλθε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ως «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Όποιος πια στρέφεται προς τον Χριστό, αυτός βλέπει την ύπαρξή του να φωτίζεται από τη δόξα του Θεού και να γίνεται όλος φως και όλος μάτια.
3. Η στροφή του εν σκότει ευρισκομένου ανθρώπου προς το φως συνιστά το γεγονός της μετανοίας. Το κήρυγμα του Χριστού, «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», ήταν ακριβώς η κλήση Του, προκειμένου ο άνθρωπος να βρει και πάλι τον φυσικό του προορισμό, τη φυσιολογική του πορεία, και να αρχίσει να ζει κατά αλήθεια. Το σκοτάδι της αμαρτίας στο οποίο ζούσε και ζει ο άνθρωπος χωρίς τον Χριστό, ήταν και είναι μία ζωή εν θανάτω, μία μη ζωή, έστω κι αν κανείς υφίσταται βιολογικά. Κι αυτή είναι η τραγωδία του απίστου στον Χριστό ανθρώπου: έχει το όνομα του ζωντανού, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκρός. Με άλλα λόγια, όσο ο άνθρωπος ήταν και είναι μέσα στα πάθη του, όσο είναι βουτηγμένος στις φιλήδονες τάσεις του, στις φιλάργυρες επιθυμίες του, στις φιλόδοξες ή αλαζονικές αναζητήσεις του, τόσο και δεν υφίσταται εν χώρα ζώντων, τόσο και είναι διαγεγραμμένος από αυτό που είναι η αληθινή ζωή. Κι αν αυτό ισχύει για την εδώ ζωή, πόσο περισσότερο ισχύει για τη συνέχειά της, την άλλη λεγόμενη ζωή; Αιώνια, ζωή εν θανάτω! Ύπαρξη ανυπαρξίας ως ζωή στερημένη του φωτός του Θεού.
4. Η μετάνοια λοιπόν ως στροφή προς τον Θεό, κατά το παράδειγμα του ασώτου της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου, κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στην ύπαρξή του την ανατολή του φωτός Του. Και σημάδια της φωτοχυσίας αυτής είναι ό,τι ο απόστολος Παύλος έχει χαρακτηρίσει ως καρπό του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο: την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη της καρδιάς, τη μακροθυμία, την αγαθωσύνη, την πραότητα, την πίστη, την εγκράτεια. Όπου επισημαίνονται οι καταστάσεις αυτές, κατεξοχήν μάλιστα η αγάπη, εκεί σημαίνει ότι έχει αρχίσει το φως του Θεού να θερμαίνει την ύπαρξη του μετανοούντος ανθρώπου, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η μετάνοια δεν είναι μία θεωρητική κατάσταση, αλλά απτή και εμπειρική πραγματικότητα, βιωματικό γεγονός. Κι από την άλλη κατανοεί κανείς ότι όπως έχουμε διαβαθμίσεις στην παρουσία του επιγείου φωτός – αυγή, πρωϊνός ήλιος, λαμπρός μεσημεριανός – κατά ανάλογο τρόπο έχουμε και την παρουσία του Θεού στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, η αγιότητα διαβαθμίζεται. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι και στους αγίους μας βλέπουμε τη λάμψη του Θεού, ακόμη και στον ίδιο τους το σώμα. Ζώντας πλούσια την παρουσία του Θεού ως φως στην ψυχή τους, ακτινοβολούσε τούτο και στο φυσικό τους σκήνωμα.
5. Είναι ευνόητο βεβαίως ότι η μετάνοια που οδηγεί τον άνθρωπο στον φωτισμό του από τον Θεό, έχει χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που δέχεται την κλήση για αποδοχή του Χριστού, θα οδηγηθεί προς ένταξή του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Κι η ένταξη αυτή γίνεται διά του αγίου βαπτίσματος, του κατεξοχήν μυστηρίου φωτισμού του ανθρώπου. Από εκεί και πέρα, η προσπάθειά του θα είναι να κρατήσει το φως αυτό και να το αυξήσει με τη χάρη του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι ναι μεν υφίσταται φωτισμός και εκτός της Εκκλησίας – η χάρη του Θεού που ελκύει τον άνθρωπο προς τον Χριστό – ο πραγματικός και βαθύς όμως φωτισμός αρχίζει από την ώρα, όπως είπαμε, που ο άνθρωπος θα γίνει μέλος Χριστού δια του βαπτίσματος, οπότε ο ίδιος ο Χριστός μ’ έναν άμεσο τρόπο θα παρέχει τον φωτισμό Του στον πιστό, κατά αναλογία της τηρήσεως πια των αγίων Του εντολών και της συμμετοχής του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ιδίως στη Θεία Ευχαριστία. Ο βαπτισμένος δηλαδή και χρισμένος από το Πνεύμα του Θεού άνθρωπος, που ενισχύεται από την εν συνεχεί μετανοία του συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, ώστε να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, είναι ο φωτισμένος άνθρωπος, που όχι μόνο ζει ο ίδιος μία παραδείσια κατάσταση, έστω και μέσα από θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά την αντανακλά και στον γύρω του κόσμο, γινόμενος μία ευλογία και ευεργεσία για όλη την κτίση.
γ. Το ερώτημα πια που τίθεται στον καθένα μας, στον κάθε δηλαδή βαπτισμένο χριστιανό είναι: πόσο αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει στην ψυχή και το σώμα μας; Πόσο δηλαδή φωτισμένοι άνθρωποι είμαστε, που και με μόνη τη ζωή μας να γινόμαστε οδοδείκτες προς τον Θεό και για τους άλλους; Πόσο τελικά ζούμε εν μετανοία; Είναι τραγικό πάντως ο ήλιος να έχει ανατείλει πια στον κόσμο μας, να θερμαίνει τις καρδιές των ανθρώπων με την αγάπη, και να υπάρχουν «χριστιανοί» που να ζουν ακόμη στο πνευματικό σκοτάδι με την παγωνιά της κακίας μέσα τους.