Του Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου
Ως τέως Διοικητής του Αγ. Όρους εκφράζω την έκπληξή μου διαμαρτυρόμενος έντονα για την παραβίαση του ιδιάζοντος νομικού καθεστώτος του Αγ. Όρους εκ μέρους... των Δικαστικών αρχών που στρατεύτηκαν κυριολεκτικά στην άδικη και προκλητική δίωξη του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου π. Εφραίμ. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ηγούμενος Εφραίμ δεν βαρύνεται με καταδικαστική απόφαση σχετική με το λεγόμενο «σκάνδαλο του Βατοπαιδίου», στην οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να στηριχθούν βάσιμες υποψίες ότι είναι επικίνδυνος για την τέλεση και άλλων αξιόποινων πράξεων, ώστε να δικαιολογείται σύμφωνα με το εκδοθέν Βούλευμα του Εφετείου η προφυλάκισή του, λυπούμαι βαθύτατα που σύν τοις άλλοις διαπιστώνω δυστυχώς ότι αυτοί που εκ καθήκοντος οφείλουν να είναι τηρητές του Νόμου και της Δικαιοσύνης, στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν την απόφαση του Βουλεύματος για τη σύλληψη και την προφυλάκισή του ηγουμένου Εφραίμ διέπραξαν κατάφωρη παρανομία, παραβιάζοντας όχι μόνο τον Καταστατικό Χάρτη του Αγ. Όρους, αλλά και το Κυρωτικό Διάταγμα του 1926, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Καταστατικού Χάρτη και μάλιστα επικρατέστερο αυτού, όπως ορίζεται ήδη ρητά στο άρθρ. 1.Και εξηγούμαι:
Σύμφωνα με το άρθρο 76 του Καταστατικού Χάρτη «Αι αποφάσεις των δικαστηρίων πέμπονται εις την πολιτικήν του τόπου αρχήν, εν περιπτώσει αρνήσεως του καταδικασθέντος να συμμορφωθή προς τα δια της αποφάσεως διατασσόμενα, ήτις και διατάσσει την κοινοποίησιν και εκτέλεσιν αυτών».
Αντ' αυτού, αντί οι δικαστικές αρχές να απευθυνθούν στην «πολιτικήν του τόπου αρχήν», δηλ. στον Διοικητή του Αγ. Όρους, για να φροντίσει για την εκτέλεση της αποφάσεως του Βουλεύματος μέσω των οργάνων του, αγνοώντας τελείως το Διοικητή του Αγ. Όρους, απευθύνθηκαν στον Αστυνομικό Διευθυντή του Πολυγύρου και του ζήτησαν να εκτελέσει αυτός παρουσία μάλιστα και εισαγγελέως την απόφαση του Βουλεύματος, χωρίς να έχει από τον Καταστατικό Χάρτη τέτοια αρμοδιότητα.
Όφειλαν όμως ως υπεύθυνοι λειτουργοί της δικαιοσύνης να γνωρίζουν ότι ο τρόπος εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων στο Άγ. Όρος περιγράφεται με τόσο σαφή τρόπο από το Κυρωτικό Διάταγμα του 1926, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ακολουθητέα διαδικασία.
Όπως ορίζεται ρητά στο άρθρ. 8 του Κυρωτικού Διατάγματος, «Αι δικαστικαί αποφάσεις αι κατά το προηγούμενον άρθρον εκδιδόμεναι (σημ. πρόκειται για το άρθρ. 7 που αναφέρεται σε «αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου») εκτελούνται δια διαταγής του εν Αγίω Όρει Διοικητού και διά των υπ' αυτόν οργάνων, συμπράττοντος ενός των επιστατών».
Παρόμοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 34 του ίδιου Διατάγματος: «Αι δικαστικαί αποφάσεις διαβιβάζονται προς εκτέλεσιν δι' εγγράφου τω Διοικητή, όστις δια πράξεως αυτού παρά πόδας εντέλλεται εις τα υπ' αυτόν όργανα την εκτέλεσιν». Στόχος των διατάξεων αυτών είναι να αποκλείεται με την τήρησή τους η δι' οιασδήποτε έξωθεν παρεμβάσεως κατάργηση εν τη πράξει του αυτοδιοίκητου του Αγ. Όρους. Ενώ λοιπόν οι δικαστικές αρχές ως τηρητές της εννόμου τάξεως όφειλαν να αποστείλουν έγγραφο στο Διοικητή του Αγ. Όρους, με το οποίο να ζητούν την εκτέλεση της αποφάσεως του Βουλεύματος του Εφετείου και μάλιστα με τη σύμπραξη ενός των επιστατών, δεν έκαναν τίποτε από όσα προβλέπουν οι παραπάνω κείμενες διατάξεις.
Αντιθέτως, απευθυνόμενες στον Αστυνομικό Διευθυντή Πολυγύρου, αδιαφόρησαν τελείως για την έννομη τάξη και το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που διέπει το Άγ. Όρος και συμπεριφέρθηκαν σαν να επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο μέρος της ελληνικής Επικράτειας, παραβιάζοντας και καταπατώντας εν τη πράξει το αυτοδιοίκητο του Αγ. Όρους που είναι μάλιστα και συνταγματικά κατοχυρωμένο με το άρθρ. 105 του ισχύοντος συντάγματος. Το γεγονός αυτό, πέρα από το κακό προηγούμενο που δημιουργεί για όσους επιβουλεύονται και αμφισβητούν το ιδιάζον νομικό καθεστώς του Αγ. Όρους, συνιστά και ακραία τραγική αντίφαση των ελληνικών δικαστικών αρχών που θέλουν να εκτελέσουν αποφάσεις της δικαιοσύνης στο Άγ. Όρος καταπατώντας τους ισχύοντες νόμους και το σύνταγμα και γι' αυτό ακριβώς θα αποτελέσει, πιστεύουμε, ανεξάλειπτο μελανό στίγμα στη νεότερη ιστορία του Αγ. Όρους.
Τίθεται όμως το ερώτημα, μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα με την καταπάτηση των νόμων και του ισχύοντος συντάγματος; Βέβαια στη σύγχρονη Ελλάδα της παρακμής και της πνευματικής χρεωκοπίας όλα είναι δυνατόν να τα περιμένει κανείς!
Ας γνωρίζουν όμως οι λειτουργοί της δικαιοσύνης που συμπεριφέρονται μ' αυτό τον αυθαίρετο τρόπο ότι αν οι ίδιοι δεν επιδεικνύουν τη δέουσα ευαισθησία έναντι των νόμων και του ισχύοντος συντάγματος, ας μην περιμένουν να σεβαστεί τους νόμους και το σύνταγμα ο απλός ελληνικός λαός.
Σε ένα ευνομούμενο κράτος κανείς δεν είναι πάνω από τους νόμους, ώστε να τους εφαρμόζει κατ' επιλογήν, πολλώ δε μάλλον, όταν αυτός είναι λειτουργός της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το άρθρο 76 του Καταστατικού Χάρτη «Αι αποφάσεις των δικαστηρίων πέμπονται εις την πολιτικήν του τόπου αρχήν, εν περιπτώσει αρνήσεως του καταδικασθέντος να συμμορφωθή προς τα δια της αποφάσεως διατασσόμενα, ήτις και διατάσσει την κοινοποίησιν και εκτέλεσιν αυτών».
Αντ' αυτού, αντί οι δικαστικές αρχές να απευθυνθούν στην «πολιτικήν του τόπου αρχήν», δηλ. στον Διοικητή του Αγ. Όρους, για να φροντίσει για την εκτέλεση της αποφάσεως του Βουλεύματος μέσω των οργάνων του, αγνοώντας τελείως το Διοικητή του Αγ. Όρους, απευθύνθηκαν στον Αστυνομικό Διευθυντή του Πολυγύρου και του ζήτησαν να εκτελέσει αυτός παρουσία μάλιστα και εισαγγελέως την απόφαση του Βουλεύματος, χωρίς να έχει από τον Καταστατικό Χάρτη τέτοια αρμοδιότητα.
Όφειλαν όμως ως υπεύθυνοι λειτουργοί της δικαιοσύνης να γνωρίζουν ότι ο τρόπος εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων στο Άγ. Όρος περιγράφεται με τόσο σαφή τρόπο από το Κυρωτικό Διάταγμα του 1926, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ακολουθητέα διαδικασία.
Όπως ορίζεται ρητά στο άρθρ. 8 του Κυρωτικού Διατάγματος, «Αι δικαστικαί αποφάσεις αι κατά το προηγούμενον άρθρον εκδιδόμεναι (σημ. πρόκειται για το άρθρ. 7 που αναφέρεται σε «αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου») εκτελούνται δια διαταγής του εν Αγίω Όρει Διοικητού και διά των υπ' αυτόν οργάνων, συμπράττοντος ενός των επιστατών».
Παρόμοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 34 του ίδιου Διατάγματος: «Αι δικαστικαί αποφάσεις διαβιβάζονται προς εκτέλεσιν δι' εγγράφου τω Διοικητή, όστις δια πράξεως αυτού παρά πόδας εντέλλεται εις τα υπ' αυτόν όργανα την εκτέλεσιν». Στόχος των διατάξεων αυτών είναι να αποκλείεται με την τήρησή τους η δι' οιασδήποτε έξωθεν παρεμβάσεως κατάργηση εν τη πράξει του αυτοδιοίκητου του Αγ. Όρους. Ενώ λοιπόν οι δικαστικές αρχές ως τηρητές της εννόμου τάξεως όφειλαν να αποστείλουν έγγραφο στο Διοικητή του Αγ. Όρους, με το οποίο να ζητούν την εκτέλεση της αποφάσεως του Βουλεύματος του Εφετείου και μάλιστα με τη σύμπραξη ενός των επιστατών, δεν έκαναν τίποτε από όσα προβλέπουν οι παραπάνω κείμενες διατάξεις.
Αντιθέτως, απευθυνόμενες στον Αστυνομικό Διευθυντή Πολυγύρου, αδιαφόρησαν τελείως για την έννομη τάξη και το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που διέπει το Άγ. Όρος και συμπεριφέρθηκαν σαν να επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο μέρος της ελληνικής Επικράτειας, παραβιάζοντας και καταπατώντας εν τη πράξει το αυτοδιοίκητο του Αγ. Όρους που είναι μάλιστα και συνταγματικά κατοχυρωμένο με το άρθρ. 105 του ισχύοντος συντάγματος. Το γεγονός αυτό, πέρα από το κακό προηγούμενο που δημιουργεί για όσους επιβουλεύονται και αμφισβητούν το ιδιάζον νομικό καθεστώς του Αγ. Όρους, συνιστά και ακραία τραγική αντίφαση των ελληνικών δικαστικών αρχών που θέλουν να εκτελέσουν αποφάσεις της δικαιοσύνης στο Άγ. Όρος καταπατώντας τους ισχύοντες νόμους και το σύνταγμα και γι' αυτό ακριβώς θα αποτελέσει, πιστεύουμε, ανεξάλειπτο μελανό στίγμα στη νεότερη ιστορία του Αγ. Όρους.
Τίθεται όμως το ερώτημα, μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα με την καταπάτηση των νόμων και του ισχύοντος συντάγματος; Βέβαια στη σύγχρονη Ελλάδα της παρακμής και της πνευματικής χρεωκοπίας όλα είναι δυνατόν να τα περιμένει κανείς!
Ας γνωρίζουν όμως οι λειτουργοί της δικαιοσύνης που συμπεριφέρονται μ' αυτό τον αυθαίρετο τρόπο ότι αν οι ίδιοι δεν επιδεικνύουν τη δέουσα ευαισθησία έναντι των νόμων και του ισχύοντος συντάγματος, ας μην περιμένουν να σεβαστεί τους νόμους και το σύνταγμα ο απλός ελληνικός λαός.
Σε ένα ευνομούμενο κράτος κανείς δεν είναι πάνω από τους νόμους, ώστε να τους εφαρμόζει κατ' επιλογήν, πολλώ δε μάλλον, όταν αυτός είναι λειτουργός της δικαιοσύνης.
*O Γεώργιος Δ. Μαρτζέλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου / Τέως Διοικητής του Αγ. Όρους
tro-ma-ktiko.blogspot.com και "Συνοδοιπορία"