Του Ιστορικού-Συγγραφέα Σαράντου Καργάκου
Όταν έφυγε έγραψα: «Σε κλαίει ο λαός!». Σήμερα, μετά από την παρέλευση τόσων ετών από τη θανή του είμαι υποχρεωμένος να γράψω: «Σε θέλει ο λαός!».
Στο διάστημα της επίγειας απουσίας του «έφυγαν» κι άλλοι πολλοί, μεγάλοι και τρανοί, που ήσαν πασίγνωστοι εδώ κι εκεί. Όλους όμως τούς πήρε το ποτάμι της Λήθης. Μόνον ο Χριστόδουλος ζει -άσβηστο καντήλι στην ψυχή του αγνού λαού που πονεί για την έρμη πατρίδα. Όσο ζούσε ο Χριστόδουλος ο λαός είχε μιάν ελπίδα: είχε έναν ηγέτη! Ήταν για το λαό μας ό,τι και ο Χρυσόστομος για τον εγκαταλελειμμένο λαό της Σμύρνης. Και οι δύο οδηγήθηκαν στο μαρτύριο: ο Σμύρνης από τον τουρκικό όχλο, ο Αθηνών και Ελλήνων πάντων από τον δημοσιογραφικό και χαμηλοπολιτικό όχλο. Ο ένας πέθανε βασανισμένος, ο άλλος πέθανε φαρμακωμένος. Κανείς δεν ήπιε τόσο φαρμάκι όσο ο Χριστόδουλος.
Γιατί είχε Παπαφλέσσειο ανάστημα και ύψωνε φωνή υπέρ πίστεως και πατρίδος. Κουβαλούσε μέσα του την παράδοση του 1821. Με τον λόγο του ξαναζωντάνευε τ᾽ αρματολίκι, τους καιρούς της παλληκαριάς και της λεβεντιάς.
Τον έφαγε η χαμέρπεια και η κακομοιριά. Η χυδαία κακολογία και μικρολογία. Έπρεπε να πέσει για να πεισθούν οι κακόπιστοι πόσο μεγάλος ήταν! Δανείζομαι μιά φράση του Παν. Κανελλόπουλου για να τον παραστήσω: «Τον μικρό τον γνωρίζει κανείς από την άνοδό του• τον μεγάλο από την πτώση του». Ναι, όταν έπεσε ο Χριστόδουλος, ήταν σαν να έπεσε η Βασιλική Δρυς της πατρίδας. Ο λαός έχασε τον άνθρωπο που του προσέφερε όραμα, δύναμη, αντιστασιακή διάθεση.
Ο Χριστόδουλος χτυπούσε διαρκώς την καμπάνα του συναγερμού, διότι «άκουε την βοήν των πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αυτό είχε απέναντί του όλους αυτούς που απεργάστηκαν την σημερινή μας κατάντια. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αντί να χτυπάμε αυτούς που βάζουν την φωτιά, χτυπάμε εκείνους που βαράνε την καμπάνα του συναγερμού. Δεκάδες οι φαρέτρες με τα δηλητηριασμένα βέλη που στρέφονταν εναντίον του. Με την δήθεν σάτιρα από την τηλοψία, από το ραδιόφωνο, από το πάλκο και τον τύπο, οι νάνοι αντίπαλοί του, του έκαναν τη ζωή του φαρμάκι. Κι αυτός σαν τον μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωρούσε.
Είχαμε στενή φιλία από παλιά, αλλά ποτέ συνεργασία σε επαγγελματική βάση. Η γνωριμία μας ξεκίνησε από μιά επιθετική επιστολή που του έστειλα από το ερημητήριό μου στον Πάρνωνα. Έσχισε λαγκάδια και βουνά να με βρει. Έκτοτε δεθήκαμε με μιά σχέση αδελφική. Δεν θα πω ποτέ όσα μού είχε εμπιστευθεί. Σε πολλά με έπειθε. Σ᾽ ένα μόνον δεν με έπειθε: να είμαι συγχωρητικός. «Είμαι Μανιάτης, του έλεγα, και μέσα στο μανιάτικο φυσικό είναι η αναίδεια». Αναίδεια στ᾽ αρχαία ελληνικά σημαίνει άρνηση συγγνώμης. Κι αυτός γελούσε παταγωδώς. Γιατί ήξερε πως δεν σοβαρολογώ. Απλώς ερέθιζα την διάθεσή του για ευτραπελία. Ναι, ήταν ένας μεγάλος «μαΐστορας» του χιούμορ. Στα χρόνια του η Εκκλησία «έλαμπε από χαμόγελο», μπήκε το γέλιο στην Εκκλησία. Κέρδισε την παραπαίουσα νεολαία. «Κι εγώ μαζί σας, αλλά κι εσείς μαζί μου». Κι οι νέοι θα πήγαιναν μαζί του, έστω κι αν τούς οδηγούσε στο Ζάλογγο. Θα έπεφταν, αλλά θα έπεφταν σαν τον Ίκαρο από ψηλά.
Είχε Ικάρειο πνεύμα μέσα του ο Χριστόδουλος. Πετούσε πάνω από τα ευτελή και τους ευτελείς σαν τον βασιλικό αητό. Εκάλυπτε τους πάντες με την καλλιφωνία του, την πολυγνωσία του, την πολυγλωσσία του, με το ιλαρό φως του προσώπου του. Άγρυπνος σαν τον Άργο, μελετούσε τα πάντα κι ήταν ενήμερος για τα πάντα. Έγραφε ακατάπαυστα ακόμη κι όταν συνομιλούσε, ακόμη κι όταν τηλεφωνούσε. Συχνά τον μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αυτός με το δροσάτο γέλιο του: «Όταν δουλεύω…!». Του άρεσε να με νευριάζει και να με πιάνει το «μανιάτικο», οπότε οι τύποι πήγαιναν περίπατο. Με φώναζε -για να με ερεθίζει- Σαράντη. Του ᾽λεγα, του ξανάλεγα ότι Σαράντο -κι όχι Σαράντη- λέμε στη Μάνη. Κι αυτός επέμενε στο Σαράντη, έτσι για να με «φουρτουνιάζει». Του άρεσε η «φουρτούνα» μου. Κάποτε μού είπε περιπαικτικά: «Να δούμε πώς θα περνάς στον Παράδεισο…». Τον κοίταξα λοξά και του είπα ειρωνικά: «Έχω κάνει αίτηση ως ιστορικός να πάω στην Κόλαση. Εκεί θα βρω όλους τους μεγάλους της Ιστορίας. Κι ακόμη θα γλυτώσω κι από σάς τους δεσποτάδες». Κι ο μεγαλόθυμος Χριστόδουλος με αποστόμωσε -παρότι Θράξ- με το λακωνικό: «Μην το πολυελπίζεις αυτό!..».
Έτσι, με το χιούμορ, την ετοιμολογία, την λεκτική ευθυβολία, την ευθυφροσύνη και την μεγαλοφροσύνη ήξερε να κερδίζει καρδιές. Βέβαια οι μικρόψυχοι τον φθονούσαν. Τον φθονούσαν και όσοι είχαν βαλθεί να ξεριζώσουν τη γλώσσα μας, να ξεπατώσουν την παιδεία μας, να ξεδοντιάσουν την Εκκλησία μας, να σπιλώσουν την ιστορία μας, να ακρωτηριάσουν την πατρίδα μας. Τον φθονούσαν όλοι αυτοί που προσπάθησαν και προσπαθούν να μετατρέψουν έναν γίγαντα λαό, σε λαό νάνων. Σε λαό θάμνων, κατά το δικό τους ανάστημα.
Του οφείλω άπειρη ευγνωμοσύνη για όσα έκανε για την ημετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε το βιβλίο μου «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων», που βγήκε τον Ιανουάριο του 1992, προλόγισε -και μάλιστα σε Αττική διάλεκτο- την τρίτομη «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» και στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός απέναντι στα παιδιά μου.
Αφ᾽ ότου έφυγε, δεν έγραψα ούτε μίλησα ποτέ γι᾽ αυτόν. Μόνον μιά φορά, την ημέρα της κηδείας του είπα κάποια λόγια πικρά -όχι γι᾽ αυτόν φυσικά- στο Ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σήμερα μιλούν άλλοι, που κάποτε τον είχανε πικράνει. Τώρα νιώθουν τι «τζοβαϊρικό» αξετίμητο χάσαμε. Κι αν σήμερα ανταποκρίθηκα στο αίτημα να χαράξω τις γραμμές αυτές, είναι γιατί σε μιά πρόσφατη επίσκεψή μου στο Α ́ Νεκροταφείο των Αθηνών, είδα τάφους γυμνούς επιφανών, ενώ ο τάφος του Χριστόδουλου ήταν πνιγμένος στα λουλούδια. Πήγα να κόψω ένα γαρύφαλλο κι από κάτω σ᾽ ένα χαρτάκι είδα γραμμένη τη φράση: «Σ᾽ αποζητούμε, Χριστόδουλε!…».
Σαράντος Ι. Καργάκος, Ιστορικός - Συγγραφέας
Πηγή: «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», Περιοδική έκδοση I. Ν. Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών, 01/03/2011
Στο διάστημα της επίγειας απουσίας του «έφυγαν» κι άλλοι πολλοί, μεγάλοι και τρανοί, που ήσαν πασίγνωστοι εδώ κι εκεί. Όλους όμως τούς πήρε το ποτάμι της Λήθης. Μόνον ο Χριστόδουλος ζει -άσβηστο καντήλι στην ψυχή του αγνού λαού που πονεί για την έρμη πατρίδα. Όσο ζούσε ο Χριστόδουλος ο λαός είχε μιάν ελπίδα: είχε έναν ηγέτη! Ήταν για το λαό μας ό,τι και ο Χρυσόστομος για τον εγκαταλελειμμένο λαό της Σμύρνης. Και οι δύο οδηγήθηκαν στο μαρτύριο: ο Σμύρνης από τον τουρκικό όχλο, ο Αθηνών και Ελλήνων πάντων από τον δημοσιογραφικό και χαμηλοπολιτικό όχλο. Ο ένας πέθανε βασανισμένος, ο άλλος πέθανε φαρμακωμένος. Κανείς δεν ήπιε τόσο φαρμάκι όσο ο Χριστόδουλος.
Γιατί είχε Παπαφλέσσειο ανάστημα και ύψωνε φωνή υπέρ πίστεως και πατρίδος. Κουβαλούσε μέσα του την παράδοση του 1821. Με τον λόγο του ξαναζωντάνευε τ᾽ αρματολίκι, τους καιρούς της παλληκαριάς και της λεβεντιάς.
Τον έφαγε η χαμέρπεια και η κακομοιριά. Η χυδαία κακολογία και μικρολογία. Έπρεπε να πέσει για να πεισθούν οι κακόπιστοι πόσο μεγάλος ήταν! Δανείζομαι μιά φράση του Παν. Κανελλόπουλου για να τον παραστήσω: «Τον μικρό τον γνωρίζει κανείς από την άνοδό του• τον μεγάλο από την πτώση του». Ναι, όταν έπεσε ο Χριστόδουλος, ήταν σαν να έπεσε η Βασιλική Δρυς της πατρίδας. Ο λαός έχασε τον άνθρωπο που του προσέφερε όραμα, δύναμη, αντιστασιακή διάθεση.
Ο Χριστόδουλος χτυπούσε διαρκώς την καμπάνα του συναγερμού, διότι «άκουε την βοήν των πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αυτό είχε απέναντί του όλους αυτούς που απεργάστηκαν την σημερινή μας κατάντια. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αντί να χτυπάμε αυτούς που βάζουν την φωτιά, χτυπάμε εκείνους που βαράνε την καμπάνα του συναγερμού. Δεκάδες οι φαρέτρες με τα δηλητηριασμένα βέλη που στρέφονταν εναντίον του. Με την δήθεν σάτιρα από την τηλοψία, από το ραδιόφωνο, από το πάλκο και τον τύπο, οι νάνοι αντίπαλοί του, του έκαναν τη ζωή του φαρμάκι. Κι αυτός σαν τον μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωρούσε.
Είχαμε στενή φιλία από παλιά, αλλά ποτέ συνεργασία σε επαγγελματική βάση. Η γνωριμία μας ξεκίνησε από μιά επιθετική επιστολή που του έστειλα από το ερημητήριό μου στον Πάρνωνα. Έσχισε λαγκάδια και βουνά να με βρει. Έκτοτε δεθήκαμε με μιά σχέση αδελφική. Δεν θα πω ποτέ όσα μού είχε εμπιστευθεί. Σε πολλά με έπειθε. Σ᾽ ένα μόνον δεν με έπειθε: να είμαι συγχωρητικός. «Είμαι Μανιάτης, του έλεγα, και μέσα στο μανιάτικο φυσικό είναι η αναίδεια». Αναίδεια στ᾽ αρχαία ελληνικά σημαίνει άρνηση συγγνώμης. Κι αυτός γελούσε παταγωδώς. Γιατί ήξερε πως δεν σοβαρολογώ. Απλώς ερέθιζα την διάθεσή του για ευτραπελία. Ναι, ήταν ένας μεγάλος «μαΐστορας» του χιούμορ. Στα χρόνια του η Εκκλησία «έλαμπε από χαμόγελο», μπήκε το γέλιο στην Εκκλησία. Κέρδισε την παραπαίουσα νεολαία. «Κι εγώ μαζί σας, αλλά κι εσείς μαζί μου». Κι οι νέοι θα πήγαιναν μαζί του, έστω κι αν τούς οδηγούσε στο Ζάλογγο. Θα έπεφταν, αλλά θα έπεφταν σαν τον Ίκαρο από ψηλά.
Είχε Ικάρειο πνεύμα μέσα του ο Χριστόδουλος. Πετούσε πάνω από τα ευτελή και τους ευτελείς σαν τον βασιλικό αητό. Εκάλυπτε τους πάντες με την καλλιφωνία του, την πολυγνωσία του, την πολυγλωσσία του, με το ιλαρό φως του προσώπου του. Άγρυπνος σαν τον Άργο, μελετούσε τα πάντα κι ήταν ενήμερος για τα πάντα. Έγραφε ακατάπαυστα ακόμη κι όταν συνομιλούσε, ακόμη κι όταν τηλεφωνούσε. Συχνά τον μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αυτός με το δροσάτο γέλιο του: «Όταν δουλεύω…!». Του άρεσε να με νευριάζει και να με πιάνει το «μανιάτικο», οπότε οι τύποι πήγαιναν περίπατο. Με φώναζε -για να με ερεθίζει- Σαράντη. Του ᾽λεγα, του ξανάλεγα ότι Σαράντο -κι όχι Σαράντη- λέμε στη Μάνη. Κι αυτός επέμενε στο Σαράντη, έτσι για να με «φουρτουνιάζει». Του άρεσε η «φουρτούνα» μου. Κάποτε μού είπε περιπαικτικά: «Να δούμε πώς θα περνάς στον Παράδεισο…». Τον κοίταξα λοξά και του είπα ειρωνικά: «Έχω κάνει αίτηση ως ιστορικός να πάω στην Κόλαση. Εκεί θα βρω όλους τους μεγάλους της Ιστορίας. Κι ακόμη θα γλυτώσω κι από σάς τους δεσποτάδες». Κι ο μεγαλόθυμος Χριστόδουλος με αποστόμωσε -παρότι Θράξ- με το λακωνικό: «Μην το πολυελπίζεις αυτό!..».
Έτσι, με το χιούμορ, την ετοιμολογία, την λεκτική ευθυβολία, την ευθυφροσύνη και την μεγαλοφροσύνη ήξερε να κερδίζει καρδιές. Βέβαια οι μικρόψυχοι τον φθονούσαν. Τον φθονούσαν και όσοι είχαν βαλθεί να ξεριζώσουν τη γλώσσα μας, να ξεπατώσουν την παιδεία μας, να ξεδοντιάσουν την Εκκλησία μας, να σπιλώσουν την ιστορία μας, να ακρωτηριάσουν την πατρίδα μας. Τον φθονούσαν όλοι αυτοί που προσπάθησαν και προσπαθούν να μετατρέψουν έναν γίγαντα λαό, σε λαό νάνων. Σε λαό θάμνων, κατά το δικό τους ανάστημα.
Του οφείλω άπειρη ευγνωμοσύνη για όσα έκανε για την ημετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε το βιβλίο μου «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων», που βγήκε τον Ιανουάριο του 1992, προλόγισε -και μάλιστα σε Αττική διάλεκτο- την τρίτομη «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» και στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός απέναντι στα παιδιά μου.
Αφ᾽ ότου έφυγε, δεν έγραψα ούτε μίλησα ποτέ γι᾽ αυτόν. Μόνον μιά φορά, την ημέρα της κηδείας του είπα κάποια λόγια πικρά -όχι γι᾽ αυτόν φυσικά- στο Ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σήμερα μιλούν άλλοι, που κάποτε τον είχανε πικράνει. Τώρα νιώθουν τι «τζοβαϊρικό» αξετίμητο χάσαμε. Κι αν σήμερα ανταποκρίθηκα στο αίτημα να χαράξω τις γραμμές αυτές, είναι γιατί σε μιά πρόσφατη επίσκεψή μου στο Α ́ Νεκροταφείο των Αθηνών, είδα τάφους γυμνούς επιφανών, ενώ ο τάφος του Χριστόδουλου ήταν πνιγμένος στα λουλούδια. Πήγα να κόψω ένα γαρύφαλλο κι από κάτω σ᾽ ένα χαρτάκι είδα γραμμένη τη φράση: «Σ᾽ αποζητούμε, Χριστόδουλε!…».
Σαράντος Ι. Καργάκος, Ιστορικός - Συγγραφέας
Πηγή: «ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ», Περιοδική έκδοση I. Ν. Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών, 01/03/2011