Έτος 1977
… έναν ζωγράφο, τον Μ. Α. Παλτώφ, που είχε δημοσιευθή στο Περιοδικό «Ήλιος» το έτος 1950. Ο Παλτώφ είχε επισκεφθή πριν λίγα χρόνια τον Γέροντα Σωφρόνιο στα Καρούλια και περιέγραψε τόσο το περιβάλλον όσο και την διαμονή του μια βραδυά εκεί. Επειδή ο Γέροντας Σωφρόνιος τότε, που δημοσιεύθηκε το κείμενο αυτό, ζούσε στο Παρίσι, ο Παλτώφ στην περιγραφή άλλαξε το όνομά του και αντί Σωφρόνιο τον αποκαλούσε Αθανάσιο. …
«Είς γέρων καλόγηρος με περίλυπον έκφρασιν, αδύνατος, περιβεβλημένος ράκη, μου ήνοιξε την θύραν. Τον ηρώτησα πού ευρίσκεται η καλύβη του πατρός Αθανασίου (σημείωση: του Γέροντος Σωφρονίου), τον οποίον ήθελα να ιδώ.
Χωρίς να κάμη την παραμικράν ερώτησιν, με ωδήγησεν εκεί όπου ήθελα. Εις την εξώθυραν εστέκετο ο πατήρ Αθανάσιος. Δεν είναι αυτό το όνομά του, αλλά σεβόμενος την επιθυμίαν του να διακόψη πάσαν σχέσιν με τον κόσμον, τον αποκαλώ Αθανάσιον. Ένας τύπος λεπτός και ευγενικός νέος, ξανθός, αδύνατος, χλωμός με θαυμάσια γαλάζια μάτια.
- Καλώς ήρθατε· μου λέγει και μου τείνει την χείρα. Περάστε μέσα.
Η καλύβα του δεν διέφερε από τας άλλας, όπως τας περιέγραψα. Ευρίσκεται εις μέρος απόκρημνον και η θέα και ο ορίζων είχον αφάνταστον μεγαλοπρέπειαν. Ο σωλήν εκ του υδραγωγείου του εστηρίζετο και αυτός επί μικρού δένδρου και άδειων τενεκέδων. Ένας μικρός φούρνος πέτρινος εχρησίμευεν ως μαγειρείον. Δύο καθίσματα εις την αυλήν και ένα μικρόν εδώλιον δια τραπέζι. Δεξιά, η ρωγμή του σπηλαίου η οποία ήτο και η τελευταία κατοικία του προκατόχου. Εις αυτήν την ρωγμήν θα τερματίση την ζωήν του και ο πατήρ Αθανάσιος, όταν ο Θεός τον καλέση πλησίον του.
- “Καθήσατε”, μου λέγει, ζητών συγνώμην διότι δεν ηδύνατο να με δεχθή καλύτερον. “Δεν είμεθα συνηθισμένοι δι’ επισκέπτας”.
Είχον ακούσει από καιρού δια τον άνθρωπον αυτόν. Μεγάλης μορφώσεως, ζωγράφος με ιδιοφυΐαν, ομιλεί πλείστας γλώσσας. Φιλοξενών [//271] με κάποτε είχε κάμει ωραίας εκθέσεις ζωγραφικής εις το Παρίσι. Έζη δια την τέχνην και εζήτει ένα νέον σταθμόν δια την ζωγραφικήν. Έχων κλίσιν εις την ανάγνωσιν θρησκευτικών βιβλίων, ενόμισε (σημείωση: δική του κρίση) μίαν ημέραν ότι ανεκάλυψε μέσα εις τα βιβλία αυτά την οδόν που έπρεπε να ακολουθήση. Δεν εβράδυνε πολύ. Κατ’ ευθείαν εις το Άγιον Όρος. Δόκιμος, κατ’ αρχάς, έγινε καλόγηρος και διέμενε εις έν μοναστήριον. Αλλά η ζωή του μοναστηρίου δεν τον ικανοποίησε. Την εύρισκε πολύ κοσμικήν. Εγένετο ερημίτης. Αυτός ήτο ο συνομιλητής μου, που εστέκετο όρθιος ενώπιόν μου, με το μειδίαμα στα χείλη.
Δεν υπήρχε τίποτε το θεατρικόν, τίποτε το επίπλαστον εις αυτόν.
- Θα πεινάτε, μου είπε. Επιτρέψατέ μου να σας προσφέρω κάτι.
Απεποιήθην και εζήτησα συγνώμην διότι τον ανησύχησα ερχόμενος αιφνιδίως εις τόσον ακατάλληλον ώραν.
- Καλά εκάματε και ήλθατε. Θέλω να πάρετε κάτι.
Εκρέμασε εις το σύρμα μίαν μικράν λάμπαν πετρελαίου και υπό το αμυδρόν της φως επλησίασε εις το τζάκι του, όπου εζέστανε ένα μικρό μπρίκι με ένα περίερχον αφέψημα. Ήτο ταχίνι, το οποίον με ολίγον άρτον απετέλεσε το δείπνον μας εκείνο το βράδυ.
Συνωμιλήσαμεν ως φίλοι επί μακρόν. Ήτο ήδη δύο μετά τα μεσάνυχτα, και εν τούτοις δεν ησθανόμην την παραμικροτέραν κούρασιν, αν και είχα πεζοπορήσει όλην την ημέραν. Ήμην ευχαριστημένος που μου εδίδετο ευκαιρία να μάθω μερικά πράγματα, σχετικά με τας σκέψεις αυτών των ανθρώπων. Ο πατήρ Αθανάσιος το είχε μαντεύσει άμα τη αφίξει μου.
- Θα θέλετε, μου είπε, να μάθετε πράγματα εκτός των ορίων της κοσμικής ζωής.
- Αυτό είνε αληθές, του είπα. Ήθελα να σας ερωτήσω μερικά πράγματα. Λόγου χάριν, σεις, πάτερ Αθανάσιε, ευρήκατε εδώ που ήλθατε ό,τι εζητούσατε;
- Ασφαλώς, απήντησε. Έχω απόλυτον πεποίθησιν περί αυτού
- Καλά. Σεις, ζωγράφος με ιδιοφυΐαν, ησθάνθητε τόσο πολύ την φωνήν του Θεού, ώστε ήλθατε εδώ;
- Αυτό συνέβη βαθμηδόν, χωρίς και εγώ να το καταλαβαίνω. [//272] Μέχρι τινός δεν εζούσα παρά μόνον δια την τέχνην. Ήθελα την τέχνην να επανέλθη εις την εποχήν της Αναγεννήσεως. Αντελήφθην ότι αυτό δεν ήτο δυνατόν και σιγά-σιγά ήλλαξα κατεύθυνσιν με την ανάγνωσιν θρησκευτικών βιβλίων. Εφαντάσθην (σημείωση: προσπάθεια να κρύψη τον εαυτόν του) ότι εφωτίσθην δια τον δρόμον που έπρεπε να ακολουθήσω. Και ιδού με.
- Εγκαταλείψατε τελείως την ζωγραφικήν;
- Μάλιστα, εντελώς και από ετών δεν έπιασα πέννα. Είμαι ικανοποιημένος με την νέαν μου ζωήν.
Με αυτήν την συνομιλίαν εκόντευε να ξημερώση. Είχα τόσον επηρεασθή από το περιβάλλον, ώστε ενόμιζα ότι διέκρινα εις τον θόρυβον των κυμάτων αόρατα όντα, τα οποία ήσαν πλησίον μας. Ήθελα αν μάθω πώς επερνούσε την ζωήν του το φθινόπωρον και τον χειμώνα.
Συμβαίνει, όπως μου έλεγε, να μη δύναται από τον δυνατόν αέρα να κρατηθή όρθιος.
Η θάλασσα εις εκείνο το μέρος είνε εξαιρετικώς αγρία και επικίνδυνος. Ενίοτε η στέγη αφαρπάζεται από τον άνεμον. Δυστυχήματα συνέβησαν όχι ολίγα. Ο εφοδιασμός των ερημιτών γίνεται δια λέμβων, αι οποίαι αποθέτουν τα ολίγα τρόφιμα, ψωμί και τσάι εις καλάθια, τα οποία κρέμονται από τους βράχους και κατόπιν τα ανασύρουν οι ερημίται.
Ο ερημίτης αποθνήσκει μέσα εις την καλύβην του και το σώμα του θάπτεται εκεί από εκείνον ο οποίος θα τον διαδεχθή εις την θέσιν αυτήν.
Έπεσα να κοιμηθώ επάνω εις μίαν σανίδα, όπου είχε στρωθή μία κουβέρτα. Είχα τόσην ζωηρήν εντύπωσιν, ώστε δεν έκλεισα μάτι έως ότου εξημέρωσε και έπρεπε να φύγω, επειδή η βάρκα μου με τας αποσκευάς με επερίμενε και όταν ανέτελλεν ο ήλιος θα έβγαινε αέρας, οπότε η απομάκρυνσις θα ήτο δυσχερής.
Έσφιξα το χέρι του συνομιλητού μου και αυτός με ηυχαρίστησε με συγκίνησιν, διότι τον επεσκέφθην.
- Ο Θεός μαζί σου, μου λέγει.
Η βάρκα εξεκόλλησε από τον βράχον και επί ώραν παρηκολούθουν το άγριον και μεγαλοπρεπές θέαμα της αξένου ακτής, επί της οποίας ακόμη διεκρίνετο η λεπτή σιλουέττα του ερημίτου».
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
«Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»
Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου του ησυχαστού και θεολόγου