Βασίλης
Μπόκος
Φεύγοντας ἀπό τήν
πόλη, μᾶλλον μουτζούφλης καί κλειδαμπαρωμένος μέσα σου, συμβαίνει
μερικές φορές νά ἐκτεθεῖς στήν θέα ἑνός δειλινοῦ. Τέτοιας
γοητείας, πού μέσα σέ λίγες στιγμές, δέν μπορεῖς παρά
νά παραδεχθεῖς πώς ἔχεις μαγευτεῖ ὁλότελα ἀπό αὐτό πού ἀντικρύζουν
τά μάτια σου. Ἡ βουή τῆς πόλης ἔχει σιγήσει, καί καθώς τό αὐτοκίνητο
ἀνηφορίζει μέ σκέρτσο τόν δρόμο του, βρίσκεις ἐπιτέλους τήν ἠρεμία
πού ζητοῦσε μέρες τώρα ἡ ψυχή σου, μά ἔκανες πώς δέν τήν ἄκουγες. Ὥρα
γιά περισυλλογή λοιπόν, ἀτενίζοντας τό ὑπέροχο θέαμα πού σου
προσφέρει τοῦ ἥλιου τό φευγιό, στῆς ἡμέρας τήν χάση. Παιχνίδια τοῦ
φωτός στά σύννεφα, κάθε στιγμή καί λίγο διαφορετικά, κάθε λεπτό
μοναδικό. Πραγματικό ἔργο τέχνης. Ἕνα ἔργο, πού τόσο γενναιόδωρα
σέ καλεῖ ἡ φύση νά παρακολουθήσεις δωρεάν, ἀνώτερο ἴσως ἀπό
πολλούς πίνακες ζωγραφικῆς ἤ ταινίες πού κόστισαν ἑκατοντάδες
χρήματα. Ἔργο, πού στό γκρίζο τῆς πόλης, σοῦ διαφεύγει, ἔτσι ἁπλά,
κάθε μέρα. Ὅμως αὐτό εἶναι ἐκεῖ, πιστό στό ραντεβού του, καί σήμερα
τά κατάφερες· ἤδη κάπου ταξιδεύεις μαζί του.
Ὁ δρόμος προχωρᾶ καί ἡ μία στροφή
διαδέχεται τήν ἑπόμενη, συνεπής καί αὐτή ὅπως καί ἡ προηγούμενη
στήν ἀποστολή της: νά συνεχιστεῖ τό ταξίδι ἐγγύτερα στόν
προορισμό. Ὅμοια καί οἱ σκέψεις, ἡ μία ὁδηγεῖ στήν ἄλλη, καί ὅλες
μαζί δίνουν στόν νοῦ εὐκαιρίες βαθέος στοχασμοῦ, μιά ἀπαραίτητη
ἀλλαγή ἀπό τήν ἐπιπόλαιη καθημερινότητα πού ἔχεις συνηθίσει. Ὁ
ἥλιος κοντεύει νά χαθεῖ πιά στόν ὁρίζοντα, ἀκολουθώντας δική του
διαδρομή. Ἡ δική σου ὅμως τελειώνει ἐδῶ, μόλις ἔφθασες. Τό
αὐτοκίνητο σταματάει ἔξω ἀπό τήν πέτρινη μάντρα· κοιτώντας γύρω,
ἴσα πού διακρίνεις τό καθολικό στό μισοσκόταδο. Κατεβαίνεις, καί
πηγαίνοντας πρός τά μέσα, νιώθεις ἀκόμη νά ταξιδεύεις. Μήπως
ἔπρεπε νά συνέχιζες λίγο ἀκόμη τόν δρόμο σου ―μιά δυό στροφές
παρακάτω, ὡς καί τήν ἑπόμενη, ἴσως καί λίγο πιό πέρα...
Πλησιάζοντας τόν ναό, μέσα στήν σιγή τοῦ ἀπόβραδου, συνέρχεσαι. Τό περίτεχνο χτίσιμο, ἡ πρόσοψη, ὁ τροῦλος, ὅλο τό ἐξωτερικό παιχνιδίζει μέ τό μυαλό σου, πού προτρέχει νά συνθέσει ὁλόκληρη τήν δομή τοῦ κτιρίου, μαζί μέ ὅσα δέν φαίνονται. Προσκυνᾶς στόν πρόναο, ἀνάβεις κερί. «Το φῶς κόντρα στό σκοτάδι τοῦ κόσμου», εἶχε πεῖ ἕνας ἀδελφός. Μέ τόν συμβολισμό στό μυαλό σου, τό βλέμμα σου κοντοστέκεται γιά μιά στιγμή στήν φλόγα πού ἀνάβοντας, τρεμοπαίζει. Θαρρεῖς πασχίζει νά κρατηθεῖ ἐπάνω στό σχοινί, νά παύσει τό τρεμούλιασμα. Διδάσκεσαι πού τήν βλέπεις νά στεριώνεται, νά ἰσορροπεῖ καί νά δυναμώνει. Πάλι προσκυνᾶς, καί προχωρᾶς πιό μέσα. «Εἰσελεύσομαι, εἰς τόν οἶκον Σου» ἀκούγεται, σέ ἦχο δωρικό μά τόσο σαγηνευτικό. Ἀπολαμβάνεις τήν σύμπτωση, νά μπαίνεις στόν ναό ἀκούγοντας τοῦτα τά λόγια, κάτι σάν σκηνοθεσία. Μᾶλλον λάθος νόμισα, δέν τελείωσε κανένα ταξίδι πρωτύτερα. Πρέπει νά στέκομαι στό σωστό σημεῖο· ἀπό ἐδῶ φαίνεται νά μπορῶ νά συνεχίσω τό ταξίδι μου πολύ καλύτερα ἀπό πρίν, μέ ἄλλον προορισμό, τόσο πολύ μακρύτερα! «Εἰς τό ἐπέκεινα», ἔρχεται αὐθόρμητα, ἕνας ἴσως ὑπερβολικός συνειρμός...
Ἀρκοῦν λίγα λεπτά γιά νά ἐπιβεβαιωθῶ. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἐπιβλητική, ἀλλά καί κατανυκτική. Λίγες κανδῆλες φέγγουν ἐδῶ καί ἐκεῖ στίς εἰκόνες. Τό σκοτάδι ἠρεμεῖ τήν σκέψη, τήν ἀπαλλάσει ἀπό τά περιττά. Στούς τοίχους, σχέδια καί χρώματα ξεπροβάλουν ἀνάμεσα στίς σκιές. Μορφές ἁγίες, ἄνδρες καί γυναῖκες καί παιδιά, βεβαιώνουν γιά τόν ἄλλον, τόν νέο τρόπο νά ζεῖς. Πάθη καί πάθος· κλίση καί ἀπόκριση στό κάλεσμα. Θαυμαστά καί παράδοξα ἀπό τήν ζωή Ἐκείνου, πορεία πρός τόν Σταυρό, Ἀνάσταση. Ὅλα μαζί σμιγμένα ὁλόγυρα στούς τοίχους, τόσο περίτεχνα, σάν ἕνα! Πού δέν μένει ἐκεῖ, μόνο του, στεῖρο. Μά γίνεται ἐπίσης ἕνα μέ τά γλυκά μελίσματα πού φτάνουν στά αὐτιά μου. Γίνεται ἕνα μέ τούς ἤχους, πού ἄλλοτε ἱκετευτικοί, ἄλλοτε δοξολογικοί, κάνουν τήν ψυχή μου νά σκιρτᾶ. Τῆς δίνουν ἕνα ἁπαλό ταρακούνημα, νά πάει πιό κάτω. Νά ἀφήσει τήν βολή της, νά κινηθεῖ. Νά θυμηθεῖ πώς πλάστηκε γιά περισσότερα, ἔχει δρόμο μπροστά της, ταξίδι! Ὅλα αὐτά, συνθέτουν ἕνα πολύ δυνατό βίωμα, πού ὅμως γίνεται πολύ πληρέστερο, ἀποκτώντας ἄλλο βάθος, μέ τήν κυρίαρχη παρουσία τοῦ λόγου. Ἀπό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, τόν Ἀπόστολο, ὅλα τά ἀναγνώσματα, κάθε τροπάριο καί κάθε ποίημα, κάθε «Κύριε ἐλέησον» καί «Ἀμήν». Ἡ διάθεση μετοχῆς στό μυστήριο τοῦ Λόγου, προκαλεῖ ἀπό μόνη της μιά μικρή ἐσωτερική ἀλλοίωση. Δίψα γιά κατανόηση καί μετοχή σέ ὅσα ἀκούγονται καί ὅσα ἐννοοῦνται. Δίψα γιά κεντράρισμα τῆς ζωῆς μου στόν Λόγο, στό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, σέ μιά ἄλλη προσέγγιση στήν ζωή.
Πόσο νόημα μπορῶ νά βρῶ σέ αὐτές τίς στιγμές! Ὁ ἄνθρωπος, μέσα ἀπό τά χαρίσματά του, ἀναζητᾶ τρόπους νά ὑμνήσει τόν Θεό. Δέν βρίσκω ἄλλο τρόπο νά τό ἐξηγήσω. Ἡ τέχνη, πού τόσο πολύ μπορεῖ νά ἐπιδράσει στήν ἀνθώπινη ψυχή καί στό σῶμα, ὑποταγμένη, τρόπον τινά, στίς ἀνάγκες τῆς Λατρείας. Δηλαδή, στήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ὑμνήσει τόν Θεό. Νά μετέχει, νά εἶναι καί αὐτός κομμάτι τοῦ ὅλου, τοῦ συνόλου, τῆς δημιουργίας τοῦ Κυρίου. Καί ἔτσι, ὁ καθένας βάζει τό δικό του τάλαντο, ὅπως καί ὅσο μπορεῖ. Ἄλλος μουσικός, ἄλλος λόγιος, ἄλλος ζωγράφος, ἄλλος χτίστης, ἄλλος ζυμωτῆς, ἄλλος διαχειριστῆς, ἄλλος διάκονος. Ὅλοι μαζί, ἴσως στό ξεχείλισμα τοῦ ἔρωτά τους, καταθέτουν τήν ἀγάπη τους. Καί μπορῶ νά μπαίνω ἐδῶ μέσα, καί νά γίνομαι καί ἐγώ κοινωνός καί μέτοχος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς! Χριστέ μου, ἐλάχιστη προαίρεση βάζω, καί παίρνω τόσα πίσω, πού μου εἶναι ἀδύνατο νά τά διαχειριστῶ, μέ ὑπερβαίνουν!...
Σέ λίγο ἀρχίζει τό δοξαστικό. «Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι...» ψέλνει ὁ καλόγερος, καί ὁ μεσαιωνικός ἦχος μέ ὑποβάλλει σέ κάτι ἀπόκοσμο. Μά ὁ λόγος ἀκόμη περισσότερο! Συναισθάνομαι τό ἐλάχιστο τῆς ὕπαρξής μου, προσπαθῶ νά συλλάβω τί λόγια τολμῶ καί ψελλίζω, ἡ ματιά μου πέφτει στήν Μαρία, μητέρα κλαίουσα κάτω ἀπό τόν σταυρό. Μά καί στήν ἄλλη Μαρία, τήν Αἰγυπτία. Καί σέ ἄλλον ἅγιο, καί σέ ἄλλον, μάρτυρες ὅλοι τῆς ὕπαρξης μιᾶς ἄλλης βιωτῆς. Σέ κοιτοῦν σιωπηλά, σάν νά σοῦ κλείνουν τό μάτι. Πόσες φορές γύρισα τήν πλάτη, ἀντί νά ἁπλώσω τό χέρι! Ὅλα μέ ὁδηγοῦν νά σηκώσω τό βλέμμα μου ψηλά. Ἀντικρύζω τόν Κύριο, ὡς Παντοκράτορα, κυβερνήτη τοῦ πλοίου πού ταξιδεύει... Προσεύχομαι τώρα μέ ὅλη μου τήν ὕπαρξη! Οἱ τρίχες μου ἀνασηκώνονται, στήν σκέψη πώς αὐτό πού σιγοψέλνω τώρα καί ´γῶ, τό ἔψαλλαν καί ἄλλοι χριστιανοί, μία, δύο, τρεῖς γενιές πίσω, χρόνια ὁλόκληρα, αἰῶνες! Κάποιοι ἄνθρωποι, πρίν ἀπό πέντε ἤ ἕξι αἰῶνες, προσεύχονταν ψέλνοντας τούς ἤχους αὐτούς, ἔχοντας στό στόμα τους τά βαθύτατα αὐτά λόγια, γυρνώντας τό βλέμμα τους, στίς ἴδιες αὐτές ἁγιογραφίες πού μέ περιβάλλουν... Τί θλίψεις, τί ἀγωνίες νά τούς κυνηγοῦσαν; Ποιά χαρά στήν ζωή τους νά τούς ἔκανε νά προσεύχονται δοξολογώντας; Συγκλονίζομαι ξανά· πάλι καί πάλι ἀδυνατῶ νά συλλάβω ὅτι θά κοινωνήσω Τόν Ἴδιο Χριστό, ἀπό τό κοινό Ποτήριο, ἴδιο πού κοινώνησαν ὅλοι, ἀπό ἀπόψε, μέχρι πίσω... μέχρι ἐκεῖνο τό βράδυ στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπό τά χέρια Ἐκείνου.
Μέσα στήν ἰδιαιτερότητα αὐτῶν τῶν βιωμάτων, νιώθω ἀτόφιο τό γιάτρεμα μέσα μου, στήν μοναξιά τῆς γυμνῆς ὕπαρξής μου. Συναπάντημα, ἔξω ἀπό τόν χρόνο! Κοιτῶ γύρω μου, καί βλέπω τά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μου. Σύναξις ἐπί τό αὐτό!.. Ἄλλος στοχάζεται, ἄλλος προσεύχεται θερμά· ἄλλος ψέλνει ἐνῶ ἄλλος ἔχει ἀποκάμει ἀπό τήν κούραση, καί γέρνει στό στασίδι μήπως ξεγελάσει λίγο τήν νύστα του. Μέ ἀδελφούς μαζί, ἐδῶ στό τώρα, στό χθές καί στό αὔριο, στά χρόνια καί στούς αἰῶνες πού ἦρθαν καί θά ἔρθουν. Δέν μπορῶ νά μοῦ κρύψω τό προφανές: ἔχω χάσει κάθε αἴσθηση τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου! Πιά, ταξιδεύω μεσοπέλαγα, στά ἀνοιχτά!
Δόξα τῷ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν!
Πλησιάζοντας τόν ναό, μέσα στήν σιγή τοῦ ἀπόβραδου, συνέρχεσαι. Τό περίτεχνο χτίσιμο, ἡ πρόσοψη, ὁ τροῦλος, ὅλο τό ἐξωτερικό παιχνιδίζει μέ τό μυαλό σου, πού προτρέχει νά συνθέσει ὁλόκληρη τήν δομή τοῦ κτιρίου, μαζί μέ ὅσα δέν φαίνονται. Προσκυνᾶς στόν πρόναο, ἀνάβεις κερί. «Το φῶς κόντρα στό σκοτάδι τοῦ κόσμου», εἶχε πεῖ ἕνας ἀδελφός. Μέ τόν συμβολισμό στό μυαλό σου, τό βλέμμα σου κοντοστέκεται γιά μιά στιγμή στήν φλόγα πού ἀνάβοντας, τρεμοπαίζει. Θαρρεῖς πασχίζει νά κρατηθεῖ ἐπάνω στό σχοινί, νά παύσει τό τρεμούλιασμα. Διδάσκεσαι πού τήν βλέπεις νά στεριώνεται, νά ἰσορροπεῖ καί νά δυναμώνει. Πάλι προσκυνᾶς, καί προχωρᾶς πιό μέσα. «Εἰσελεύσομαι, εἰς τόν οἶκον Σου» ἀκούγεται, σέ ἦχο δωρικό μά τόσο σαγηνευτικό. Ἀπολαμβάνεις τήν σύμπτωση, νά μπαίνεις στόν ναό ἀκούγοντας τοῦτα τά λόγια, κάτι σάν σκηνοθεσία. Μᾶλλον λάθος νόμισα, δέν τελείωσε κανένα ταξίδι πρωτύτερα. Πρέπει νά στέκομαι στό σωστό σημεῖο· ἀπό ἐδῶ φαίνεται νά μπορῶ νά συνεχίσω τό ταξίδι μου πολύ καλύτερα ἀπό πρίν, μέ ἄλλον προορισμό, τόσο πολύ μακρύτερα! «Εἰς τό ἐπέκεινα», ἔρχεται αὐθόρμητα, ἕνας ἴσως ὑπερβολικός συνειρμός...
Ἀρκοῦν λίγα λεπτά γιά νά ἐπιβεβαιωθῶ. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἐπιβλητική, ἀλλά καί κατανυκτική. Λίγες κανδῆλες φέγγουν ἐδῶ καί ἐκεῖ στίς εἰκόνες. Τό σκοτάδι ἠρεμεῖ τήν σκέψη, τήν ἀπαλλάσει ἀπό τά περιττά. Στούς τοίχους, σχέδια καί χρώματα ξεπροβάλουν ἀνάμεσα στίς σκιές. Μορφές ἁγίες, ἄνδρες καί γυναῖκες καί παιδιά, βεβαιώνουν γιά τόν ἄλλον, τόν νέο τρόπο νά ζεῖς. Πάθη καί πάθος· κλίση καί ἀπόκριση στό κάλεσμα. Θαυμαστά καί παράδοξα ἀπό τήν ζωή Ἐκείνου, πορεία πρός τόν Σταυρό, Ἀνάσταση. Ὅλα μαζί σμιγμένα ὁλόγυρα στούς τοίχους, τόσο περίτεχνα, σάν ἕνα! Πού δέν μένει ἐκεῖ, μόνο του, στεῖρο. Μά γίνεται ἐπίσης ἕνα μέ τά γλυκά μελίσματα πού φτάνουν στά αὐτιά μου. Γίνεται ἕνα μέ τούς ἤχους, πού ἄλλοτε ἱκετευτικοί, ἄλλοτε δοξολογικοί, κάνουν τήν ψυχή μου νά σκιρτᾶ. Τῆς δίνουν ἕνα ἁπαλό ταρακούνημα, νά πάει πιό κάτω. Νά ἀφήσει τήν βολή της, νά κινηθεῖ. Νά θυμηθεῖ πώς πλάστηκε γιά περισσότερα, ἔχει δρόμο μπροστά της, ταξίδι! Ὅλα αὐτά, συνθέτουν ἕνα πολύ δυνατό βίωμα, πού ὅμως γίνεται πολύ πληρέστερο, ἀποκτώντας ἄλλο βάθος, μέ τήν κυρίαρχη παρουσία τοῦ λόγου. Ἀπό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, τόν Ἀπόστολο, ὅλα τά ἀναγνώσματα, κάθε τροπάριο καί κάθε ποίημα, κάθε «Κύριε ἐλέησον» καί «Ἀμήν». Ἡ διάθεση μετοχῆς στό μυστήριο τοῦ Λόγου, προκαλεῖ ἀπό μόνη της μιά μικρή ἐσωτερική ἀλλοίωση. Δίψα γιά κατανόηση καί μετοχή σέ ὅσα ἀκούγονται καί ὅσα ἐννοοῦνται. Δίψα γιά κεντράρισμα τῆς ζωῆς μου στόν Λόγο, στό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, σέ μιά ἄλλη προσέγγιση στήν ζωή.
Πόσο νόημα μπορῶ νά βρῶ σέ αὐτές τίς στιγμές! Ὁ ἄνθρωπος, μέσα ἀπό τά χαρίσματά του, ἀναζητᾶ τρόπους νά ὑμνήσει τόν Θεό. Δέν βρίσκω ἄλλο τρόπο νά τό ἐξηγήσω. Ἡ τέχνη, πού τόσο πολύ μπορεῖ νά ἐπιδράσει στήν ἀνθώπινη ψυχή καί στό σῶμα, ὑποταγμένη, τρόπον τινά, στίς ἀνάγκες τῆς Λατρείας. Δηλαδή, στήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ὑμνήσει τόν Θεό. Νά μετέχει, νά εἶναι καί αὐτός κομμάτι τοῦ ὅλου, τοῦ συνόλου, τῆς δημιουργίας τοῦ Κυρίου. Καί ἔτσι, ὁ καθένας βάζει τό δικό του τάλαντο, ὅπως καί ὅσο μπορεῖ. Ἄλλος μουσικός, ἄλλος λόγιος, ἄλλος ζωγράφος, ἄλλος χτίστης, ἄλλος ζυμωτῆς, ἄλλος διαχειριστῆς, ἄλλος διάκονος. Ὅλοι μαζί, ἴσως στό ξεχείλισμα τοῦ ἔρωτά τους, καταθέτουν τήν ἀγάπη τους. Καί μπορῶ νά μπαίνω ἐδῶ μέσα, καί νά γίνομαι καί ἐγώ κοινωνός καί μέτοχος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς! Χριστέ μου, ἐλάχιστη προαίρεση βάζω, καί παίρνω τόσα πίσω, πού μου εἶναι ἀδύνατο νά τά διαχειριστῶ, μέ ὑπερβαίνουν!...
Σέ λίγο ἀρχίζει τό δοξαστικό. «Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι...» ψέλνει ὁ καλόγερος, καί ὁ μεσαιωνικός ἦχος μέ ὑποβάλλει σέ κάτι ἀπόκοσμο. Μά ὁ λόγος ἀκόμη περισσότερο! Συναισθάνομαι τό ἐλάχιστο τῆς ὕπαρξής μου, προσπαθῶ νά συλλάβω τί λόγια τολμῶ καί ψελλίζω, ἡ ματιά μου πέφτει στήν Μαρία, μητέρα κλαίουσα κάτω ἀπό τόν σταυρό. Μά καί στήν ἄλλη Μαρία, τήν Αἰγυπτία. Καί σέ ἄλλον ἅγιο, καί σέ ἄλλον, μάρτυρες ὅλοι τῆς ὕπαρξης μιᾶς ἄλλης βιωτῆς. Σέ κοιτοῦν σιωπηλά, σάν νά σοῦ κλείνουν τό μάτι. Πόσες φορές γύρισα τήν πλάτη, ἀντί νά ἁπλώσω τό χέρι! Ὅλα μέ ὁδηγοῦν νά σηκώσω τό βλέμμα μου ψηλά. Ἀντικρύζω τόν Κύριο, ὡς Παντοκράτορα, κυβερνήτη τοῦ πλοίου πού ταξιδεύει... Προσεύχομαι τώρα μέ ὅλη μου τήν ὕπαρξη! Οἱ τρίχες μου ἀνασηκώνονται, στήν σκέψη πώς αὐτό πού σιγοψέλνω τώρα καί ´γῶ, τό ἔψαλλαν καί ἄλλοι χριστιανοί, μία, δύο, τρεῖς γενιές πίσω, χρόνια ὁλόκληρα, αἰῶνες! Κάποιοι ἄνθρωποι, πρίν ἀπό πέντε ἤ ἕξι αἰῶνες, προσεύχονταν ψέλνοντας τούς ἤχους αὐτούς, ἔχοντας στό στόμα τους τά βαθύτατα αὐτά λόγια, γυρνώντας τό βλέμμα τους, στίς ἴδιες αὐτές ἁγιογραφίες πού μέ περιβάλλουν... Τί θλίψεις, τί ἀγωνίες νά τούς κυνηγοῦσαν; Ποιά χαρά στήν ζωή τους νά τούς ἔκανε νά προσεύχονται δοξολογώντας; Συγκλονίζομαι ξανά· πάλι καί πάλι ἀδυνατῶ νά συλλάβω ὅτι θά κοινωνήσω Τόν Ἴδιο Χριστό, ἀπό τό κοινό Ποτήριο, ἴδιο πού κοινώνησαν ὅλοι, ἀπό ἀπόψε, μέχρι πίσω... μέχρι ἐκεῖνο τό βράδυ στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπό τά χέρια Ἐκείνου.
Μέσα στήν ἰδιαιτερότητα αὐτῶν τῶν βιωμάτων, νιώθω ἀτόφιο τό γιάτρεμα μέσα μου, στήν μοναξιά τῆς γυμνῆς ὕπαρξής μου. Συναπάντημα, ἔξω ἀπό τόν χρόνο! Κοιτῶ γύρω μου, καί βλέπω τά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μου. Σύναξις ἐπί τό αὐτό!.. Ἄλλος στοχάζεται, ἄλλος προσεύχεται θερμά· ἄλλος ψέλνει ἐνῶ ἄλλος ἔχει ἀποκάμει ἀπό τήν κούραση, καί γέρνει στό στασίδι μήπως ξεγελάσει λίγο τήν νύστα του. Μέ ἀδελφούς μαζί, ἐδῶ στό τώρα, στό χθές καί στό αὔριο, στά χρόνια καί στούς αἰῶνες πού ἦρθαν καί θά ἔρθουν. Δέν μπορῶ νά μοῦ κρύψω τό προφανές: ἔχω χάσει κάθε αἴσθηση τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου! Πιά, ταξιδεύω μεσοπέλαγα, στά ἀνοιχτά!
Δόξα τῷ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν!