Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η εξόδια ακολουθία του προσφιλούς μου λογίου μοναχού Μωυσή του Αγιορείτου ετελέσθη τη Δευτέρα, 2 Ιουνίου 2014, στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά στο κελί του, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ήταν από τους Αγιορείτες μοναχούς, που καλλιέργησαν προς δόξα Θεού τα τάλαντά τους. Ήταν πολυγραφότατος, έγραψε πάνω από πενήντα βιβλία πνευματικού περιεχομένου. Επίσης, παρά το βεβαρυμένο της υγείας του, λόγω σοβαρότατης παθήσεως του ήπατος, δεν δίσταζε να ανταποκρίνεται σε προσκλήσεις εκτός του Αγίου Όρους και να ομιλεί σε εκδηλώσεις και σε συνέδρια, μην υπολογίζων τον κόπο.
Στη μνήμη του καταθέτω τρία σημεία από το πλούσιο και καρποφόρο πνευματικά έργο του. Το πρώτο είναι η αγάπη του, μετά τον Θεάνθρωπο Σωτήρα Ιησού, την Παναγία Μητέρα Του και την Εκκλησία μαζί με τους Αγίους Της, του Αγίου Όρους, στο οποίο αδιαλείπτως έζησε, πλην των περιόδων της ασθενείας του, για δεκαετίες. Κι όταν ήταν εκτός του Όρους στις επιστολές του έγραφε πως το επιθυμούσε πολύ και ότι μακριά Του αισθανόταν «άστεγος και χρόνια μετανάστης». Σε μία από αυτές γράφει πως στις ΗΠΑ του είπαν ότι μέσα στη νάρκωση της εγχειρήσεως του ζητούσε να πάει στο Άγιον Όρος… Γράφει στο βιβλίο του «Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων»:
« Το Άγιον Όρος κυρίως είναι αυτό που δεν φαίνεται. Είναι η μυστική εκείνη ζωή, που συντελείται σε σκοτεινά κελιά και χαράδρες, από επίμονους αγωνιστές του πνεύματος, που μεταβάλλουν τις νύχτες σε μέρες, που μουλιάζουν και γουβιάζουν την πέτρα και την κάνουν ν’ ανθεί. Μπορεί να έλθει κάποιος στο Άγιον Όρος και να συναντήσει ένα μοναχό ατημέλητο, κουρελή, αχτένιστο, παχύ και να πει: Μα εδώ ήλθα να μου μιλήσουν για τον Θεό και τι μοναχός είναι αυτός. Κι ο μοναχός αυτός που δεν δημιουργούσε κατ’ αρχάς καμιά καλή εντύπωση να είναι ο καλύτερος μοναχός, πολύ καλύτερος από αυτούς που μιλάνε και μάλιστα ωραία…
Η ζωή του μοναχού για τον ορθολογιστή άνθρωπο είναι παράξενη, παράλογη. Ο μοναχός ζει μια ζωή εντελώς διάφορη από τον κοσμικό άνθρωπο. Ο κοσμικός ζει πολλές φορές για την επιτυχία, τη θησαύριση, τη δόξα. Ο μοναχός αντίθετα. Όσο λιγότερα έχει τόσο πιο ευχαριστημένος κι ελεύθερος είναι. Ζει χωρίς όνειρα, ως νεκρός, αλλ’ αυτή η εκούσια νέκρωση, υποταγή και δέσμευση, του δίνει την απερίγραπτη ευρυχωρία και το κελάκι του γίνεται Ειρηνικός ωκεανός».
Το δεύτερο σημείο είναι η αγάπη του στις αλησμόνητες Πατρίδες. Η μητέρα του Βασιλεία καταγόταν από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και του είχε μεταδώσει αυτή την αγάπη. Ο π. Μωυσής έγραψε το 1997, με την ευκαιρία των 75 ετών από τη μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή:
«Το 1922 συντελέσθηκε στην ιερή Μικρασία μια ανελέητη σφαγή, μια φοβερή λεηλασία, μια ατέλειωτη προσφυγιά. Ο πολιτισμός του Ομήρου, του Ηροδότου, του Θαλή, των πρωτομαρτύρων της χριστιανικής πίστεως, των καππαδοκών πατέρων, των μοναχών του Μεσαίωνος, των ανθρώπων της υπομονής και του μόχθου όλης της τουρκοκρατίας δεν μπορούσε να διακοπεί, παρά μόνο μ’ ένα ξεκλήρισμα. Και το κατάφεραν οι Τούρκοι. Όπως έσφαξαν τους Αρμενίους και όπως σφάζουν τους Κούρδους. Οι αριθμοί μιλούν: 500.000 Έλληνες νεκροί. 1.500.000 πρόσφυγες. Αναρίθμητοι βίαιοι εξισλαμισμοί και γενιτσαρισμοί. Σήμερα λίγοι οι κρυπτοχριστιανοί και οι χριστιανοί της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Καταπατημένες οι Συνθήκες. Οι μουσουλμάνοι άνετα αυξάνουν στην παραμελημένη από την Ελλάδα Θράκη. Αυτά γράφονται για να θυμόμαστε και να μη ξεχνάμε. Γιατί σα να ξεχνάμε. Αγωνίζονται λίγοι, για να θυμίζουν την ιστορία, την παράδοση, το χρέος κι ακούν λίγοι. Πρέπει να υπάρξει σεβασμός στην ιστορική μνήμη. Να καταδικασθεί επίσημα η τουρκική θηριωδία. Για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Για να τιμηθεί η μνήμη των νεκρών μας, των αγίων και των ηρώων. Μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, σωβινισμούς και φανατισμούς και διπλωματικές ωραιολογίες η μνήμη της Μικρασίας πρέπει να διατηρηθεί αλώβητη, αγνή, καθαρή».
Το τρίτο σημείο αφορά στην πεποίθησή του ότι ο Ελληνισμός έχει περισσότερα να δώσει στην Ευρώπη παρά να λάβει και πως η Ορθοδοξία παραμένει ανεκμετάλλευτη για τον Ελληνισμό, όπως και το Άγιον Όρος για τους Έλληνες. Γράφει στο βιβλίο του «Άσκηση και άνεση»:
«… Δεν πιστεύουμε πως είμαστε ο περιούσιος λαός και πως η Ορθοδοξία είναι Ελληνική. Πιστεύουμε όμως πως περισσότερα έχουμε να δώσουμε στην Ευρώπη και λιγότερα να λάβουμε. Δυστυχώς όμως οι Νεοέλληνες δεν μάθαμε ακόμη την αξία της Ορθοδοξίας, το εύρος του Ελληνισμού και την έκταση της Ευρώπης… Η Ορθοδοξία επιμένω να θεωρώ ότι παραμένει ανεκμετάλλευτη για τον Ελληνισμό, όπως και το Άγιον Όρος για τους Έλληνες…. Όλη η Ελλάδα, όλη η Βαλκανική, όλη η Ευρώπη καλείται να σκύψει, να διαβεί το κελί του ερημίτη Αγιορείτη, για να συναντήσει αυτό που εναγώνια αναζητά. Την πλήρωση του τραγικά τεράστιου πνευματικού κενού, που του έδωσε η τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη, γιατί το πρόβλημα του κόσμου είναι πνευματικό… Στο απέριττο της ακτημοσύνης, της ολιγάρκειας και της εγκράτειας λάμπει η σαφήνεια του βιώματος και της απαράμιλλης εμπειρίας. Εδώ θρυματίζεται η ατομικότητα, κυματίζει η διακονία, η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση και η κατάφαση της συνδιαλλαγής και κατανοήσεως, η παραδοχή που συγκλονίζει τον άνθρωπο και τον καλεί σε συνεχή μετάνοια, δηλαδή σε μια αδιάκοπη εσωτερική μεταρρύθμιση. Οι άνθρωποι αυτοί του γνήσια καθαρού βιώματος είναι οι στύλοι του Νέου Ελληνισμού».
Ο π. Μωυσής δεν θα μείνει στην Ιστορία της Αθωνικής Πολιτείας μόνο ως ένας των πολυγραφοτέρων λογίων της, αλλά και ως ένας μοναχός με βαθιά πνευματικότητα, που δεν έκαμε απαγγελία, που δεν έγραφε ούτε μιλούσε σε μια ξύλινη γλώσσα, αλλά μέσα από την καρδιά του και για αυτά που είχε βιώσει. Αιωνία του η μνήμη.