Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Πλησιάζοντας τήν ἀποκορύφωση τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν, τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἐπιμένουμε οἱ πιστοί νά ἀπευθυνόμαστε παρακλητικά στήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Διότι, ὅπως λέει καί ὁ ποιητής, «δέν ἔχουν τέλος τά πάθια τοῦ κόσμου».
Κι αὐτά τά «πάθια» μας καταθέτουμε σέ ᾿Εκείνην, πού ἀφενός τά πέρασε καί ξέρει τί σημαίνουν, καί ἀφετέρου μπορεῖ νά μᾶς ἐνισχύσει καί νά μᾶς παρηγορήσει.
Στό προκείμενο τροπάριο ἀπό τήν τρίτη ὠδή τοῦ μικροῦ παρακλητικοῦ κανόνα, ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει κάτι πολύ σημαντικό πού συχνά, ἐνῶ τό βιώνουμε ὡς κάτι τό ἀρνητικό, δέν τό κατανοοῦμε, ἀγνοώντας ἑπομένως τήν αἰτία του καί τή δυνατότητα ὑπέρβασής του· τήν ἀθυμία. ῾
Η ἀθυμία εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρνητική πνευματική κατάσταση, ἡ ὁποία δημιουργεῖ μία ἔλλειψη διάθεσης γιά ὁτιδήποτε πνευματικό, μία «ἀκεφιά» πού λέμε, γεγονός πού κάνει τόν ἄνθρωπο πού τόν διακατέχει νά μή θέλει νά προσευχηθεῖ, νά μή θέλει τόν ἐκκλησιασμό, νά μή θέλει νά μελετήσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά «σέρνεται» κυριολεκτικά σέ ὅ,τι συνιστᾶ βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ ποιητής τήν κατάσταση αὐτή τήν περιγράφει ὡς κατάσταση ζάλης· ὁ ἄνθρωπος παραπατάει, βρίσκεται σέ μία σύγχυση, ἀδυνατεῖ νά δεῖ καθαρά τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο.
Ποιά ἡ αἰτία γιά τή δυσάρεστη πνευματική αὐτή κατάσταση; Καί οἱ ἅγιοί μας, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία μας τό ἐπισημαίνουν· ἡ χαλάρωση στήν πνευματική μας ζωή, δηλαδή ἡ ἐμπλοκή μας στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, πού μᾶς κάνουν νά χάνουμε τήν προτεραιότητα τῆς ζωῆς· τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου· «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ...». Κι εἶναι μία πραγματικότητα πού πρέπει νά τήν ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦ· ὅταν χάνω τή στενή σχέση μέ τόν Χριστό, ὅταν δηλαδή τά λόγια Του δέν ἀποτελοῦν τόν βασικό ἄξονα τῆς ζωῆς μου, θά πρέπει νά γνωρίζω ὅτι θά ἔρθει τό ἀποτέλεσμα· ἡ ἀκηδία, ἡ ἀθυμία, ἡ θλίψη καί ἡ στενοχωρία. «Θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν». Διότι βεβαίως ἡ ἀνατροπή τῶν προτεραιοτήτων, δηλαδή νά θέτω ὡς πρῶτα αὐτά πού πρέπει νά εἶναι δεύτερα· τά πράγματα καί οἱ ἐπιδιώξεις αὐτοῦ του κόσμου, πιστοποιοῦν τήν ἁμαρτία μου καί δέν εἶναι χωρίς πληρωμή. ῞Ο,τι ἐπιλέγω στή ζωή μου, τό ἀντίστοιχο καί θά εἰσπράξω. Κι ἴσως αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημαίνουμε καί στούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους συναναστρεφόμαστε καί πιθανόν ἡ ζωή τους νά μήν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· ὄχι νά τούς ἐλέγχουμε αὐστηρά, ὄχι νά δυσανασχετοῦμε καί νά ὀργιζόμαστε, ἀλλά μέ ταπεινό καί ἠσύχιο τρόπο, καί βεβαίως πάντοτε μέ ἀγάπη καί σεβασμό, νά τούς λέμε· Πρόσεξε, ἀδελφέ, μήν ὁδηγηθεῖς σέ ἀθυμία. Σάν τόν ὅσιο Ποιμένα πού λέει τό Γεροντικό, πού ὅταν εἶδε κάποιον ἀδελφό νά ἁμαρτάνει, ἐνῶ εἶχε τήν ἐξουσία νά τόν ἐλέγξει, ἐκεῖνος τό μόνο πού τοῦ εἶπε, ἦταν ἀκριβῶς αὐτό. Κι αὐτό συνέτισε τόν ἀδελφό.
῾Η ὑπέρβαση τῆς ἀθυμίας λοιπόν εἶναι μονόδρομος· ἡ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ προσπάθεια νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου, κατεξοχήν δέ στήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού προσπάθησε νά ζήσει τήν ἀγάπη καί νά μήν ἔνιωσε αὐτό πού τήν ἀκολουθεῖ· τή χαρά καί τήν εὐτυχία. ῞Οπως τό σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν καταγράφει τόν καρπό τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· «῾Ο δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη...». ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή, ὅταν στρέφομαι στήν Παναγία μας γιά νά τῆς ζητήσω νά μοῦ διασκορπίσει τή ζάλη τῆς ἀθυμίας, στήν πραγματικότητα τῆς ζητῶ τή δύναμη νά μπορῶ νά συγχωρῶ τόν συνάνθρωπό μου, νά μπορῶ νά τόν ἀγαπῶ μέ ὅλη τήν ἔνταση τῆς καρδιᾶς μου.