Ο όσιος Δαβίδ ο Γέροντας γεννήθηκε στο χωριό Γαρδινίτζα. Σέ ηλικία τριών ετών βλέπει τον Τίμιο Πρόδρομο.
Το γεγονός αυτό ήταν η προσωπική του κλήση στη μοναχική ζωή και πολιτεία. Όταν έγινε μοναχός, επιδόθηκε με περισσό ζήλο σε κόπους, νηστείες και αγρυπνίες προσπαθώντας με κάθε τρόπο ν” αποφεύγει το φοβερό δοξάρι της κενοδοξίας.
Το γεγονός αυτό ήταν η προσωπική του κλήση στη μοναχική ζωή και πολιτεία. Όταν έγινε μοναχός, επιδόθηκε με περισσό ζήλο σε κόπους, νηστείες και αγρυπνίες προσπαθώντας με κάθε τρόπο ν” αποφεύγει το φοβερό δοξάρι της κενοδοξίας.
Μεταξύ της Χαιρώνειας και του Ελικώνα θα ιδρύσει περιώνυμο μοναστήρι πού θα καταστεί φάρος φωτεινός των θελόντων σωθήναι.
Αμέτρητοι προσκηνητές έρχονταν κοντά στον Όσιο για να ξεδιψάσουν τον καύσωνα της ψυχής τους. Κι όσο εκείνος απέφευγε τη δόξα των ανθρώπων, τόσο ο Θεός τον δόξαζε καί τον στόλιζε με αμέτρητες αρετές. Ακούγοντας για τη θαυμαστή πολιτεία του Όσιου τον πλησίαζαν αναζητώντας απλανή οδηγό με βαθιά πίστη καί ευλάβεια.
Το μοναστήρι απέκτησε μοναχούς με αγωνιστικό φρόνημα καί φόβο Θεού. Κοντά του προέκοπταν στην αρετή με τις ευλογημένες του παραινέσεις καί τις πολύτιμες συμβουλές του. Κουρασμένοι από τα κύματα της ζωής εύρισκαν γαλήνιο λιμένα στο μοναστήρι του Όσιου. Μιμούμενος τη ζωή του Χριστού διήλθε το βίο του ευεργετών καί ιώμενος.
Κάποια φορά λοιπόν πηγαίνοντας προς την περιοχή της Ελευσίνας με σκοπό να ωφελήσει ψυχές, φιλοξενήθηκε από έναν ευλαβή χριστιανό, ο όποιος θέλοντας να ευχαριστήσει τον Όσιο, θέλησε να του παραθέσει ένα πλούσιο τραπέζι.
Με πολλή αγάπη καί φροντίδα ετοίμασε το φαγητό για να ευχαριστήσει τον Όσιο πού τόσο τον είχε βοηθήσει στην πνευματική του ζωή. Ανάμεσα στα όμορφα φαγητά πού είχε παραθέσει ο καλός χριστιανός, είχε ετοιμάσει κι ένα όμορφο γλύκισμα καμωμένο από κολοκύθα, σπάνιο έδεσμα για τον τόπο εκείνο.
-Πάρε, γέροντα, είναι γλύκισμα όμορφο, θα σ” αρέσει, είπε ο καλός χωρικός.
Καί ο όσιος Δαβίδ αμάθητος στις τόσες περιποιήσεις καί τα όμορφα φαγητά υπάκουσε στο νόμο της αγάπης. Καί πήρε να φάει. Μα το γλύκισμα ήταν τόσο πικρό, ώστε ήταν τελείως αδύνατο να το βάλει κάποιος στο στόμα του.
Ο Όσιος δε μίλησε, οϋτε παραπονέθηκε. Δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό για να μην πικράνει το νοικοκύρη. Όταν όμως εκείνος δοκίμασε από την κολοκύθα, λυπήθηκε πολύ. Καί πιο πολύ επειδή πρόσφερε στον Όσιο του Θεού τέτοιο πικρό κέρασμα.
Τότε ο Όσιος, προικισμένος από το Θεό, διάβασε το λογισμό του κάλου χωρικού καί δεήθηκε στον Κύριο να μετατρέψει την πικρότητα σε γλυκύτητα. Η γεμάτη ευσπλαχνία καρδιά του δεν άντεχε να βλέπει λυπημένο τον ευλαβή χριστιανό. Αφού τέλειωσε την προσευχή του, ευλόγησε το γλύκισμα καί είπε:
-Πάρε, παιδί μου, να δεις πόσο νόστιμο είναι!
Ο νοικοκύρης πήρε να δοκιμάσει. Κι ευθύς ο πικρός καρπός είχε μεταβληθεί σε γλύκισμα.
Γεμάτος χαρά δόξασε το Θεό για τα θαυμαστά πού πάντοτε καί παντού επιτελεί. Καί ο «Αγιος συμπλήρωσε ταπεινά:
-Η αγάπη, παιδί μου, όλα τα γλυκαίνει!
π.Εφραίμ
Αμέτρητοι προσκηνητές έρχονταν κοντά στον Όσιο για να ξεδιψάσουν τον καύσωνα της ψυχής τους. Κι όσο εκείνος απέφευγε τη δόξα των ανθρώπων, τόσο ο Θεός τον δόξαζε καί τον στόλιζε με αμέτρητες αρετές. Ακούγοντας για τη θαυμαστή πολιτεία του Όσιου τον πλησίαζαν αναζητώντας απλανή οδηγό με βαθιά πίστη καί ευλάβεια.
Το μοναστήρι απέκτησε μοναχούς με αγωνιστικό φρόνημα καί φόβο Θεού. Κοντά του προέκοπταν στην αρετή με τις ευλογημένες του παραινέσεις καί τις πολύτιμες συμβουλές του. Κουρασμένοι από τα κύματα της ζωής εύρισκαν γαλήνιο λιμένα στο μοναστήρι του Όσιου. Μιμούμενος τη ζωή του Χριστού διήλθε το βίο του ευεργετών καί ιώμενος.
Κάποια φορά λοιπόν πηγαίνοντας προς την περιοχή της Ελευσίνας με σκοπό να ωφελήσει ψυχές, φιλοξενήθηκε από έναν ευλαβή χριστιανό, ο όποιος θέλοντας να ευχαριστήσει τον Όσιο, θέλησε να του παραθέσει ένα πλούσιο τραπέζι.
Με πολλή αγάπη καί φροντίδα ετοίμασε το φαγητό για να ευχαριστήσει τον Όσιο πού τόσο τον είχε βοηθήσει στην πνευματική του ζωή. Ανάμεσα στα όμορφα φαγητά πού είχε παραθέσει ο καλός χριστιανός, είχε ετοιμάσει κι ένα όμορφο γλύκισμα καμωμένο από κολοκύθα, σπάνιο έδεσμα για τον τόπο εκείνο.
-Πάρε, γέροντα, είναι γλύκισμα όμορφο, θα σ” αρέσει, είπε ο καλός χωρικός.
Καί ο όσιος Δαβίδ αμάθητος στις τόσες περιποιήσεις καί τα όμορφα φαγητά υπάκουσε στο νόμο της αγάπης. Καί πήρε να φάει. Μα το γλύκισμα ήταν τόσο πικρό, ώστε ήταν τελείως αδύνατο να το βάλει κάποιος στο στόμα του.
Ο Όσιος δε μίλησε, οϋτε παραπονέθηκε. Δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό για να μην πικράνει το νοικοκύρη. Όταν όμως εκείνος δοκίμασε από την κολοκύθα, λυπήθηκε πολύ. Καί πιο πολύ επειδή πρόσφερε στον Όσιο του Θεού τέτοιο πικρό κέρασμα.
Τότε ο Όσιος, προικισμένος από το Θεό, διάβασε το λογισμό του κάλου χωρικού καί δεήθηκε στον Κύριο να μετατρέψει την πικρότητα σε γλυκύτητα. Η γεμάτη ευσπλαχνία καρδιά του δεν άντεχε να βλέπει λυπημένο τον ευλαβή χριστιανό. Αφού τέλειωσε την προσευχή του, ευλόγησε το γλύκισμα καί είπε:
-Πάρε, παιδί μου, να δεις πόσο νόστιμο είναι!
Ο νοικοκύρης πήρε να δοκιμάσει. Κι ευθύς ο πικρός καρπός είχε μεταβληθεί σε γλύκισμα.
Γεμάτος χαρά δόξασε το Θεό για τα θαυμαστά πού πάντοτε καί παντού επιτελεί. Καί ο «Αγιος συμπλήρωσε ταπεινά:
-Η αγάπη, παιδί μου, όλα τα γλυκαίνει!
π.Εφραίμ