Ένα πανέμορφο βιβλίο που όταν κυκλοφόρησε, μας εισήγαγε στα άβατα της ερήμου του Αγίου Όρους.Μαζί με τις "Αγιορείτικες μορφές" χάραξαν νέους πνευματικούς δρόμους" Το βιβλίο γραμμένο από τον μακαριστό καθηγούμενο της Μονής Παρακλήτου Χερουβείμ ,έφερνε αυτό που κάνει πράξη σήμερα το μοναστήρι του.Το Άγιον Όρος στη γη της Αττικής.Το προτείνουμε ιδιαίτερα για αυτήν την περίοδο.
Από την ανάγνωση του βιβλίου...
Στο Άγιον Όρος, όταν εγκαταβιώνει κανείς σε σκήτη, πρέπει να γνωρίζει οπωσδήποτε ένα εργόχειρο, μια τέχνη, για να ανταπεξέρχεται στις υλικές του ανάγκες.
Όταν πρωτοπήγα στην καλύβη μας, δύο αδελφοί, ο παπα-Ιωακείμ και ο π. Γρηγόριος, ησκούντο στην αγιογραφία. Με έβαλαν λοιπόν κι εμένα, όπως έχω προαναφέρει, να κάνω μερικά σχέδια, για να με δοκιμάσουν. Διεπίστωσαν όμως, ότι δεν διέθετα την ανάλογη ικανότητα για να γίνω αγιογράφος.
Τότε ο παπα-Ιωακείμ συνεσκέφθη με τον Γέρονται και απεφάσισαν να με στείλουν στα Καυσοκαλύβια, για να μάθω την ξυλογλυπτική. Η τέχνη αυτή, επί των ημερών μου, είχε μεγάλη ανάπτυξι και αξία. Η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων μάλιστα διέθετε θαυμάσιους ξυλογλύπτας.
Οι περισσότεροι σχεδόν μοναχοί εκεί εξασκούσαν το εργόχειρο αυτό. Στα Καυσοκαλύβια ζούσαν δύο γνωστοί μας μοναχοί, προερχόμενοι από την Μονή Γρηγορίου: Ο γέρων Χρυσόστομος και ο υποτακτικός του π. Ακάκιος, ο κατά σάρκα συγγενής μου.
Το ησυχαστήριο τους απείχε είκοσι λεπτά περίπου από την σκήτη, σε μια βραχώδη και ανυδρή γή. Δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν κτισμένο στο βάθος μιας μικρής πεζούλας, σχεδόν ολόκληρο από ξερολίθια.
Η στέγη του κάλυπτε ένα μικρό ναύδριο, επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, δύο-τρία κελλάκια και μια μικρή μαγειρο-τραπεζαρία. Παλαιότερα ασκήτευαν εκεί ρώσοι ησυχασταί. Είχαν διαλέξει την τοποθεσία αυτή, ως την καταλληλότερη της περιοχής, για ησυχία.
Στα Καυσοκαλύβια με πήγε ο ίδιος ο Γέροντας μου και παρακάλεσε τους δύο πατέρας να με δεχθούν για ένα διάστημα και να με βοηθήσουν στην εκμάθησι της ξυλογλυπτικής.
Όταν πρωτοπήγα στην καλύβη μας, δύο αδελφοί, ο παπα-Ιωακείμ και ο π. Γρηγόριος, ησκούντο στην αγιογραφία. Με έβαλαν λοιπόν κι εμένα, όπως έχω προαναφέρει, να κάνω μερικά σχέδια, για να με δοκιμάσουν. Διεπίστωσαν όμως, ότι δεν διέθετα την ανάλογη ικανότητα για να γίνω αγιογράφος.
Τότε ο παπα-Ιωακείμ συνεσκέφθη με τον Γέρονται και απεφάσισαν να με στείλουν στα Καυσοκαλύβια, για να μάθω την ξυλογλυπτική. Η τέχνη αυτή, επί των ημερών μου, είχε μεγάλη ανάπτυξι και αξία. Η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων μάλιστα διέθετε θαυμάσιους ξυλογλύπτας.
Οι περισσότεροι σχεδόν μοναχοί εκεί εξασκούσαν το εργόχειρο αυτό. Στα Καυσοκαλύβια ζούσαν δύο γνωστοί μας μοναχοί, προερχόμενοι από την Μονή Γρηγορίου: Ο γέρων Χρυσόστομος και ο υποτακτικός του π. Ακάκιος, ο κατά σάρκα συγγενής μου.
Το ησυχαστήριο τους απείχε είκοσι λεπτά περίπου από την σκήτη, σε μια βραχώδη και ανυδρή γή. Δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν κτισμένο στο βάθος μιας μικρής πεζούλας, σχεδόν ολόκληρο από ξερολίθια.
Η στέγη του κάλυπτε ένα μικρό ναύδριο, επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, δύο-τρία κελλάκια και μια μικρή μαγειρο-τραπεζαρία. Παλαιότερα ασκήτευαν εκεί ρώσοι ησυχασταί. Είχαν διαλέξει την τοποθεσία αυτή, ως την καταλληλότερη της περιοχής, για ησυχία.
Στα Καυσοκαλύβια με πήγε ο ίδιος ο Γέροντας μου και παρακάλεσε τους δύο πατέρας να με δεχθούν για ένα διάστημα και να με βοηθήσουν στην εκμάθησι της ξυλογλυπτικής.