Ηλία Βουλγαράκη
Ο Χρυσόστομος καλεί για Ιεραποστολή, Αθήνα 1983, σελ. 51-61
Ο Χρυσόστομος καλεί για Ιεραποστολή, Αθήνα 1983, σελ. 51-61
Αν σε κάθε παράγραφο από τις προηγούμενες επεργαζόμαστε και παραθέταμε όλα τα αποσπάσματα από τους λόγους του αγίου Ιωάννου που σχετίζονται με τα θέματα που εκθέτονται σ' αυτές, τότε το τεύχος αυτό θα έπαιρνε την έκταση ενός πολυσέλιδου βιβλίου. Το ίδιο, αλλά σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό ισχύει για την παράγραφο αυτή. Πολλές είναι οι ευκαιρίες που βρίσκει στα κηρύγματά του ο ιερος Χρυσόστομος για να αναπτύξει τις απόψεις του πάνω οτίς προϋποθέσεις, στις δυσκολίες και στον τρόπο με τον οποίο πείθονται οι εθνικοί να εγκαταλείψουν τις πατροπαράδοτες θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. ʼλλες τόσες είναι οι εύκαιρίες για να συστήσει στο ακροατήριό του τρόπους μεταστροφής των εθνικών. Στην παράγραφο αυτή θα ασχοληθούμε κυρίως με τους δεύτερους, παρουσιάζοντας μόνο μερικούς χαρακτηριστικούς.
Είπαμε και στην αρχή ότι μια βασική θέση του ιερού Πατέρα για την επιστροφή των μη χριστιανών στην Εκκλησία είναι το παράδειγμα. Την άποψη αυτή την επαναλαμβάνει κατά κόρον. Περιοριζόμαστε εδώ να παρουσιάσουμε μόνο μερικά αποσπάσματα, εκτός από εκείνα που διαβάσαμε παραπάνω, καταχωρισμένα ανάμεσα σε άλλες ενότητες.
Πηγή : Αποστολική Διακονία
Αρχίζουμε με ένα αρνητικό, δηλαδή με μαρτυρία του ιερού Χρυσοστόμου οτι η παράλειψη από μέρους των χριστιανών της ασκήσεως καλών έργων επιδρά ανασταλτικά στην μεταστροφή: «Μη μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια, ας ανασκουμπωθούμε· μόνο τότε θα καταφέρουμε να ανασύρουμε τους ειδωλολάτρες από την πλάνη. Όταν όμως μιλάμε για ψηλές έννοιες και παράλληλα στην πράξη ενεργούμε κάθε ασχήμια, τι μάτια θα 'χουμε να τους αντικρύσουμε; Πώς θα τολμήσουμε να συζητήσουμε για τα δόγματα; Πες μου, δηλαδή, τι θα 'χεις να πεις στον ειδωλολάτρη όταν είσαι σφετεριστής και πλεονέκτης; Θα του πεις να εγκαταλείψει την ειδωλολατρία; Να αποκτήσει φόβο Θεού; Να μη προσκολλάται στα λεφτά; Μα θα γελάσει μαζί σου και θα σου πει· δεν τα λες καλύτερα αυτά στον εαυτό σου πρώτα; Δεν είναι εξίσου σφαλερό να λατρεύει τα είδωλα ο ειδωλολάτρης και να κάνει το ίδιο κι ο χριστιανός; ΙΙώς θα μπορέσουμε να τους απαλλάξουμε από εκείνη την ειδωλολατρία από την οποία εμείς δεν απαλλασσόμαστε; Ο εαυτός είναι πιο κοντά μας απ' ότι ο συνάνθρωπός μας. 'Οταν δεν είμαστε σε θεση να πείσουμε τον εαυτό μας, πώς θα πείθουμε τους άλλους; » ( PG 60, 440)
Με ακόμη περισσότερη σαφήνεια διατυπώνει στο παρακάτω απόσπασμα την ίδια άποψη, ενώ συγχρόνως ανατρέπει το πρόσχημα που, καθώς φαίνεται, συχνά θα πρόβαλαν οι χριστιανοί στους εθνικούς για να δικαιολογήσουν τη μειοδοσία τους σε συνέπεια χριστιανικής ζωής. «Θα σε ρωτήσει ο ειδωλολάτρης· από πού θα βεβαιωθώ ότι τις εντολές του Θεού είναι δυνατό να τις εφαρμόσω; Να, εσύ που είσαι Χριστιανός από γεννησιμιού σου κι ανατράφηκες με τα νάματα της καλής αυτής θρησκείας, δεν τις εφαρμόζεις. Τι θα του απαντήσεις τότε; Βέβαια, μπορείς να του πεις· Να σου δείξω άλλους που τις εφαρμόζουν, μοναχούς που περνούν τη ζωή τους στην έρημο. Δεν ντρέπεσαι, όμως, την ώρα που διακηρύττεις πως είσαι Χριστιανός, να παραπέμπεις σε άλλους, επειδή ο ίδιος δεν είσαι σε θέση να αποδείξεις πως ζεις χριστιανικά; Αμέσως ο ειδωλολάτρης θα σου πει· Για ποιό λόγο να τρέχω στα βουνά και να βάζω πλώρη για τις ερημιές; Αν δεν είναι δυνατό διατρίβοντας μες στην αντάρα των πόλεων να εφαρμόζει κανείς το Χριστιανισμό, εύλογα θα μπορούσε να κατηγορηθεί αυτό το ήθος ζωής, εφόσον πρέπει να εγκαταλείψουμε όλοι τις πόλεις και να τρέχουμε στις ερημιές. Δείξε μου έναν άνθρωπο με οικογένεια, με παιδιά που να εφαρμόζει το Χριστιανισμό. Τι θα του απαντήσουμε; Δε θα 'μαστε υποχρεωμένοι να κατεβάσουμε το κεφάλι και να φύγουμε ντροπιασμένοι; Αλλ' όμως ο Χριστός δε μας ζήτησε αυτό· τι μας ζήτησε; «Λαμψάτω· το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. ε , 16), όχι 'έμπροσθεν' των βουνών ή της ερημιάς ή των απρόσιτων βράχων. Κι αυτά τα λέω όχι με πρόθεση να κακολογήσω αυτούς που αποσύρθηκαν στα βουνά , α λλά για να διεκτραγωδήσω την κατάσταση αυτών που κατοικούν στις πόλεις, έχοντας διώξει απ' αυτές την αρετή. Γιαυτό, σας παρακαλώ, το ασκητικό φρόνημα που υπάρχει στις ερήμους ας το μεταφυτεύσουμε κι εδώ, για να γίνουν οι πόλεις πραγματικοί χώροι κοινωνίας· κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εγκαρδιώσει τον ειδωλολάτρη για να εγκαταλείψει τα είδωλα, κάτι τέτοιο θα μας απάλλασσε από μύρια σκάνδαλα » ( PG 60, 643-644).
Κλείνουμε τη σειρά αυτή των αποσπασμάτων με ένα που τονίζει τη θετική συμβολή που προσφέρει η συνεπής χριστιανική ζωή για τη μεταστροφή των εθνικών, χωρίς να ξεχνά και πάλι να τονίσει την κακή επίδραση που ασκεί το αρνητικό παράδειγμα στη μεταστροφή και χωρίς να παραλείπει να υπογραμμίσει την ευθύνη των ανθρώπων αυτών απέναντι στο Θεό. «Τους ειδωλολάτρες δεν τους φέρνουν στην πίστη τόσο τα θαύματα, όσο η συμπεριφορά μας· και τίποτε δεν κάνει τη συμπεριφορά μας τόσο εφελκυ- στική όσο η αγάπη. Τα θαύματα, συνέβη πολλές φορές να αφήσουν εκτεθειμένους τους θαυματουργούς· κάνεις όμως δεν μπορεί να προσβάλει τον καθαρό βίο. Την περίοδο που το κήρυγμα δεν είχε ακόμα πλατιά διάδοση, ήταν φυσικό να εντυπωσιάζουν τα θαύματα· τώρα πια όμως, μόνο η συμπεριφορά πρέπει να θαυμάζεται. Τίποτε δε προκαλεί στους ειδωλολάτρες σεβασμό όπως η αρετή, τίποτε δεν τους σκανδαλίζει όπως η κακία· και είναι εύλογο αυτό. Όταν σε βλέπει ο ειδωλολάτρης να πλεονεκτείς, να αρπάζεις, να παροτρύνεις σε πράξεις αντίθετες με τις πεποιθήσεις που προβάλλεις, και να εκμεταλλεύεσαι τους συνανθρώπους σου σαν να είναι άγρια ζώα, εσένα που πήρες εντολή από το Χριστό ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, είναι φυσικό να εκλαμβάνει ως ασυναρτησίες τα μηνύματα που του απευθύνεις. Όταν σε βλέπει να τρέμεις το θάνατο, πώς θα δεχτεί όσα του λες για την αθανασία; Όταν μας βλέπει να καυγαδίζουμε για την αρχηγία και να 'μαστε υποδουλωμένοι σε κάθε είδους πάθη, περισσότερο στεριώνεται στις πεποιθήσεις του, επειδή ακριβώς δεν παρατηρεί σε μας τίποτε αξιοθαύμαστο. Εμείς φταίμε, εμείς μόνο, που εκείνοι παραμένουν μες στην πλάνη. Γιατί οι παλιές πεποιθήσεις τους από καιρό τώρα τους φαίνονται ξεπερασμένες, ενώ παράλληλα θεωρούν σπουδαία τα δικά μας δόγματα· όμως εμποδίζονται να προσέλθουν στην πίστη από τον τρόπο της δικής μας ζωής. Είναι εύκολο να φιλοσοφείς με τα λόγια (άλλωστε και πολλοί είδωλολάτρες το πέτυχαν) - εκείνο που αναζητούν είναι η εφαρμογή στην πράξη. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να τους παραπέμψουμε στα έργα των προηγούμενων χριστιανικών γενεών. Όμως δε μας πιστεύουν, θέλουν να πάρουν τις αποδείξεις τους από τους σύγχρονους. Φανέρωσε μου, μας λένε, την πίστη σου με τα έργα σου. Τίποτε όμως· αντίθετα, βλέποντάς μας να κατατρώμε τους αδελφούς μας σαν θηρία, μας αποκαλούν όλεθρο της οικουμένης. Αυτά είναι που απωθούν τους ειδωλολάτρες και δεν τους αφήνουν να ενταχθούν στην Εκκλησία. Και είναι επόμενο πως θα τιμωρηθούμε γι αυτό, όχι, δηλαδή, μόνο για τα σφάλματα μας, αλλά και γιατί εξαιτίας μας κακοχαρακτηρίζεται το όνομα του Θεού μας ( PG 59, 394-35).
Ως συμπέρασμα των παραπάνω μπορεί να χρησιμοποιηθεί το πολύ ωραίο σε νοήματα απόσπασμα που παρατίθεται στη συνέχεια, το οποίο, παράλληλα, αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο κανόνα για ολόκληρο το έργο της ιεροποστολής: « Έ γνοια μας δεν πρέπει να είναι μόνο να αυξηθούν αριθμητικά οι πιστοί, αλ λά πιότερο να καταρτιστούν σωστά · όταν πετύχουμε το δεύτερο, τότε θα συντελεστεί και το πρώτο. Κανένας δε σπεύδει να κατασκευάσει το σπίτι του ευρύχωρο-πρώτο του μέλη μα είναι να το θεμελιώσει γερά και να το κτίσει στερεά, όποτε έχει την άνεση να το φτιάξει και ευρύχωρο · δε ξεκινάς ανοικοδόμηση για να ρεζιλευτείς. Πρώτα ας επιδιώκουμε την ποιότητα και μετά τον αριθμό. Όταν εξασφαλιστεί εκείνη, εύκολα πετυχαίνεται κι ο αριθμός· όταν όμως δεν υπάρχει ποιότητα, κι αν ακόμα έχει επιτευχθεί εκείνος, κανένα όφελος δεν προκύπτει. Όταν υπάρχουν μες στην Εκκλησία πιστοί που είναι σε θέση να φεγγοβολούν, τότε θα 'ρθει και το μεγάλο πλήθος όταν λείπουν, και το πλήθος μένει ακατάρτιστο » ( PG 60, 189).
Μετά από τις παραπάνω γενικές υποδείξεις του ιερού Χρυσοστόμου, ας δούμε τρεις ειδικές, οι οποίες σχετίζονται πιο άμεσα με τη μέθοδο της ιεραποστολής .
Η πρώτη κάνει λόγο για το θάρρος που πρέπει να διαθέτει κανείς για να διακηρύττει την πίστη του, έστω κι αν βρίσκεται μπροστά σε ανώτερούς του εθνικούς : «Στάθηκε θαρραλέος απέναντι σε άρχοντες και βασιλιάδες (ο μάρτυς Λουκιανός)· αυτό πρέπει να κάνουμε και μεις σήμερα· όταν τυχαίνει να παρευρισκόμαστε σε συναντήσεις πλούσιων και σπουδαίων εθνικών, πρέπει να διακηρύττουμε με αυτοπεποίθηση την πίστη μας, να δείχνουμε την περιφρόνηση μας στην πλάνη τους. Κι αν τυχόν επιχειρούν να παινέψουν τις δικές τους πεποιθήσεις και να εξευτελίσουν τις δικές μας, δεν πρέπει να σιωπούμε, ούτε να το ανεχόμαστε, αλλά αφού ξεσκεπάσουμε την αθλιότητά τους, να εγκωμιάζουμε την πίστη των Χριστιανών με σύνεση και χωρίς καμιά αναστολή. Και όπως ακριβώς ο βασιλιάς φορά στο κεφάλι του το διάδημα, έτσι και μεις πρέπει φανερά να φέρουμε και να γνωστοποιούμε παντού την πίστη μας. Γιατί δε στολίζει τόσο εκείνον το στεφάνι, όσο εμάς η πίστη μας κι η διακήρυξή της. Κι όχι μόνο με τα λόγια να ομολογούμε την πίστη μας, αλλά και στην πράξη να την εφαρμόζουμε, παρουσιάζοντας το βίο μας αντάξιο, σε καθετί, της ομολογίας μας· έτσι δε θα ντροπιάζουμε τις θεωρητικές αρχές με την ηθική γυμνότητα των έργων μας, άλλά θα δοξάζουμε με όλη μας την ύπαρξη το Δεσπότη μας, ώστε να απολαύσουμε και την εδώ και την εκεί τιμή» ( PG 50,526).
Η δεύτερη θίγει ένα σημαντικό θέμα για το οποίο έχει ο άγιος Ιωάννης επανειλημμένα μιλήσει. Παίρνοντας αφορμή από το χωρίο του απ. Παύλου «... αλλ' ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού» και υιοθετώντας το απόλυτα, διδάσκει ότι το χριστιανικό κήρυγμα δεν πρέπει να στηρίζεται σε ανθρώπινους συλλογισμούς, αλλά στο λόγο της Αγίας Γραφής: «Μη βγάζει το συμπέρασμα πως δε γίνονταν τότε θαύματα, επειδή δεν γίνονται σήμερα. Και τότε υπήρχε λόγος που γίνονταν, και σήμερα υπάρχει λόγος που δεν γίνονται. Το γεγονός ότι σήμερα το κήρυγμα αξιοποιεί τη σοφία δε μας υποχρεώνει να υπακούμε αποκλειστικά στα επιχειρήματα. Αυτοί που διέδωσαν πρώτοι το Ευαγγέλιο ή σαν αγράμματοι και άσημοι και τίποτα δεν έλεγαν από μόνοι τους, αλλά διέδωσαν στην οικουμένη εκείνα που δέχτηκαν οι ίδιοι από το Θεό· και μεις οι σημερινοί δε συμπληρώνουμε το κήρυγμα με δικά μας, αλλά, εκείνα που παραλάβαμε απ' αυτούς, αυτά μεταδίδουμε σ' όλους. Και ούτε σήμερα πείθουμε με λογικές άποδείξεις, αλλά φέρνουμε για ενίσχυση αυτών που λέμε χωρία από τις θείες Γραφές και αναφορές θαυμάτων που έγιναν τότε. Αλλά και αυτοί τότε δεν έπειθαν μόνο με τα θαύματα, αλλά και με την επιχειρηματολογία· και στα λόγια τους έδιναν κύρος τα θαύματα και οι μαρτυρίες που έφερναν από την Παλαιά Διαθήκη » ( PG 61,50-51).
Κι η τρίτη ύποδειξη του ιερού Πατέρα έρχεται να θέσει ένα άλλο σημαντικό θέμα που κι αυτό το έχει επίσης πολλές φορές υπογραμμίσει. Πρόκειται για τον τρόπο της συζητήσεως που πρέπει να κάνουν οι χριστιανοί με τους εθνικούς για θέματα πίστεως. Κύριος κανόνας για τους χριστιανούς ήταν η διατήρηση της ψυχραιμίας τους και η αποφυγή από μέρους τους του θυμού, κάτι που φαίνεται θα συνέβαινε δυστυχώς συχνά. «'Οταν εμπλεκόμαστε σε συζητήσεις με μη Χριστιανούς, να ανατρέπουμε τα επιχειρήματά τους δίχως θυμό και δίχως οξύτητα. Το να μιλάμε με θυμό δε μαρτυρεί παρρησία, αλλά φανατισμό και μισαλλοδοξία. Η αληθινή όμως παρρησία είναι να μιλάμε με ηπιότητα και μετριοπάθεια. Δεν μπορεί το ίδιο πράγμα να είναι ταυτόχρονα και προτέρημα και ελάττωμα. Η παρρησία βέβαια είναι προτέρημα, ο θυμός όμως είναι ελάττωμα. 'Ετσι , αν θέλουμε να συζητούμε με παρρησία, τότε πρέπει να είμαστε απαλλαγμένοι από θυμό. Διαφορετικά θα νομίσει κανείς ότι τα λόγια μας υπαγορεύονται από θυμό. Αν όμως μιλάς με θυμό, έστω κι αν λες πράγματα σωστά, τα έχασες όλα. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν διακηρύττεις την πίστη σου ή δίνεις συμβουλές ή κάνεις οτιδήποτε άλλο »( PG 60, 138).
Στην αρχή του τεύχους αυτού απευθύνθηκε σε όλους μας μια πρόσκληση για να πάρουμε μια θέση ανάμεσα στο ακροατήριο στο οποίο κήρυττε, στην Αντιόχεια κι ύστερα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Στην ώρα που διαθέσαμε για να διαβάσουμε τις παραπάνω σελίδες ακούσαμε τον άγιο Πατέρα να μιλάει άλλοτε για να μας ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την ιεραποστολή, άλλοτε για να μας δείξει τη μεγάλη της σημασία, άλλοτε για να επιπλήξει τους αδιάφορους και άλλοτε πάλι για να δώσει οδηγίες για τον τρόπο ασκήσεώς της.
Τώρα που το κήρυγμα τέλειωοε και μεις, μαζί με το ακροατήριο, φεύγουμε από την Εκκλησία για να ξαναγυρίσουμε στις ιδιωτικές μας υποθέσεις, τι να συλλογιζόμαστε; Μας άγγιξαν τα λόγια του; Μας στενοχώρησαν; Μας ενθουσίασαν μήπως; Ένα πάντως είναι γεγονός, ότι δε μπορεί να μας άφησαν αδιάφορους. Η φλόγα της ψυχής του μεγάλου ιεροκήρυκα και η ρομφαία του λόγου του μας υποχρεώνουν να πάρουμε αποφάσεις.
Επιστρέφοντας με τη σειρά του ο άγιος Ιωάννης στο κελλί του, κατάκοπος από το κήρυγμα θα συλλογιζόταν κι αυτός για το ποιά απήχηση είχαν τα λόγια του. Πέτυχε να ξυπνήσει τις συνειδήσεις του ακροατηρίου του; Ασφαλώς το παν ανέθετε στη θεία Πρόνοια. Ωστόσο ως άνθρωπος προσπαθούσε να διακρίνει το πνεύμα των ακροατών του. Με το μάτι της ψυχής του αναζητούσε τα πρόσωπά τους. Επεδίωκε να πάρει μια απάντηση.
Αυτή η ματιά κι αυτή η ψυχή εξακολουθεί και σήμερα να κατευθύνεται ερωτηματικά προς όλους που ακούνε τα εμπνευσμένα λόγια του. Τι απόφαση θα πάρουν;
Είναι ένα ερώτημα που απευθύνεται και σε μας.