Είναι ένα κρύο μαρτιάτικο πρωινό. Δεν έχει ακόμη καλά –καλά ξημερώσει. Η πρωτεύουσα του Βορρά, η Θεσσαλονίκη, κοιμάται τον ανήσυχο εφιαλτικό ύπνο της σκλαβιάς, αφού βρισκόμαστε στα 1544.
Το φτωχό Ελληνόπουλο, ο Μιχάλης Μαυρουδής, μέσα στο χάραμα, διασχίζει βιαστικός τους έρημους δρόμους. Τα λιγοστά τριμμένα ρούχα του αφήνουν το ξεροβόρι να περνάει και να περονιάζει το σώμα του.
Μα μέσα του υπάρχει μια ζεστή καρδιά. Φλέγεται απ’ την πίστη και την αγάπη στο Χριστό.
Πηγή : Αντέχουμε
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε κιόλας έξω από το ψωμάδικο του, που με τα κέρδη του συντηρούσε την οικογένειά του. Ο πατέρας του δε ζούσε κι έτσι ο Μιχάλης ήταν που έπρεπε να φροντίζει για όλα.
Και να, σε λίγο ο πρώτος πελάτης φάνηκε στο κατώφλι του μαγαζιού. Ένα μικρό Τουρκόπουλο, που ήρθε πρωί πρωί για ψωμί.
Ο φλογερός ιεραπόστολος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία, να σπείρει την αλήθεια του Θεού, στην αθώα παιδική ψυχή. Πού ξέρεις, ίσως κάποτε φυτρώσει ο σπόρος του! Διηγείται με ζωηρά λόγια το θαύμα του Χριστού στην έρημο, που χόρτασε με δυο ψάρια και πέντε ψωμιά χιλιάδες ανθρώπους.
Η ζωντανή διήγησή του μαγνητίζει το παιδί. Τον κοιτάζει στα μάτια και η ψυχή του ρουφάει αχόρταγα τη δροσιά της αλήθειας. Όμως αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα έρχεται να χαλάσει απότομα μια άγρια φωνή.
-Τι σου ‘λεγε αυτός ο άπιστος; Και χυμάει, σαν λιοντάρι ανάμεσά τους, ένας μανιασμένος Τούρκος. Αρπάζει τα’ αδύνατα παιδικά χεράκια και τα σφίγγει οργισμένα. Το Τουρκάκι λέει όλα όσα του ‘πε ο Μιχάλης.
*
Το τουρκικό δικαστήριο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Το άγριο ακροατήριο φαίνεται ικανοποιημένο, που έφερε ως εδώ το θύμα του. Ο δικαστής, για πολλή ώρα ακούει τον κατηγορούμενο, να απολογείται. Όμως αυτή δεν είναι απολογία. Αυτός ο ραγιάς μιλάει για το Θεό του, που είναι Παντοδύναμος, Δίκαιος…
Και τώρα, τι ακούει; Μιλάει για το Χριστό. Λέει, πως έζησε στη γη. Πως έκανε θαύματα. Λέει για το σταυρικό του θάνατο, αλλά και για την ένδοξη Ανάσταση. Και κύτταξέ τον λάμπει το πρόσωπό του…
-Φτάνει, τον διακόπτει απότομα, χτυπώντας το χέρι στην έδρα.Καταδικάστηκες μόνος σου. Παρ’ όλα αυτά όμως, σου δίνω προθεσμία να σκεφτείς και ν’ αλλάξεις.
-Ευχαριστώ, Κατή, δε μου χρειάζεται. Το Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να πάθω οτιδήποτε για την αγάπη Του. Η απάντηση είναι, το σκληρό μαστίγιο, που γεμίζει πληγές το νεανικό του σώμα. Το αίμα του βάφει τις πλάκες της αυλής.
Καταπληγωμένο, μισολιποθυμισμένο, με αλυσίδες στα χέρια, τον σέρνουν στην υγρή φυλακή και βάζουν τις αμπάρες.
Οι Χριστιανοί, που λίγο αργότερα καταφέρνουν να έρθουν, για να τον ενισχύσουν, μένουν έκπληκτοι. Βρίσκουν ένα φυλακισμένο γελαστό, με μια ουράνια χαρά. Τη νύχτα του την περνάει με ψαλμωδία και προσευχή, όπως οι πρώτοι μάρτυρες της πίστης.
Έτσι, με νέο κουράγιο μπορεί την άλλη μέρα να επαναλάβει:
-Δεν αρνούμαι το Χριστό μου, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ Αυτόν.
*
Πέμπτη 21 Μαρτίου. Ώρα 3 το μεσημέρι. Μια απ’ τις πλατείες της πόλης είναι γεμάτη Τούρκους. Τα γειτονικά παράθυρα κι οι εξώστες φιλοξενούν πλήθος κόσμου. Ως και στα δέντρα σκαρφαλώσαν τα Τουρκάκια, για να δουν, Πιο πίσω, κάπου παράμερα, οι Χριστιανοί προσεύχονται θερμά στο Θεό.
Όλοι όσοι βρίσκονται εκεί, ξέρουν την καταδικαστική απόφαση, που έβγαλε το τουρκικό δικαστήριο.
«Επειδή ο Μιχαήλ Μαυρουδής, ο από Χριστιανών γονέων, παρεκινήθη θεληματικώς… και ωμολόγησεν μετά παρρησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός.. όστις και τον ιδικόν μας προφήτην Μωάμεθ είπε ψεύστην και πλάνον… μη θέλων να μετανοήσει δι‘ όσα ελάλησεν , απεφάσισεν ο νόμος να παραδοθεί εις το πυρ».
Το μαρτυρικό τέλος ήρθαν όλοι να παρακολουθήσουν. Οι Τούρκοι, για να ικανοποιήσουν τα άγρια αισθήματά τους.
Οι Χριστιανοί, για να ζητήσουν απ’ το Θεό να δώσει δύναμη στο νεαρό μάρτυρα. Είναι όμως κι άλλοι αόρατοι θεατές στο στίβο του μαρτυρίου. Στρατιές αγγέλων και μαρτύρων, που περιμένουν τον αθλητή να τον οδηγήσουν νικητή στο θρόνο του Θεού.
Σε λίγη ώρα, ο μικρός ιεραπόστολος , μέσα απ’ τις φλόγες, πηγαίνει να συναντήσει τον Αρχηγό του.
Μήπως η ηρωική μορφή του σκλαβωμένου νεομάρτυρα υπενθυμίζει και σε μας, που ζούμε ελεύθεροι, ένα καθήκον; Να διαδίδουμε ατρόμητοι την αλήθεια του Χριστού.
.
Αντιγραφή για το «Σπιτάκι της Μέλιας»
Η Ζωή του Παιδιού
Δεκαπενθήμερο νεανικό περιοδικό
Έτος 32ο – αριθ.φύλλου 676
Αθήναι 12 Μαρτίου 1977
Ο φλογερός ιεραπόστολος εκμεταλλεύεται την ευκαιρία, να σπείρει την αλήθεια του Θεού, στην αθώα παιδική ψυχή. Πού ξέρεις, ίσως κάποτε φυτρώσει ο σπόρος του! Διηγείται με ζωηρά λόγια το θαύμα του Χριστού στην έρημο, που χόρτασε με δυο ψάρια και πέντε ψωμιά χιλιάδες ανθρώπους.
Η ζωντανή διήγησή του μαγνητίζει το παιδί. Τον κοιτάζει στα μάτια και η ψυχή του ρουφάει αχόρταγα τη δροσιά της αλήθειας. Όμως αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα έρχεται να χαλάσει απότομα μια άγρια φωνή.
-Τι σου ‘λεγε αυτός ο άπιστος; Και χυμάει, σαν λιοντάρι ανάμεσά τους, ένας μανιασμένος Τούρκος. Αρπάζει τα’ αδύνατα παιδικά χεράκια και τα σφίγγει οργισμένα. Το Τουρκάκι λέει όλα όσα του ‘πε ο Μιχάλης.
*
Το τουρκικό δικαστήριο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Το άγριο ακροατήριο φαίνεται ικανοποιημένο, που έφερε ως εδώ το θύμα του. Ο δικαστής, για πολλή ώρα ακούει τον κατηγορούμενο, να απολογείται. Όμως αυτή δεν είναι απολογία. Αυτός ο ραγιάς μιλάει για το Θεό του, που είναι Παντοδύναμος, Δίκαιος…
Και τώρα, τι ακούει; Μιλάει για το Χριστό. Λέει, πως έζησε στη γη. Πως έκανε θαύματα. Λέει για το σταυρικό του θάνατο, αλλά και για την ένδοξη Ανάσταση. Και κύτταξέ τον λάμπει το πρόσωπό του…
-Φτάνει, τον διακόπτει απότομα, χτυπώντας το χέρι στην έδρα.Καταδικάστηκες μόνος σου. Παρ’ όλα αυτά όμως, σου δίνω προθεσμία να σκεφτείς και ν’ αλλάξεις.
-Ευχαριστώ, Κατή, δε μου χρειάζεται. Το Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να πάθω οτιδήποτε για την αγάπη Του. Η απάντηση είναι, το σκληρό μαστίγιο, που γεμίζει πληγές το νεανικό του σώμα. Το αίμα του βάφει τις πλάκες της αυλής.
Καταπληγωμένο, μισολιποθυμισμένο, με αλυσίδες στα χέρια, τον σέρνουν στην υγρή φυλακή και βάζουν τις αμπάρες.
Οι Χριστιανοί, που λίγο αργότερα καταφέρνουν να έρθουν, για να τον ενισχύσουν, μένουν έκπληκτοι. Βρίσκουν ένα φυλακισμένο γελαστό, με μια ουράνια χαρά. Τη νύχτα του την περνάει με ψαλμωδία και προσευχή, όπως οι πρώτοι μάρτυρες της πίστης.
Έτσι, με νέο κουράγιο μπορεί την άλλη μέρα να επαναλάβει:
-Δεν αρνούμαι το Χριστό μου, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ Αυτόν.
*
Πέμπτη 21 Μαρτίου. Ώρα 3 το μεσημέρι. Μια απ’ τις πλατείες της πόλης είναι γεμάτη Τούρκους. Τα γειτονικά παράθυρα κι οι εξώστες φιλοξενούν πλήθος κόσμου. Ως και στα δέντρα σκαρφαλώσαν τα Τουρκάκια, για να δουν, Πιο πίσω, κάπου παράμερα, οι Χριστιανοί προσεύχονται θερμά στο Θεό.
Όλοι όσοι βρίσκονται εκεί, ξέρουν την καταδικαστική απόφαση, που έβγαλε το τουρκικό δικαστήριο.
«Επειδή ο Μιχαήλ Μαυρουδής, ο από Χριστιανών γονέων, παρεκινήθη θεληματικώς… και ωμολόγησεν μετά παρρησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός.. όστις και τον ιδικόν μας προφήτην Μωάμεθ είπε ψεύστην και πλάνον… μη θέλων να μετανοήσει δι‘ όσα ελάλησεν , απεφάσισεν ο νόμος να παραδοθεί εις το πυρ».
Το μαρτυρικό τέλος ήρθαν όλοι να παρακολουθήσουν. Οι Τούρκοι, για να ικανοποιήσουν τα άγρια αισθήματά τους.
Οι Χριστιανοί, για να ζητήσουν απ’ το Θεό να δώσει δύναμη στο νεαρό μάρτυρα. Είναι όμως κι άλλοι αόρατοι θεατές στο στίβο του μαρτυρίου. Στρατιές αγγέλων και μαρτύρων, που περιμένουν τον αθλητή να τον οδηγήσουν νικητή στο θρόνο του Θεού.
Σε λίγη ώρα, ο μικρός ιεραπόστολος , μέσα απ’ τις φλόγες, πηγαίνει να συναντήσει τον Αρχηγό του.
Μήπως η ηρωική μορφή του σκλαβωμένου νεομάρτυρα υπενθυμίζει και σε μας, που ζούμε ελεύθεροι, ένα καθήκον; Να διαδίδουμε ατρόμητοι την αλήθεια του Χριστού.
.
Αντιγραφή για το «Σπιτάκι της Μέλιας»
Η Ζωή του Παιδιού
Δεκαπενθήμερο νεανικό περιοδικό
Έτος 32ο – αριθ.φύλλου 676
Αθήναι 12 Μαρτίου 1977