Η ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙΓΕΤΑΙ
– Φωτιά!
– Φωτιά!
– Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
– Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
– Κατά κει φαίνεται νάναι.
– Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
– Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιο συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους…
– Φωτιά!
– Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
– Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
– Κατά κει φαίνεται νάναι.
– Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
– Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιο συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους…
Πηγή : Ενοριακή ζωή
– Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση;
Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ένα με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ’ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ, κεραταλάρ! (χτυπήστε τους κερατάδες!)
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μιας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.
– Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση;
Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ένα με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ’ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ, κεραταλάρ! (χτυπήστε τους κερατάδες!)
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μιας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.
Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται
τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια,
έπιπλα και φτούνε σιδερικά· ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη.
Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια,
εργοστάσια, σκολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες,
θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων·
εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η
ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο
τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του εκείνο το
πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. ∆ε φοβάσαι
το θάνατο· φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα.
Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την
καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και
ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και
χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει.
Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια
γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τον περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα
χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε
κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη
σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους
παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε
τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις
του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια
διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η
κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!
∆ιδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα
Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Την Τετάρτη, 13 του μηνός, προς το μεσημέρι, άκουσα να φωνάζουν
«Φωτιά!». Ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μου. Οι πρώτες λάμψεις
της πυρκαγιάς ήταν ορατές. Έδιναν την εντύπωση ενός τεράστιου
μισοφέγγαρου του οποίου η μια κορυφή μπορούσε να τοποθετηθεί στα
βορειοανατολικά και η άλλη στο άκρο της νοητής γραμμής από την
«Τράπεζα της Ανατολής» προς τα ανατολικά· το μέσο της καμπύλης
βρισκόταν στα περίχωρα του Μπασμαχανέ (του σταθμού της
σιδηροδρομικής γραμμής του Κασαμπά). Αυτό το μισοφέγγαρο αγκάλιαζε
όλο το ελληνικό τμήμα της πόλης και στένευε προοδευτικά, όσο
προχωρούσε νοτιοδυτικά.
Το βράδυ της ίδιας νύχτας, καθώς η φωτιά πλησίαζε, αφήσαμε το
σπίτι μας κουβαλώντας μόνο ένα μπόγο με τα απαραίτητα. Πήγαμε στο
σπίτι του φίλου μας S. J. στην Προκυμαία. Εκεί γινόταν
πανδαιμόνιο. Τα ζώα και οι βοϊδάμαξες ανακατεύονταν με τους
ανθρώπους οι οποίοι στην τρελή τους βιασύνη τις είχαν φορτώσει με
τα πιο αταίριαστα και συχνά τα πιο άχρηστα πράγματα.
René Puaux, Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης
Η ΦΩΤΙΑ
Τη ∆ευτέρα και την Τρίτη η μια φρικαλεότητα διαδεχόταν την άλλη.
Το χειρότερο δεν είχε ακόμα συμβεί. Το απόγευμα της Τετάρτης 13
Σεπτεμβρίου άρχισε η φωτιά που έμελλε να αφανίσει τα 2/3 της
Σμύρνης. Καθώς μερικοί αμφιβάλλουν αναφορικά με το ποιος είναι
υπεύθυνος για το άναμμα της φωτιάς, ας αναφέρουμε την αφήγηση ενός
αυτόπτη μάρτυρα, της δεσποινίδας Μίνι Μιλς, διευθύντριας του
Κολεγιακού Ινστιτούτου Θηλέων της Σμύρνης. Η δεσπονίς Μιλς
αφηγείται:
«Λίγο μετά το γεύμα ξέσπασε πολύ κοντά στο σχολείο μια φωτιά
που εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν
Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει στο σπίτι κρατώντας μικρούς
τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και σε μερικά λεπτά το σπίτι
τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι δάσκαλοι και οι μαθήτριές μας είδαν
Τούρκους στρατιώτες, και σε πολλές περιπτώσεις ένστολους
αξιωματικούς, να χρησιμοποιούν μακριά ραβδιά στην άκρη των οποίων
ήταν δεμένα κουρέλια, να βουτάνε τα κουρέλια σε τενεκέδες με υγρό
και να μπαίνουν σε σπίτια, που τυλίγονταν αμέσως στις φλόγες.
Στους δρόμους δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή κανείς άλλος εκτός από
ομάδες Τούρκων στρατιωτών. Ενώ η φωτιά άρχισε ακριβώς απέναντι
από το κτίριο της σχολής μας, κάθε τρίτο ή πέμπτο σπίτι της
συνοικίας – της αρμενικής συνοικίας – φλεγόταν…
Ο άνεμος, αν και όχι πολύ δυνατός, έπνεε από τη μεριά της
τουρκικής συνοικίας προς αυτή των χριστιανικών συνοικιών και, όπως
φαίνεται, οι δράστες περίμεναν μέχρι να εμφανιστεί αυτός ο
ευνοϊκός άνεμος».
Με τη μαρτυρία της δεσποινίδας Μιλς συμφωνούν και πολλοί άλλοι
μάρτυρες. Ο κύριος Τζάκουιθ της Νίαρ Ιστ Ριλίφ, στην αναφορά του
στο ναύαρχο Μπρίστολ, πιστοποίησε ότι είδε άτομα να ρίχνουν
πετρέλαιο σε κτίρια και, καθώς ήταν παρόντες εκεί Τούρκοι
στρατιώτες, θα ήταν λογικό να συμπεράνει κανείς ότι οι εμπρηστές
ήταν επίσης Τούρκοι. Ο ταγματάρχης Ντέιβις, του Ερυθρού Σταυρού,
είδε Τούρκους να καταβρέχουν τους δρόμους και τα σπίτια κατά
μήκος της πυρκαγιάς με ένα υγρό. Βούτηξε το δάχτυλό του στο υγρό
και το έγλειψε. Ήταν πετρέλαιο. Από τον πύργο του Μακ Λάχλαν Χολ,
η κυρία Μπριτζ είδε Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε σπίτια
κρατώντας τενεκέδες και λίγα λεπτά αργότερα είδε τα σπίτια αυτά
να τυλίγονται στις φλόγες
Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Άλλες μαρτυρίες λένε:
«Το Ιταλικό και Γαλλικό Προξενείο μοίρασαν σε πολλά άτομα
ταυτότητες που πιστοποιούσαν τάχα πως ήταν Καθολικοί· μερικοί
μπόρεσαν να σωθούν μ’ αυτό το τέχνασμα. Άλλοι όμως, παρά τις
ταυτότητες, είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους χωροφύλακες που δεν
αναγνώριζαν την ισχύ τους. Το Αμερικανικό Προξενείο έδειξε μεγάλη
δραστηριότητα για τη σωτηρία των γυναικών και των παιδιών και
διευκόλυνε την αναχώρησή τους».
Φαίνεται πως οι Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να επέμβουν με δυναμικές ενέργειες που θα ήταν απαραίτητες, για να προστατευθούν αποτελεσματικά οι δύστυχοι εκείνοι άνθρωποι, που ήθελαν να δραπετεύσουν απ’ αυτή την κόλαση. Εκτός από τις ομάδες επιφυλακής, που φρουρούσαν τα προξενεία και τις εγκαταστάσεις στις οποίες κυμάτιζε κάποια εθνική σημαία, κατά τα άλλα περιορίζονταν στην τήρηση της τάξης κατά την επιβίβαση. Αφού δηλαδή οι πρόσφυγες είχαν περάσει από το ανακριτικό κόσκινο του τουρκικού στρατού και αφού τους είχαν ήδη κλέψει τα πάντα, τα κακόμοιρα αυτά ανθρώπινα ράκη αφήνονταν από τους βασανιστές τους, που σάρκαζαν τις καλές υπηρεσίες της επίσημης Ευρώπης.
Οι μόνοι που έβαλαν πάνω απ’ όλα την ανθρωπιά είναι οι Αμερικανοί οι οποίοι με απλούστατους και δραστικούς τρόπους επιβίβαζαν όλους όσοι έφθαναν μέχρι αυτούς, χωρίς να ζητάνε διαβατήρια ή ταυτότητες και χωρίς να νοιάζονται για τις διαμαρτυρίες των Τούρκων.
Εάν εξαρχής οι Σύμμαχοι που διέθεταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές δυνάμεις πεζοναυτών γι’ αυτό το σκοπό, είχαν δημιουργήσει στην περιφέρεια της Πούντας, όπου είχε καταφύγει η πλειοψηφία των πληγέντων, έναν προστατευμένο καταυλισμό, οι Κεμαλικοί που παρά τη διαγωγή τους σέβονταν – ή τουλάχιστον σέβονταν μέχρι τότε – τις ∆υνάμεις, δε θα τολμούσαν να παραβιάσουν το φράγμα που θα είχε υψωθεί, και η τεράστια πλειοψηφία των Σμυρναίων κατά πάσα πιθανότητα θα είχε σωθεί.
Φαίνεται πως οι Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις δεν τόλμησαν να επέμβουν με δυναμικές ενέργειες που θα ήταν απαραίτητες, για να προστατευθούν αποτελεσματικά οι δύστυχοι εκείνοι άνθρωποι, που ήθελαν να δραπετεύσουν απ’ αυτή την κόλαση. Εκτός από τις ομάδες επιφυλακής, που φρουρούσαν τα προξενεία και τις εγκαταστάσεις στις οποίες κυμάτιζε κάποια εθνική σημαία, κατά τα άλλα περιορίζονταν στην τήρηση της τάξης κατά την επιβίβαση. Αφού δηλαδή οι πρόσφυγες είχαν περάσει από το ανακριτικό κόσκινο του τουρκικού στρατού και αφού τους είχαν ήδη κλέψει τα πάντα, τα κακόμοιρα αυτά ανθρώπινα ράκη αφήνονταν από τους βασανιστές τους, που σάρκαζαν τις καλές υπηρεσίες της επίσημης Ευρώπης.
Οι μόνοι που έβαλαν πάνω απ’ όλα την ανθρωπιά είναι οι Αμερικανοί οι οποίοι με απλούστατους και δραστικούς τρόπους επιβίβαζαν όλους όσοι έφθαναν μέχρι αυτούς, χωρίς να ζητάνε διαβατήρια ή ταυτότητες και χωρίς να νοιάζονται για τις διαμαρτυρίες των Τούρκων.
Εάν εξαρχής οι Σύμμαχοι που διέθεταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές δυνάμεις πεζοναυτών γι’ αυτό το σκοπό, είχαν δημιουργήσει στην περιφέρεια της Πούντας, όπου είχε καταφύγει η πλειοψηφία των πληγέντων, έναν προστατευμένο καταυλισμό, οι Κεμαλικοί που παρά τη διαγωγή τους σέβονταν – ή τουλάχιστον σέβονταν μέχρι τότε – τις ∆υνάμεις, δε θα τολμούσαν να παραβιάσουν το φράγμα που θα είχε υψωθεί, και η τεράστια πλειοψηφία των Σμυρναίων κατά πάσα πιθανότητα θα είχε σωθεί.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν πρωτοβουλία και συνεννόηση. Θα
λεχθεί πως μια τέτοια τακτική ισοδυναμούσε με επέμβαση στην
ελληνοτουρκική διένεξη και πως η ουδετερότητα απαιτούσε να κρατηθεί
στάση παθητικού θεατή.
Το σκεπτικό αυτό είναι πολιτικά, νομικά και ανθρωπιστικά λαθεμένο.
Το σκεπτικό αυτό είναι πολιτικά, νομικά και ανθρωπιστικά λαθεμένο.
Από πολιτική πλευρά, καμία από τις εν λόγω δυνάμεις – μιλάω
για την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία – δεν είχε
υπογράψει ειρήνη με την Τουρκία και το σύμφωνο της Άγκυρας το
επικαλούνταν πάντοτε εκείνοι που το σύναψαν, ως ρυθμιστική συνθήκη
μιας συγκεκριμένης κατάστασης στην Κιλικία· μια συνθήκη που
σέβονταν τη σύναψή της, για να υποδηλώσουν την επιθυμία μιας
φιλικής διευθέτησης των υπόλοιπων δυσκολιών, αλλά δεν ισοδυναμούσε
με καθεστώς ειρήνης.
Από νομική πλευρά, η προστασία του άμαχου πληθυσμού μιας
κατειλημμένης πόλης προβλέπεται από το ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Από
ανθρωπιστική, τέλος, πλευρά, εφόσον τα ναυτικά αγήματα
προστάτευαν τα νοσοκομεία των Καθολικών, χωρίς η ενέργεια αυτή να
έχει αυστηρά επίσημο χαρακτήρα, το μέτρο θα μπορούσε να επεκταθεί
σε όλους όσοι αισθάνονταν ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο. Από τη
στιγμή που οι Τούρκοι δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση, οι
εγκαταστάσεις μας, που παρείχαν άσυλο, δεν έχαιραν πλέον των
προνομίων συνθηκολόγησης. Βρίσκονταν υπό την καθαρά θεωρητική
προστασία της γαλλικής σημαίας την οποία ναυτικά αγήματα
καθιστούσαν λίγο πιο αποτελεσματική. Μια δυναμική απόβαση υπό την
ακαταμάχητη προστασία των κανονιών του στόλου θα ήταν ασφαλώς
αποφασιστικής σημασίας.
Θα τελειώσουμε, παραθέτοντας την ιστορική πλευρά: Υπάρχει το
προηγούμενο του Ναβαρίνου το 1827 και της Κρήτης το 1897, όταν οι
ναύαρχοι, χωρίς να περιμένουν οδηγίες από τις κυβερνήσεις τους,
έδρασαν με δική τους πρωτοβουλία και με τα γνωστά επιτυχή και
καίρια αποτελέσματα.
Όταν πληροφορήθηκαν στη Μυτιλήνη οι πρώτοι πρόσφυγες (εννοώ
εκείνους που δεν είδαν την πυρκαγιά) ότι ο Νουρεντίν πασάς δεν
έδινε άλλη προθεσμία από αυτή των δεκαπέντε ημερών για την
αναχώρηση των χριστιανών, η ανησυχία τους κορυφώθηκε. Η Επιτροπή
των Σμυρναίων της Μυτιλήνης κατάφερε, εξαιτίας των περιορισμένων
οικονομικών της δυνατοτήτων, να ναυλώσει μόνο τέσσερα ατμόπλοια τα
οποία μετέφεραν στη Μυτιλήνη 12.000 γυναικόπαιδα περίπου, καθώς
και κάποιο περιορισμένο αριθμό ηλικιωμένων ανδρών. Όταν τα
τέσσερα πλοία που ήταν προηγουμένως στη Σμύρνη, δε θέλησαν να
επιστρέψουν εκεί, και οι εκκλήσεις δεν εισακούστηκαν, ένας
απεσταλμένος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ο Οικουμενικός
Πατριάρχης μπόρεσε να επιτύχει την παρέμβαση της Αγγλικής
κυβέρνησης.
Πάνω από διακόσια ελληνικά ατμόπλοια με κατεβασμένες τις σημαίες τους εισήλθαν στο λιμάνι της Σμύρνης υπό την προστασία αγγλικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Τα πλοία αυτά πλεύρισαν την αποβάθρα της σιδηροδρομικής γραμμής Αϊδινίου – Πούντας, που χωρίζεται από τη στεριά με ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Αλλά, για να επιβιβαστούν οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, έπρεπε να περάσουν από το κιγκλίδωμα αυτό του οποίου οι έξοδοι φυλάσσονταν από ένα στοίχο Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, που αναγκάζονταν να διασχίσουν αυτό το στοίχο, ληστεύονταν από τους στρατιώτες. Τους έκαναν έρευνα επί τόπου και τους έκλεβαν κυνικά και με τον πιο κτηνώδη τρόπο όλα τους τα χρήματα και όλα τα αντικείμενα αξίας. Με τον ίδιο τρόπο οι Τούρκοι άρπαξαν διάφορα αντικείμενα που διασώθηκαν από την πυρκαγιά. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, έφταναν σε κατάσταση έσχατης ένδειας και επιβιβάζονταν, έχοντας αφήσει πίσω τους ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τα παιδιά τους, τους άνδρες, τα αδέλφια τους… στα χέρια των Τούρκων.
Πάνω από διακόσια ελληνικά ατμόπλοια με κατεβασμένες τις σημαίες τους εισήλθαν στο λιμάνι της Σμύρνης υπό την προστασία αγγλικών και αμερικανικών πολεμικών πλοίων. Τα πλοία αυτά πλεύρισαν την αποβάθρα της σιδηροδρομικής γραμμής Αϊδινίου – Πούντας, που χωρίζεται από τη στεριά με ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Αλλά, για να επιβιβαστούν οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά, έπρεπε να περάσουν από το κιγκλίδωμα αυτό του οποίου οι έξοδοι φυλάσσονταν από ένα στοίχο Τούρκων στρατιωτών και αξιωματικών. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, που αναγκάζονταν να διασχίσουν αυτό το στοίχο, ληστεύονταν από τους στρατιώτες. Τους έκαναν έρευνα επί τόπου και τους έκλεβαν κυνικά και με τον πιο κτηνώδη τρόπο όλα τους τα χρήματα και όλα τα αντικείμενα αξίας. Με τον ίδιο τρόπο οι Τούρκοι άρπαξαν διάφορα αντικείμενα που διασώθηκαν από την πυρκαγιά. Οι πρόσφυγες, λοιπόν, έφταναν σε κατάσταση έσχατης ένδειας και επιβιβάζονταν, έχοντας αφήσει πίσω τους ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τα παιδιά τους, τους άνδρες, τα αδέλφια τους… στα χέρια των Τούρκων.
René Puaux, Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης
Ο όχλος λυντσάρει τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο
«Μια γαλλική περίπολος είκοσι ανδρών, την οποία συνόδευα μαζί
με άλλους πολιτοφύλακες, ξεκίνησε αμέσως για τη μητρόπολη για να
ζητήσει από το σεβασμιότατο Χρυσόστομο να καταφύγει στη Σακρέ Κερ
ή στο γενικό προξενείο της Γαλλίας. Ο σεβασμιότατος Χρυσόστομος
απέρριψε αυτή την προσφορά. Ως ‘ποιμένας’, είπε, έπρεπε να
παραμείνει κοντά στο ποίμνιό του. Η περίπολος είχε μόλις
ξεκινήσει για να φύγει όταν μια άμαξα με έναν Τούρκο αξιωματικό
και δύο στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη σταμάτησε στην είσοδο της
μητρόπολης. Ο αξιωματικός προχώρησε ως το γραφείο του μητροπολίτη
και του ζήτησε να τους ακολουθήσει ως το στρατιωτικό διοικητή, τον
Νουρεντίν Πασά. Όταν τους είδα να παίρνουν μαζί τους το
μητροπολίτη, συμβούλευσα την περίπολο να ακολουθήσει την άμαξα.
Φτάσαμε στους Μεγάλους Στρατώνες, όπου ήταν η διαμονή του
Νουρεντίν. Ο αξιωματικός οδήγησε το μητροπολίτη ενώπιον του
τελευταίου. ∆έκα λεπτά αργότερα, ξανακατέβηκε κάτω. Την ίδια
στιγμή, ο Νουρεντίν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του κτιρίου και,
απευθυνόμενος στους 1.000-1.500 μουσουλμάνους που ήταν
συγκεντρωμένοι στην πλατεία, δήλωσε ότι τους παραδίδει το
μητροπολίτη και πρόσθεσε: ‘Αν σας έχει κάνει καλό, κάντε του
καλό, αν έχει βλάψει, βλάψτε τον’. Ο όχλος παρέλαβε τον
σεβασμιότατο Χρυσόστομο και τον πήρε μαζί του. Λίγο πιο κάτω,
μπροστά στο κουρείο ενός Ιταλού ευνοούμενού τους ονόματι Ισμαήλ,
σταμάτησαν και έντυσαν το μητροπολίτη με την άσπρη ποδιά του
κουρέα. Ύστερα άρχισαν να τον χτυπάνε με τις γροθιές τους και με
ραβδιά και να τον φτύνουν στο πρόσωπο. Τον μαχαίρωσαν αμέτρητες
φορές. Του ξερίζωσαν τα γένια, του έβγαλαν τα μάτια, του έκοψαν τη
μύτη και τα αφτιά.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τη
σκηνή ως εκείνη τη στιγμή. Οι άντρες ήταν εκτός εαυτού, έτρεμαν
από αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν, αλλά, υπακούοντας στις
διαταγές που είχε, ο αξιωματικός τους εμπόδισε να επέμβουν,
απειλώντας τους με το περίστροφό του.
Ύστερα, χάσαμε το μητροπολίτη από τα μάτια μας. Του κατάφεραν το τελικό πλήγμα λίγο παρακάτω».
Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία