- Κατά το Μάιο του 1929, τα λίγα χωράφια του χωριού καιτα αμπέλια του κινδύνευαν να καταστραφούν τελείως από τηνδιώξουν δεν υπήρχε, ούτε μέσο να τις καταστρέψουν. Ταχτήματα ήταν στην απόλυτη κυριαρχία της φοβερής ακρίδας.Όλοι οι χωρικοί έβλεπαν με δέος, πόνο και απελπισία τηνεπικείμενη καταστροφή. Μόνο ο πανάγαθος Θεός μπορούσε ναβοηθήσει με το άπειρο έλεός του και με τις ικεσίες τηςπροστάτιδάς μας Παναγίας της Πυρσόγιαννης.Το ίδιο απόγευμα οι κάτοικοι του χωριού, με πρώτο τονιερέα παπα-Ηλία Παπακώστα, πηγαίνουν ασθμαίνοντας ναφέρουν τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας για να γλυτώσειη Χάρη της τα χτήματα από την ολική καταστροφή καιεξαφάνιση.Όλο το βράδυ έψαλαν με κατάνυξη και με ιδιαίτερηπροσοχή τη μεγάλη Παράκληση και πουρνό-πουρνό,ψάλλοντας σε όλο τον δρόμο το «Εν τη Γεννήσει τηνπαρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες,Θεοτόκε…», τη μετέφεραν στο χωριό μας και στον Ιερό Ναότου Αγίου Γεωργίου. Γονατιστοί μέσα στο ναό έψαλαν τημεγάλη Παράκληση και πήραν Αγιασμό, για να ραντίσουν ταδοκιμασμένα από τη λαίλαπα των ακρίδων χτήματα. Στοτέλος όλο το χωριό με επικεφαλής τον ιερέα παπα-ΗλίαΠαπακώστα, ψάλλοντας συνεχώς και ικετεύοντας, έφεραν τηθαυματουργή Εικόνα έξω από τον Ναό του Αγίου Μηνά, μεπρόσωπο προς τα χτήματα και προσεύχονταν για να κάνει τοθαύμα η Παναγία μας.Και ω των θαυμασίων σου, Μητέρα του Θεού, Μητέρα τηςψυχής μας και προστασία όλων!Οι ακρίδες, σύννεφα ολόκληρα, φεύγοντας από ταχτήματα, έπεφταν στον Σαραντάπορο ποταμό και πνίγονταν.Η φωνή απελπισίας, η θερμή ικεσία και παράκληση τωνσυγχωριανών εισακούσθηκε. Η Παναγία μας, η προστάτιςόλων των πονεμένων, έσωσε για μια ακόμη φορά το χωριόμας. Δοξασμένο ας είναι το άγιο όνομά της!
- 2 ΟΤΑΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΜΑΣ(Ελεύθερη παράθεση από το βιβλίο: Νικολάου Τσίπα, Σεργιάνισμαστους χώρους και στην ιστορία της Πυρσόγιαννης).Τέτοια γινόντουσαν τις εποχές που οι άνθρωποι είχανμονάχα τον γείτονα και τον Θεό. Τον γείτονα για τα πέρα-δώθε, τον Θεό για τα δύσκολα. Είτε χαρά είχαν είτε λύπη,εκεί θα έτρεχαν. Έλεγαν π.χ. οι Φαρασιώτες τηςΚαππαδοκίας, οι συμπατριώτες του αγίου Παϊσίου: «Εμείςστην πατρίδα μας τί θα πει γιατρός δεν ξέραμε. ΣτονΧατζεφεντή τρέχαμε (στον άγιο Αρσένιο, που τους διάβαζεκάποια ευχή και γίνονταν καλά). Στην Ελλάδα μάθαμε απόγιατρούς, αλλ’ αν τα πούμε αυτά εδώ στους ντόπιους, τουςφαίνονται παράξενα».Ο Θεός, η Παναγία και οι Άγιοι, ήταν η απαντοχή τους, ηπαρέα, το αποκούμπι τους. Μ’ αυτούς τα λέγανε, μ’ αυτούςτρωγόντουσαν νύχτα και μέρα. Στον Θεό λέγαν την καλημέρατους με το που άνοιγαν τα μάτια τους, σ’ αυτόν και τηνκαληνύχτα τους. Ο μεγάλος Μακρυγιάννης διηγείται πωςμάλωσε κάποτε, φτωχό παιδί, με τον Αϊ-Γιάννη τον Πρόδρομο,πικραμένος από την ανθρώπινη κακία. Και μια με τις απειλές,μια με τα παρακάλια, έκαμα, λέει, τις συμφωνίες μου με τονάγιο, να με βοηθήσει αυτός να προκόψω, κι εγώ να τουφτιάξω καινούργια την εκκλησία του.Ο ατίθασος Καραϊσκάκης είχε την Παναγία τηνΠρουσιώτισσα, την «Κυρά της Ρούμελης», σαν μάνα του. Στομοναστήρι της είχε τη μόνιμη κατοικία του. Της μιλούσε μεαπόλυτη οικειότητα. Με τη γνωστή του αμετροέπεια,χαριεντίζονταν μαζί της με απλότητα, όταν ασήμωσε τηνεικόνα της, μετά από μια θεραπεία του από τους πυρετούς καιτις θέρμες που τον τσάκιζαν αδιάκοπα: «Γυναίκα δεν είσαι καισυ, Μεγαλόχαρη; Έπρεπε, βλέπεις, να σου τάξω μπιχλιμπίδιαγια να με κάνεις καλά!»Αυτά δείχνουν σχέση. Οικεία, ζεστή σχέση. Ο Θεός, οιάγιοι, μα ιδιαίτερα η Παναγία, δεν ήταν κάποιοι ξένοι,άγνωστοι, μα σπιτικοί, οι δικοί τους άνθρωποι. Μέλη τηςοικογένειάς τους. Δεν βάδιζαν μόνοι τον τραχύ δρόμο τηςζωής τους, αλλά παρέα με τους αγίους τους, «συν πάσι τοιςαγίοις». Οικοδέσποινα, νοικοκυρά σε κάθε σπίτι, είχαν πάντατη Μεγαλόχαρη. Σε κάθε συμφορά, την Παναγιά καλούσαν
ΟΤΑΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΑΣ
3
πρώτη-πρώτη να συνδράμει. Δεν ήταν γάμος και χαρά, που να
μη ζητήσουν με τα όμορφα τραγούδια τους να παρευρεθεί κι
εκείνη στη χαρούμενη συντροφιά τους.
- Έλα Θεέ και Παναγιά με τον Μονογενή σου,
κι ευλόγα μας τούτ’ την δουλειάν, που ’ναι ’πο την βουλήν
σου…
Δεν ήταν πόνος και καημός, που δεν θα τον ακουμπούσαν
στα πόδια της πιο πονεμένης μάνας του κόσμου. Τα δάκρυα
της Παναγιάς για τον μοναχογιό της, γίνονταν βάλσαμο και
παρηγοριά, ένα με τα δικά τους δάκρυα. Έσμιγε το πικρό
μοιρολόι τους με τον θρήνο της Μεγάλης Μάνας τους.
- Άρχοντες, αφουγκράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον,
πώς κλαίει τον Μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον…
Δεν έβαζαν ψωμί στο στόμα τους, αν δεν καλούσαν
Χριστό και Παναγιά συντροφιά στο τραπέζι τους, αχώριστους
συνδαιτυμόνες τους.
- Σε τουτ’ την τάβλα που ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
και την Παρθένα Δέσποινα διπλά την προσκυνάμε,
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να μπω να σεργιανίσω,
να δω τους πλούσιους πώς περνούν και τους φτωχούς τί κάνουν…
Και η Παναγιά; Να μη συντρέχει, όταν τ’ αγαπημένα της
παιδιά την προσκαλούν; Να μη σκοτώνεται να τα σκεπάσει,
όταν απελπισμένα τη φωνάζουν; Σχέση αγάπης, βλέπεις, είναι
αυτή, αμφίδρομη, πώς να φανεί αδιάφορη; Αισθάνεται μάνα κι
αυτή για όσους αισθάνονται παιδιά της. Ξεχειλίζει ο μητρικός
της πόθος για μας.
Εμείς όμως; Σήμερα που δεν μας νοιάζει ο γείτονας και
τον Θεό δεν τον ντρεπόμαστε μήτε τον θέλουμε, που
νοιώθουμε τάχα δυνατοί και άτρωτοι στον, παρά ταύτα,
ετοιμόρροπο τενεκεδένιο μας παράδεισο, θα παραμείνουμε
αδιάφοροι σε μια τέτοια μητέρα; Που καταδέχεται να μας
θεωρεί, όχι κάποιους μακρινούς, αλλά καταδικούς της
οικείους, λατρεμένους της συγγενείς; Πού θα ξαναβρούμε μια
τέτοια αγάπη;
«Συγγενούς οικειότητος μη επιλάθη, Δέσποινα…»