της Στέλλας Αναγνώστου Δάλλα
Υπάρχει σήμερα μια διάχυτη ανησυχία γύρω από τα πολιτικά
πράγματα. Όχι εντελώς αδικαιολόγητα,
δεδομένου τού ότι στην ιστορία της πατρίδας μας γράφονται πάλι μελανές σελίδες,
τέτοιες που δεν πιστεύαμε ότι θα βλέπαμε ποτέ ξανά. Κι όμως, τις βλέπουμε και τις ζούμε, κάθε
μέρα και χειρότερες, κάθε μέρα και μελανότερες.
Υπάρχει όμως και το θέμα της στοίχησης. Σε τίνος το άρμα είναι προσδεδεμένος, κατά
τέτοιον τρόπο, ώστε η τύχη του άρματος να παρασύρει και τον ίδιο…
Για το θέμα της στοίχησης, θυμήθηκα εκείνο το «όμοιος ομοίω
αεί πελάζει», το Πλατωνικό, που το είχαμε και για θέμα σε εκθέσεις… Είναι σημαντικό να το διαβάσουμε με
επιτονισμό, δίνοντας δηλαδή έμφαση στο «ομοίω», σε αντιδιαστολή με ένα
εννοούμενο «ουκ άλλω τινί», δηλαδή: «κάθε άνθρωπος, πλησιάζει και ακολουθεί,
κυρίως εκείνον με τον οποίο αισθάνεται κάποια συγγένεια, εγγύτητα, συνάφεια,
ομοιότητα, και όχι κάποιον άλλο με τον οποίο δεν αισθάνεται την ίδια
εγγύτητα». Εκείνον, και όχι άλλον.
Για το θέμα της στοίχησης μας επισημαίνει και ο Ψαλμωδός:
«…μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ουκ έστι σωτηρία. Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού,και επιστρέψει
εις την γήν αυτού. Εν εκείνη τη ημέρα
απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού…»(Ψ.145,3-4). Δηλαδή: να μην αφηνόμαστε με απόλυτη
εμπιστοσύνη στους οποιουσδήποτε έχουν ή επιδιώκουν την εξουσία, γιατί είναι κι
αυτοί άνθρωποι όσο κι εμείς, κι από τη φύση τους έχουν όλα τα πάθη και τους
περιορισμούς που έχουμε κι εμείς. Έχουν
το αναπόδραστο όριο της θνητότητας όπως κι εμείς, άρα δεν έχουν τη δύναμη να
μας σώσουν. Δεν έχουν τίποτε περισσότερο
να προσφέρουν για να στηριχθούμε επάνω τους.
Τα σχέδιά τους είναι τόσο θνησιγενή όσο και το σώμα τους. Κι αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν το ξεχνούν
συστηματικά οι περισσότεροι ανά τους αιώνες, κι εμείς μαζί μ’ αυτούς…
Λίγους αιώνες όμως αργότερα, φάνηκε Ποιός την έχει
πραγματικά αυτήν τη δύναμη, Ποιός έχει τη θέληση, την επιθυμία, αλλά και την
εγγενή δυνατότητα να προσφέρει σωτηρία ολοκληρωτική και διαρκείας. Μας τα απέδειξε όλ’ αυτά με τη Σταυρική Του
Θυσία και την πανηγυρική Του Ανάσταση.
Ας επιστρέψουμε όμως στη στοίχηση.
Έλεγε ο Όρκος των Αθηναίων Εφήβων: «Ου καταισχυνώ τά όπλα τά
ιερά, ουδ’ εγκαταλείψω τον παραστάτην, ότω αν στοιχήσω…». «Δεν θα ντροπιάσω» δηλαδή, «τα όπλα που μου
εμπιστεύτηκε η Πατρίδα μου για Την υπερασπιστώ, (και είναι γι’ αυτό τόσο ιερά
όσο κι Εκείνη), ούτε θα εγκαταλείψω τον συμπολεμιστή μου, όποιος κι αν τύχει
να πολεμάει δίπλα μου…».
Μόνο που στη ζωή, η στοίχηση δεν είναι τυχαία όπως με τον
συμπολεμιστή του αρχαίου Αθηναίου εφήβου.
Δεν είναι ούτε επιβεβλημένη «έξωθεν» ή «άνωθεν». Είναι μια στοίχηση ελεύθερη, αυτεξούσια, όμως
εξ’ ίσου δεσμευτική. Απόλυτα
δεσμευτική. Όπως τότε στην αυλή του
σχολείου. Μ’ εκείνο το «στοιχηθήτε», έπρεπε
ν’ ακουμπήσω και τα δύο μου χέρια στους ώμους του μαθητή που στεκόταν μπροστά
μου. Και τα δύο μου χέρια… Δεν είχα
πλέον ελευθερία κινήσεων… Ούτε μπορούσα
να στοιχηθώ με δύο μαθητές ταυτόχρονα.
Μόνο μ’ όποιον ήταν ακριβώς μπροστά μου, κι εγώ ακριβώς πίσω του…
Ούτε τώρα θα έχω. Μ’
όποιον στοιχηθώ, μ’ αυτόν πρέπει να μείνω μέχρι τέλους.
Μ’ όποιον στοιχηθώ, θα έχουμε μαζί την ίδια πορεία, τον ίδιο
βηματισμό, την ίδια ταχύτητα, και το ίδιο τέλος. Αν διαλέξω τον σωστό, μπορώ και να μην έχω
τέλος…
«…Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ‘ρήματα ζωής αιωνίου έχεις…». (Ιωάν.6,
68-69).
«…ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν…». (Ματ.6, 24-25).
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-
Δάλλα.