Μιά μεγάλη ἐκκλησιαστική μορφή τῶν νεωτέρων χρόνων εἶναι καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ, ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στή Ρωσία στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα (1807-1867).
Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἀσκητικῆς ζωῆς καί φωτισμένος πνευματικός καθοδηγός.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι καί τό συγγραφικό του ἔργο 1, τό ὁποῖο τόν καταξιώνει ὡς σοφό διδάσκαλο καί σύγχρονο Πατέρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀξίζει λοιπόν νά γνωρίσουμε τόν μεγάλο αὐτό –καί ἄγνωστο στούς πολλούς– Ρῶσο Ἅγιο ἀπό τά πρῶτα του κιόλας βήματα…
***
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος (κατά κόσμον Δημήτριος) Μπριαντσανίνωφ γεννήθηκε τό 1807 στό Βολογκντά καί μεγάλωσε σέ μιά ἀριστοκρατική ρωσική οἰκογένεια μαζί μέ ἄλλα 9 μικρότερα ἀδέλφια.
Ὁ ἴδιος ἦταν ἕνα ἥσυχο, εὐαίσθητο καί πολύ ταλαντοῦχο παιδί. Στό σχολεῖο ἦταν ἄριστος μαθητής, μέ ἰδιαίτερη ἔφεση στίς γλῶσσες καί τή μουσική. Περισσότερο ὅμως ἀγαποῦσε τό Θεό καί τήν προσευχή.
Πηγή Αντέχουμε
Ἕνα ἦταν τό μεγάλο του παράπονο: δέν εἶχε κάποιο φίλο. Ἕνα φίλο ἀληθινό πού νά μπορεῖ νά τόν ἐμπιστεύεται καί νά μοιράζεται μαζί του τούς πόθους καί τά ὁράματά του. Ἔνιωθε ὅτι κανείς δέν μποροῦσε νά τόν καταλάβει, οὔτε τά ἀδέλφια του, οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς του.
Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τή δυσκολία του αὐτή καί πῶς τήν ξεπέρασε: «Δέν εἶχα κανένα γιά νά τοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά μου. Τότε λοιπόν ἅπλωσα τήν ψυχή μου μπροστά Σου, Θεέ μου! Ἄρχισα νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο καί τούς Βίους τῶν Ἁγίων.
Ἡ σκέψη μου, πού εἶχε ἀρχίσει νά ὑψώνεται συχνά στό Θεό μέ τήν προσευχή καί τή μελέτη, ἔδινε σιγά-σιγά στήν ψυχή μου εἰρήνη, ἡσυχία καί παρηγοριά. Ὅταν ἔφτασα στήν ἡλικία τῶν 11 χρόνων, μιά ἀνέκφραστη γαλήνη πλημμύρισε τό πνεῦμα καί τήν καρδιά μου…».
Ἔτσι περνοῦσε τά παιδικά του χρόνια ὁ μικρός Δημήτριος. Τό ἀγαπημένο του βιβλίο, μετά τήν Ἁγία Γραφή, ἦταν τό πεντάτομο ἔργο «Τό Σχολεῖο τῆς Εὐσεβείας», πού περιεῖχε βίους Ἁγίων καί σύντομες πατερικές διδαχές.
Στόν ἐλεύθερο χρόνο του, τοῦ ἄρεσε νά προσεύχεται στό Θεό Πατέρα μέ ἁπλά λόγια προσευχῆς βγαλμένα μέσα ἀπό τήν παιδική ψυχή του. Καί ὅταν ἤθελε νά ξεκουραστεῖ, ἔκανε ἐπισκέψεις στά γύρω ἱερά προσκυνήματα. Ἄλλωστε ἡ περιοχή πού ἔμενε ἦταν γεμάτη ἀπό μοναστήρια καί ἐρημητήρια, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν«Θηβαΐδα τοῦ Βορρᾶ».
Στά 15 του χρόνια ὁ πατέρας του τόν ἔγραψε στή Στρατιωτική Σχολή Μηχανικῶν τῆς Πετρούπολης. Στίς εἰσαγωγικές ἐξετάσεις ὁ Δημήτριος βγῆκε πρῶτος ἀνάμεσα σέ 130 ὑποψηφίους, πού διαγωνίζονταν γιά 30 θέσεις.
Μάλιστα οἱ βαθμοί του ἦταν τόσο ὑψηλοί, ὥστε τοποθετήθηκε ἀπευθείας στή Δευτέρα τάξη κερδίζοντας καί ὑποτροφία ἀπό τόν μεγάλο δούκα Νικόλαο (μετέπειτα τσάρο) καί τή σύζυγό του.Ἡ ἐπιμέλεια καί ἡ ὅλη ὑποδειγματική διαγωγή του στή Σχολή τόν ἔκανε σύντομα νά ἀποσπάσει τήν εὔνοια τῶν καθηγητῶν του.
Τό σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἐκεῖ γνώρισε ἕνα πολύ καλό παιδί, τόν Μιχαήλ (Τσιχάτσεφ), ἕνα χριστιανό νέο, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε ἀπό τότε μέ ἰσόβια ἀδελφική φιλία, παρ’ ὅλο πού ἐκεῖνος ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός χαρακτήρας.
Ὁ Δημήτριος ἦταν πάντα ἥσυχος, σοβαρός καί λιγόλογος, ἐνῶ ὁ Μιχαήλ ζωηρός, εὔθυμος καί πολύλογος. Ἦταν ὅμως ἀγαπημένοι σάν ἀδέλφια καί βάδιζαν μαζί στό δρόμο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στηρίζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο στόν πνευματικό του ἀγώνα.
Μαζί ἀντιμετώπισαν τίς ἀντιδράσεις καί τίς εἰρωνεῖες τῶν συμμαθητῶν τους, μαζί κατόρθωσαν νά δημιουργήσουν ἕναν πολύ καλό πνευματικό πυρήνα: ἕνα κύκλο πιστῶν νέων, οἱ ὁποῖοι τά βράδια, μετά τά μαθήματα καί τήν ὑπηρεσία τους, συγκεντρώνονταν σέ μιά ἥσυχη γωνιά γιά νά προσευχηθοῦν, νά μελετήσουν τά ἱερά κείμενα καί νά συζητήσουν πνευματικά θέματα.
Στ’ ἀλήθεια, τί δύναμη κρύβει ἡ χριστιανική φιλία!
Στό μεταξύ τά χρόνια περνοῦσαν. Ὁ Δημήτριος τελείωσε 1ος τή Σχολή. Μέσα του ὅμως αἰσθανόταν κάθε μέρα νά ὡριμάζει ὁ πόθος του νά ἀφιερωθεῖ στό Θεό. Γι’ αὐτό, μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, πῆρε τήν ἀπόφαση νά παραιτηθεῖ ἀπό τή στρατιωτική σταδιοδρομία.
Ἔγινε μοναχός μέ τόνομα Ἰγνάτιος καί στή συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Παρόμοια πορεία ἀκολούθησε καί ὁ καλός του φίλος Μιχαήλ.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος διετέλεσε ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος-Ἁγίου Σεργίου, πού ἦταν χτισμένη δίπλα σ’ ἕναν ἀπό τούς κεντρικούς δρόμους πού ὁδηγοῦσαν στήν Πετρούπολη2 καί συνέβαλε καθοριστικά στήν κτηριακή καί πνευματική ἀνασυγκρότησή της.
Ἐκεῖ πλῆθος κόσμου ἐρχόταν, γιά νά ἀκούσει λόγια παρηγορητικά καί παραινετικά ἀπό τό στόμα του ἤ νά προσευχηθεῖ στίς κατανυκτικές ἀκολουθίες πού τελοῦσε. Τό 1857 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος γιά τή μακρνή καί ἀχανή ἐπαρχία Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας.
Παρά τήν εὔθραυστη ὑγεία του προσέφερε κι ἐκεῖ πλούσιο ποιμαντικό καί ἱεραποστολικό ἔργο. Ποτέ δέ σταμάτησε νά διδάσκει, νά συμβουλεύει, νά συγγράφει, νά προσεύχεται…
«Δέ θά πεθάνω», ἔγραφε, «ὥσπου νά ἐκπληρώσω τό σκοπό μου: Νά διακονήσω τούς ἀνθρώπους μεταδίδοντας τά λόγια τῆς ἀλήθειας…».
Ἔφυγε εἰρηνικός ἀπό τόν κόσμο αὐτό σέ ἡλικία 60 ἐτῶν, ἐνῶ προσευχόταν στό κελί του. Ἡ μνήμη του τιμᾶται κάθε χρόνο στίς 30 Ἀπριλίου.
Νικηφόρος
——————–
——————–
1. Τά ἔργα του μεταφράζονται καί ἐκδίδονται στήν Ἑλλάδα μέ τήνἐπιμέλεια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου. Ἀπό τόν ἤδη ἐκδοθέντα 1ο τόμο: Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ἀσκητικές ἐμπειρίες Α’,Ὠρωπός Ἀττικῆς, 2008, ἀντλοῦμε τά στοιχεῖα γιά τή ζωή τοῦ Ἁγίου.
2. Τό Μοναστήρι αὐτό δέν πρέπει νά συγχέεται με τή γνωστή ὁμώνυμη ἱερά Μονή πού βρίσκεται κοντά στή Μόσχα.
.
ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ἀπρίλιος 2012 ΤΕΥΧΟΣ 746