Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι έχουμε καταστήσει τη ζωή μας ιδιαίτερα σύνθετη.
Προϋποθέτουμε μεγάλο κόπο για να προχωρήσουμε στα έργα μας. Οργανώνουμε ποικιλότροπα σχέδια και προσπαθούμε να καλύψουμε όλες τις πιθανές εκδοχές σε οτιδήποτε κάνουμε. Ο νους μας κατασκευάζει σενάρια με μεγάλη ταχύτητα.
Έχουμε χάσει την απλότητα, η οποία δίνει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας και έχουμε επιδοθεί σε ένα κυνηγητό του εξεζητημένου, του παράξενου, του ιδιαίτερου. Τονίζουμε τη διαφορετικότητά μας και υπερηφανευόμαστε γι’ αυτήν. Έτσι τυφλωνόμαστε πνευματικά, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ξεγλιστρήσουμε από τη δύναμη της συνθετότητας. Αυτόν τον τρόπο τον μεταφέρουμε στον Θεό, με τον Οποίο οι πολλοί επιδιώκουμε μία συμπόρευση συναλλαγής.
Μόνο που εμείς ζητούμε από τον Θεό αυτό που θέλουμε, αιτιολογώντας τα αιτήματά μας με βάση τις επιθυμίες μας, τι πιστεύουμε ότι είναι καλό για μας, ποια εικόνα για τον Θεό έχουμε μέσα μας σχηματίσει και προχωρώντας με βάση τους δικούς μας υπολογισμούς. Όταν μάλιστα ο Θεός δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται κατά τα δικά μας σχέδια, τότε Τον απορρίπτουμε με απλότητα, καθώς αισθανόμαστε ότι δεν μας καταλαβαίνει.
Την έκτη Κυριακή από του Πάσχα η Εκκλησία μας υπενθυμίζει τη θεραπεία από τον Χριστό του εκ γενετής τυφλού. Εκείνος δεν ζήτησε κάτι από τον Θεό. Δεν μπορούσε να δει άλλωστε, ούτε Ποιος ήταν ούτε τι έκανε. Πορευόταν στο δικό του σκοτάδι. Είχε σχέσεις με τους ανθρώπους, αλλά σχέσεις εξάρτησης και υποταγής. Ζητιάνευε για να επιβιώσει. Οι γονείς του πιθανότατα αισθάνονταν το βάρος του να έχουν φέρει στον κόσμο ένα παιδί μη αρτιμελές. Και όλοι θεωρούσαν τόσο τον τυφλό, όσο και τους γονείς του παραδείγματα δυστυχίας και αποφυγής. Η αγάπη, που είναι η πιο απλή κατάσταση μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, δεν άγγιζε τη νοοτροπία των ανθρώπων. Έκριναν τους άλλους με βάση την συνθετότητα ων σκέψεών τους, αποδίδοντας στον Θεό συμπεριφορές τυράννου, τιμωρού και εκδικητή. Γι’ αυτό και οι μαθητές του Χριστού θέτουν ένα ξεκάθαρο ερώτημα στον Κύριο για το ποιος φταίει για την κατάσταση του τυφλού, ο ίδιος ή οι γονείς του.
Απέναντι σ’ αυτήν την προσέγγιση, ο Χριστός κάνει μία απλή κίνηση. Όπως χαρακτηριστικά θα διηγηθεί ο πρώην τυφλός αργότερα στους Φαρισαίους: «Πηλόν επέθηκε μου επί τους οφθαλμούς και ενιψάμην και βλέπω» (Ιωάν. 9,15). Στη συνθετότητα του προβληματισμού των μαθητών Του ο Χριστός απαντά με μερικές απλές κινήσεις. Κάνει λίγο πηλό, τον τοποθετεί εκεί που θα έπρεπε να είναι τα μάτια του τυφλού και τον στέλνει να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Δείχνει έτσι ότι για τον Θεό το νόημα της ζωής και τα έργα έχουν την απλότητα της αγάπης. Αλλά και για τον πρώην τυφλό, αυτή η απλότητα είναι η βάση για να προχωρήσει στην μετέπειτα ζωή του, να υπερασπιστεί την αλήθεια της εμπειρίας του, να μην φοβηθεί την απομάκρυνσή του από εκείνους που τον είχαν ήδη στο περιθώριο λόγω της τυφλότητάς του και ενώ θα μπορούσε να χαρεί την επανένταξή του στην κοινωνία των ανθρώπων, αυτός αποφασίζει να υπερασπιστεί την αλήθεια που βιώνει και πιστεύει, δηλαδή τον Χριστό, με τίμημα την εκ νέου περιθωριοποίησή του. Πριν γιατί πίστευαν οι άλλοι ότι ο Θεός δεν τον ήθελε. Τώρα γιατί βλέπουν ότι ο Θεός τον θέλει, αλλά δεν θέλουν πλέον οι ίδιοι έναν τέτοιο Θεό, που απαντά με την αγάπη στη συνθετότητα των λογισμών τους.
Ας διδαχθούμε από την απλότητα του Θεού. Θέλει όλοι να σωθούνε και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, που είναι ο Ίδιος. Γι’ αυτό και γνωρίζει να περιμένει το πλήρωμα του χρόνου. Την ίδια στιγμή μας δείχνει ότι η αγάπη Του εκφράζεται με την απλότητα. Των λόγων, της κίνησης, της επίσκεψης στους ανθρώπους. Αυτός ας είναι και ο δικός μας τρόπος. Απλοί στους λόγους μας. Όχι κατ’ ανάγκην απλοϊκοί, αλλά με ξεκάθαρο κίνητρό μας την αγάπη. Απλοί στις κινήσεις μας έναντι των ανθρώπων. Να φανερώνουμε την αγάπη την οποία προσπαθούμε να βιώσουμε, ακολουθώντας τις εντολές του Θεού σε οποιαδήποτε συναλλαγή κα συνάντηση με τον πλησίον. Και, κυρίως, με το να επισκεπτόμαστε τους συνανθρώπους μας, όχι μόνο στις δυσκολίες ή στις μεγάλες χαρές, αλλά στην καθημερινότητά μας. Να ανοίγουμε την καρδιά μας και να μην λειτουργούμε με υπολογισμούς έναντί τους. Ακόμη κι αν μας πληγώνουν, ας είμαστε αληθινοί. Το τίμημα μπορεί να είναι πρόσκαιρα σκληρό. Όμως ο Χριστός, μέσα στην απόρριψη, μας επισκέπτεται ο Ίδιος, όπως τον πρώην τυφλό, και μας δίδει χαρά, την οποία κανείς δεν μπορεί να μας αφαιρέσει.
Ο κόσμος μας κουράζεται και κουράζει εξαιτίας της συνθετότητας με την οποία προσπαθούμε να τον περιβάλλουμε και να τον ερμηνεύσουμε. Απολυτοποιούμε τη γνώση και την επιστήμη, οργανωνόμαστε στις ανθρώπινες σχέσεις με πολύπλοκα σχέδια και κρυφούς υπολογισμούς. Από την άλλη, κι όταν φερόμαστε απλά, ενίοτε αφήνουμε τις εντολές του Θεού από το να είναι η βάση για τον τρόπο μας και επιλέγουμε μία υποκριτική απλότητα, η οποία αποσκοπεί στην ικανοποίηση των επιθυμιών μας, στη χρήση των άλλων και όχι στην συμπόρευση, στην αγάπη, στο μοίρασμα. Δεν αναπαύεται όμως έτσι ο Θεός στις καρδιές μας και γι’ αυτό κουραζόμαστε ακόμη περισσότερο, ενώ η ζωή μας μοιάζει χωρίς συγκεκριμένο νόημα ευτυχίας. Βιώνουμε στην πράξη την τυφλότητα της καρδιάς. Ο τρόπος της Εκκλησίας πάντως σ’ αυτό αποσκοπεί. Στο άνοιγμα της ύπαρξης στον Χριστό, ως το Φως του κόσμου και στην οικείωση της απλότητας της αγάπης. Για να μπορέσουμε να δούμε αληθινά τι είναι η ζωή και Ποιος είναι και μας δίνει την Αλήθεια.