Διαβάστε σήμερα..

"

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Τα Θεοφάνεια και τα λατρευτικά έθιμα των Ποντίων.(Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη)

 

cf80cf8ccebdcf84cebfcf82Πόντος
Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΟΙΝΑ ΕΘΙΜΑ
«βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»
Δημόκριτος Αβδυρίτης
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε τούς Αθηναίους «…ώς δεισιδαιμονεστέρους…» [Πρ. ιζ’, 22]. Αυτός ό χαρακτηρισμός νομίζω πώς ταιριάζει σ’ όλους τούς Έλληνες, επομένως καί στούς Ποντίους, άν μάλιστα θυμηθούμε καί τόν Απόστολο Πέτρο, πού χαρακτηρίζει τούς χριστιανούς τού Πόντου «εκλεκτούς» [Πετ. Α’ Ι].
Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες «θρησκεύουν» περισσότερο από κάθε άλλο λαό καί είναι θεολάτρες στήν κυριολεξία. Αυτή τους τήν ψυχική διάθεση καί ανάταση, τή θρησκευτική τους πίστη, τήν εκφράζουν κάθε τόσο μέ διάφορες γιορτές. Πολλές φορές ειπώθηκε ότι «δέν υπάρχει γένος πιό φιλέορτο από τό δικό μας. Ζούμε κάνοντας κάποια γιορτή καί Περιμένοντας κάποια γιορτή θρησκευτική, ή εθνική, ή σπιτική…» [Στρ. Μυριβήλης).
Μέσα σ’ αυτό τό πάνθεο τών γιορτών είναι καί τά Φώτα, γύρω από τά οποία έπλασε καί ζει καί ό ποντιακός λαός αξιοπρόσεκτα λατρευτικά έθιμα.
Πηγή : Διακόνημα

α. Αργία – εκκλησιασμός – νηστεία
“Όπως όλες τις μεγάλες γιορτές έτσι καί τά Θεοφάνεια, ή αργία καί ό εκκλησιασμός έπαιρναν ιδιαίτερο πανυγηρικό τόνο καί χρώμα. Πρωταρχικό καί καθολικό γνώρισμα τού ποντιακού λαού, στις μεγάλες τής χριστιανοσύνης μέρες, είναι: Ή εσωτερική περισυλλογή, μέ τήν προσευχή στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί τή συμμετοχή στήν Κοινή λατρεία. Η ακρόαση καί παρακολούθηση μέ κατάνυξη τών εκφωνήσεων, τών ευχών καί τών εκκλησιαστικών ύμνων, τό διάβασμα εκκλησιαστικών βιβλίων, συναξαρίων καί τής Αγίας Γραφής. Ή αθόρυβη καί ιδιόρρυθμη βίωση τού νοήματος καί τού περιεχομένου τών εορτών.
Ο Γ. Θ. Κανδηλάπτης, στήν ιστορική του μελέτη «Η Αργυρούπολις τού Πόντου» γράφει: «Τόσην δ’ ευλάβειαν είχον οι πατέρες ημών εις τά Θεία, ώστε, μόλις ήχουν οί κώδωνες τών εκκλησιών, οι μέν άνδρες κλείοντες τά καταστήματά των έτρεχον εις αυτάς, ώς καί αί γυναίκες, πάσαν εργασίαν εγκαταλείπουσαι εκαλύπτοντο διά καλύπτρας (σαλίου ή τσαρτσαφίου) καί έτρεχον εις τούς ναούς…»
Κάτι σχετικό διηγείται καί ό Ανανίας Νικολαίδης, στό ανέκδοτο έργο του «Ποντιακή Λαογραφία»: «Τά εξέργατα», έλεγαν, «οσήμερον φύλλον ’κι λαϊσκεται.» Θεωρούσαν δέ τόσο θεμελιακό τό έθιμο του εκκλησιασμού, ώστε σέ πολλές περιοχές ό ένας ειδοποιούσε τόν άλλον, ό γείτονας τό γείτονα, μή τυχόν καί δέν πάει στήν εκκλησία.
Ακόμη καί ή λαϊκή μούσα, μέ τά κάλαντα, προτρέπει γιά εκκλησιασμό:
«.. .Στήν εκκλησία τρέξατε, μέ προθυμίαν μπήτε, ακούσατε τήν προσευχήν, κι άν είναι ορισμός σας καί ό Χριστός μας πάντοτε νά είναι βοηθός σας.»
Πολλές φορές, σέ πολλές περιοχές, τίς μεγάλες γιορτές (πρό παντός τό Πάσχα) ειδοποιούσαν ό ένας τόν άλλον, μέ χτυπήματα στις πόρτες, μέ κουδούνια καί φωνές.
Σκωθέστεν εντώκαν τα καμπάνας (Ίμερα). Εγνεφέστεν… Σκωθέστεν, ή εκκλησία και ό Χριστόν λαλεί σας (Πλάτανα – Καταχά). Σ’ άλλα μέρη ό νυχτοφύλακας ειδοποιούσε τόν κόσμο. Στά Μεταλλεία Ταύρου ό τσαγκόης. Χαρακτηριστικό επίσης είναι καί τό έθιμο τής ιδιαίτερης καθαριότητας καί προετοιμασίας όλων τών σπιτιών καί ή γιορταστική αμφίεση. Θά φορέσουμε, έλεγαν στά χωριά μας (Κρώμνη, Ίμερα,…) τά τσιτσίλ παπάν. Τά καινούργια ρούχα καί τά καινούραι τό κουντούρας (σκαρπίνια). Όσοι δέν μπορούσαν νά έχουν καινούργια ρούχα τά καθάριζαν, τά αναποδογύριζαν, τά έβαφαν καί τά σιδέρωναν. Εκτός από τά συνήθη τάματα, τήν ώρα πού γυρνούσε ό δίσκος έπρεπε πλούσιοι καί φτωχοί νά ρίξουν στό δίσκο. Οι νοικοκυραίοι καί οί προύχοντες καί μερικοί νεόπλουτοι πού είχαν έρθει ας σήν ξενιτείαν εφιλοτιμούντο ποιός θά ρίξει τό μεγαλύτερο νόμισμα στό δίσκο.
Ο εκκλησιασμός τών Θεοφανείων ολοκληρωνότανε μέ τήν προμήθεια καί πόση αγιασμού καί μέ τό αντίδωρο.
Είναι ανάγκη νά σημειώσουμε ότι μεταξύ άλλων καθηκόντων καί εθίμων πού μέ τό χρόνο ατονούν είναι καί ό τακτικός εκκλησιασμός.
Στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας οί άνθρωποι αναζητούσαν κατάλληλες στιγμές καί ανάλογο κλίμα γιά νά εκτονωθούν. Αυτή τήν ανάγκη εκτονώσεως ικανοποιούσαν οι σκλαβωμένοι μέ τήν εκδήλωση θρησκευτικότητας καί συστηματικού εκκλησιασμού. Συχνά πολλοί αυτή τους τήν ανάγκη τή διασκέδαζαν μέ τό διάβασμα τού «Γεροστάθη», Βίων Αγίων, το Ψαλτηρίου καί τής Αγίας Γραφής.
Ασυνήθιστη παρηγοριά εύρισκε ό λαός μας σέ αφηγήσεις καί προσφιλείς παραδόσεις, πού τις εμπνεότανε από τήν παρακολούθηση, τήν ακρόαση καί τή μελέτη τών ιερών ακολουθιών καί τό ιστορικό τών μεγάλων θρησκευτικών καί εθνικών γεγονότων.
Στόν Πόντο (ακόμη καί σήμερα σέ πολλά σπίτια) αυστηρός ήταν ό σεβασμός καί στό έθιμο τής νηστείας τήν Παραμονή τών Θεοφανείων. ‘Ο εκκλησιασμός, ή παρακολούθηση καί ή προμήθεια Μ. ‘Αγιασμοί καί ή υποδοχή καί ή βίωση τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων προϋποθέτουν ανάλογη ψυχική καί σωματική προετοιμασία. ‘Έθιμο πανελλήνιο.
Στό χωριό μου Ίμερα καί στά γύρω χωριά, τήν ημέρα τής παραμονής, σχεδόν σε όλα τά σπίτια έτρωγαν νερόβραστα φαγητά: Πατάτες (καρτόφα), φασόλια, φακιές (μαρτσιμιάκα), πατίτσα (ξεραμένα φασουλάκια), χόρτα, μαυρολάχανα καί διάφορα τουρσιά (στύπα). Πολλοί δέν έτρωγαν όλη τή μέρα. Αν τύχαινε κάποιος νά καταλύσει τή νηστεία, δηλαδή νά φάει σέ μέρες νηστείας αρτύσιμα, έλεγαν εμαντσίρ’τσεν ό αθεόφοβον. Τή νηστεία τήν έβλεπε ό πιστός απαραίτητη γιά τήν πρεπούμενη υποδοχή τής μεγάλης ημέρας τών Φώτων καί τή χαιρότανε, γιατί τού χάριζε ιδιαίτερη χαρά καί ευχαρίστηση, όταν, γυρνώντας στό σπίτι του, τόν περίμενε πλουσιοπάροχο γιορτινό τραπέζι, πού δέν ήταν καί τόσο συνηθισμένο όλες τις μέρες καί μάλιστα στά χρόνια τής σκλαβιάς καί τής φτώχειας στήν ενδοχώρα. «Μέ Ιδιαίτερη λαχτάρα περίμενε νά φάει τό φαγητό τών Θεοφανείων πού τό έλεγαν κεσκέκ πού μαγειρευότανε από κεντουμέ (κοπανισμένο σιτάρι) μέ μιά κόττα χωριάτικη » [Κεσσόγλου Θ. Σταύρος από τό Αβδάν Αμισού].
β. Προμήθεια αγιασμού
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο είναι πανορθόδοξο έθιμο. Γι’ αυτό είναι αδύνατο νά βρεί Κανείς ποντιακή οικογένεια πού νά μή προμηθεύεται αγιασμό τής Παραμονής ή τών Θεοφανείων. Καί στόν Πόντο καί εδώ άλλοι μέ μαστραπάδες, άλλοι μέ κουκουμόπα (είδος χάλκινης κανάτας), άλλοι μέ κανατόπα, άλλοι μέ ποτήρια κι άλλοι μέ μπουκαλάκια έτρεχαν καί τρέχουν στήν εκκλησία από τά χαράματα, γιά νά πάρουν αγιασμό γιά μιά ώρα ανάγκης.
γ. Τό φαρμακόλυτρο
Ή προμήθεια αγιασμού καί ή διατήρησή του όλο τό χρόνο έχει κάποιο πρακτικό σκοπό. Σέ μιά ώρα ανάγκης χρησιμοποιείται αγιασμός ώς φαρμακόλυτρο, γιατί πιστεύει ό λαός μας στήν ιαματική καί αγιαστική δύναμη του αγιασμού. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται σε ομματόπονον, σέ ’χπάραγμαν (τρόμαγμα), σέ μαϊσσομέντζ· (πού βλάφτηκαν από μάγισσες), σέ επίτοκες λεχώνες, σέ αρρώστους, στούς ετοιμοθάνατους δέ αντί Θείας Κοινωνίας. θα μπορούσαμε νά πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ή λαϊκή πίστη, μέ τό έθιμο της προμήθειας αγιασμού, αφήνει τήν εντύπωση ότι περισσότερη βαρύτητα
δίνει στο έθιμο τής σχετικής τελετής τού αγιασμού καί τής καταδύσεως τού Σταυρού παρά στη Θεία Λειτουργία τής Παραμονής καί τών Θεοφανείων.
Τον αγιασμό, πού κρατάμε γιά μιά ώρα ανάγκης, τόν φυλάμε στό εικονοστάσι τού σπιτιού καί μέ έμφαση τονίζουμε σ’ όσους τυχόν δέ δίνουν σημασία στήν αναγκαιότητα τού εθίμου, ότι όλο τό χρόνο διατηρείται ό αγιασμός καί δέν παθαίνει τίποτε.
δ. Τό ράντισμα
Συνήθως όσοι φυλάνε γιά όλο τό χρόνο τόν αγιασμό τής παραμονής ραντίζουν τά κτήματά τους μέ τόν αγιασμό τών Θεοφανείων, ενώ όσοι κρατούν, γιά μιά ώρα ανάγκης, αγιασμό Θεοφανείων ραντίζουν μέ αγιασμό της παραμονής. Υπάρχουν βέβαια καί οι εξαιρέσεις.
Τό ράντισμα μπορεί νά γίνει από οποιοδήποτε μέλος τής οικογένειας. Στα χωριά Ίμερα καί Κρώμνη τό ράντισμα τών χωραφιών τό ανάθεταν σέ παιδιά – έφηβους.
Τήν παραμονή ή ανήμερα, οπωσδήποτε, ράντιζαν σ’ όλο τόν Πόντο τά χωράφια, τούς οπωρώνες, τά λιβάδια, τούς κήπους, τίς μάντρες, τίς αχυρώνες, τά ζώα, τά σπίτια, τά εργαλεία καί τά τρόφιμα.
Από τόν αγιασμό τών Θεοφανείων η τής παραμονής σέ μερικά χωριά (Σούρμενα) έριχναν αγιασμό καί στις τροφές τών ζώων καί μάλιστα ‘ς σόν (τροφή αγελάδας από πίτουρα, χόρτα καί λάχανα βρασμένα με άφθονο νερό γιά νά κατεβάσει πολύ γάλα). Τό ράντισμα γινότανε μέ την ελπίδα νά εξουδετερωθούν οί αντίξοες συνθήκες γιά μιά καλή ευφορία καί γιά τήν εξαφάνιση τών κακών πνευμάτων (καλικάντζαροι – ξωτικά).
Μέ τόν αγιασμό τών υδάτων καί τό ράντισμα φεύγουν τά κακά πνεύματα, μάς έλεγαν οι γιαγιάδες μας καί οί γονείς μας.
Σήμερα πρέπει νά ομολογήσουμε ότι σέ πολλούς έχει ατονήσει και έχει ξεχαστεί τό έθιμο τού ραντισμού.
Σέ πολλά χωριά τής Αργυρούπολης, εκτός από τό ράντισμα τών κτημάτων μέ αγιασμό, έβαζαν αγιασμό καί στα διάφορα φαγώσιμα γιά νά πληθαίν’ άτα ό Θεόν. Τό συνεχίζουν αυτό τό έθιμο πολλές οικογένειες κι εδώ (Ιμεραίοι καί Κρωμναίοι περιοχής Ξάνθης, Πανοράματος, Καλαμαριάς, Χαριλάου, Καταχά Πιερίας, Κιλκίς).
Στα χωριά Σούλι, Καελέν καί Γιατμούσ’ τής Κερασούντας ρίχνανε αγιασμό τής παραμονής στό νερό μέ τό οποίο θά λουζότανε [Παπαδόπουλος Ιωακείμ, Ιερέας].
Σέ άλλα χωριά (Σταυρί), ενώ δέν πολυπίστευαν σέ καλικάντζαρους, τά βράδια του Δωδεκαήμερου» δέν έπλεκαν από φόβο στά κακά πνεύματα (’ς σά πιζίελα). Ίσως ήταν ένας τρόπος νά σέβονται τις αργίες : Σέ πολλά πάλι χωριά δέν κυκλοφορούσαν έξω κορίτσα και νυφάδες οίτε άφηναν ρούχα βρέφους κρεμασμένα έξω τις νύχτες τού «Δωδεκαήμερου», από «δαιμονοφοβία».
ε. Κατάποση αγιασμού
Όσοι παρευρίσκονται στήν εκκλησία, είτε τήν παραμονή είτε ανήμερα τών Φώτων, μετά τήν ακολουθία τού Μεγάλου Αγιασμού καί τήν προμήθεια αγιασμού απαραιτήτως θά πιούν μερικές γουλιές. Όσοι παρέμειναν στό σπίτι πίνουν αγιασμό μόλις γυρίσει από τήν εκκλησία κάποιος δικός τους μέ τόν αγιασμό. Πολλοί μάλιστα (συνήθως πολλές) πίνουν Μεγάλο Αγιασμό, όχι μόνο νηστικοί, αλλά καί πρίν πάρουν αντίδωρο.
Τό έθιμο αυτό φανερώνει τήν πίστη το λαού μας στήν αγιαστική επενέργεια τού αγιασμού. ‘Εξ άλλου, γιά τό λαό μας, όλα τά νερά τών θαλασσών, τών λιμνών, τών ποταμών, τών πηγαδιών καί τών πηγών είναι αγιασμένα από τήν παραμονή μέ τήν πρωτάγιαση καί γι’ αυτό «κανένας πιά δεισιδαιμονικός φόβος από τίς νύχτες καί τά ξωτικά τού χειμώνα». «Σήμερον τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις.»
ς. Τό φώτισμαν
Καί στόν Πόντο, μετά τήν ακολουθία τού Αγιασμού τής Παραμονής καί τήν απόλυση, βιαστικά βιαστικά ό παπάς έβγαινε στά σπίτια καί στά μαγαζιά τής ενορίας του γιά νά φωτίσει (ν’ αγιάσει). Φορούσε ένα πετραχήλι, έπαιρνε μαζί του ένα σταυρό (σέ πολλά μέρη αυτόν μέ τόν οποίο έκανε τήν τελετή τού αγιασμού καί ανήμερα μέ τό Σταυρό τής καταδύσεως), τήν αγιαστούρα καί τό βοηθό του, πού κρατούσε τό παρχα’τσ’ μέ τόν αγιασμό. Στό χάλκινο εκείνο μικρό σκεύος μέ τόν αγιασμό (’ς σό παρχάτσ’ απέσ’ = στό σικλί μέσα) έριχναν τόν όβολό τους οί χριστιανοί σέ κέρματα. Ή συνήθεια νά ρίχνουν κέρματα «στό κουβαδάκι τού αγιασμού δέν είναι προχειρότητα», λέγει ό Δ.Σ. Λουκάτος, «έχει καί σημασία αγιασμού τού ίδιου τού χρήματος».
Κατά τή διάρκεια πού φώτιζε σπίτια καί σπιτικούς ό παπάς έψαλλε τό «Εν Ιορδάνη » ή «Επεφάνης σήμερον τή οικουμένη. . .»
Σέ πολλά σπίτια, εκτός από τό φιλοδώρημα, κερνούσαν καί τόν παπά καί τό συνοδό του. Τό φώτισμα συνεχιζότανε καί ανήμερα τών Φώτων, άν δέν είχε γυρίσει ό παπάς όλα τά σπίτια τής ενορίας του τήν Παραμονή.
Τό φώτισμα, ό αγιασμός, σκοπό έχει νά φωτίσει ό παπάς τόν άνθρωπο, νά ευλογήσει τό βίο τών ενοριτών του καί νά εξουδετερώσει από τήν ενορία του κάθε δαιμονικό, «κάθε αντίπαλο στοιχείο του χειμώνα» καί όλες τις δυσμενείς, γιά τήν ευφορία τής γής καί τών γαλακτοφόρων, συνθήκες.
Ο συνήθης τρόπος αγιάσματος τών ανθρώπων είναι νά βουτάει ό παπάς τήν αγιαστούρα στόν αγιασμό καί νά ραντίζει τό μέτωπο τών πιστών, προτείνοντας μέ τό αριστερό τό Σταυρό γιά προσκύνηση καί τό δεξί γιά χειροφίλημα. Τό έθιμο του φωτίσματος, δυστυχώς, κινδυνεύει νά καταργηθεί. Σέ πολλά χωριά καί σέ ελάχιστες ενορίες πόλεων συνεχίζεται καί έτσι σώζεται ακόμη.
Όπου έχει καταργηθεί τό έθιμο του φωτίσματος τών Θεοφανείων καί του φωτίσματος κάθε μήνα από τόν παπά, πολλοί χριστιανοί καλούν δυό τρείς φορές τό χρόνο ή καί κάθε μήνα τόν παπά τής ενορίας (ή καί άλλης ενορίας) καί τούς κάνει μικρό αγιασμό στό σπίτι. Αυτό κάνουν καί τά σχολεία, πρίν ν’ αρχίσουν τά μαθήματα, καθώς καί πολλές υπηρεσίες καί ιδρύματα, πρό παντός σέ περιπτώσεις θεμελιώσεως καί εγκαινίων.
ζ. Η κατάδυση του Σταυρού
Ή κατάδυση του Σταυρού, πέρα από μιά καθιερωμένη καί πανορθόδοξη ιεροτελεστία καθαγιασμού τών υδάτων, είναι καί θρησκευτικό έθιμο πού αποτελεί θεαματική καί συμβολική αναπαράσταση τής βαπτίσεως του Ιησού.
Στίς πόλεις καί στά χωριά, όπου δέν υπάρχει θάλασσα, ποτάμι, λίμνη ή κατάλληλη δεξαμενή, ή κατάδυση γίνεται στήν εκκλησία, μέσα σ’ ένα μεγάλο δοχείο (χαλκόν – καζάνι ή ένα είδος κολυμβήθρας), όπου γίνεται ό αγιασμός.
Σέ μέρη όπου είχε θάλασσα, ή τελετή τής καταδύσεως στόν Πόντο είχε μεγαλειώδη καί πανηγυρική εικόνα. Ο πληθυσμός τών παραλιακών πόλεων καί τής ενδοχώρας κατέβαινε στή θάλασσα γιά νά παρακολουθήσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί είχε ένα ασύγκριτο καί επιβλητικό μεγαλείο ή πομπή, ή τελετή, ή παράσταση, τό θέαμα ».
«Η τελετή αυτή πού εγίνετο μέ πατριαρχική μεγαλοπρέπεια (στήν Τραπεζούντα) συγκέντρωνε πάντα χιλιάδες κόσμο στήν παραλία, ανεξαρτήτως τάξεως, εθνότητας καί θρησκείας. Έπαιρναν μέρος κι’ αυτοί ακόμα οί Τούρκοι, δέν ήσαν δέ σπάνιες κι’ οί περιπτώσεις, πού, ανάμεσα στις χιλιάδες τών φεσιών καί τών καπέλλων, ν’ ασπρίζουν καί ωρισμένα σαρίκια, παλιών καί πολυγενίων χοτζάδων καί Ουλεμάδων τής Οθωμανικής ιεραρχίας
Μεγάλοι καί αιματηροί πολλές φορές αγώνες εγίνονταν μεταξύ τών κολυμβητών κατά τήν κατάδυση ».
Κεριά αναμμένα καί θυμιατά έβγαιναν στά παράθυρα, στις πόρτες καί στούς εξώστες, τήν ώρα πού ή πομπή κατευθυνότανε από τόν Άγιο Γρηγόριο πρός τήν παραλία, γιά νά υποδεχτούν, νά προπέμψουν καί νά τιμήσουν τό Σταυρό καί τό γεγονός τής ημέρας. Τιμητική φρουρά τής πομπής, καί τότε καί σήμερα, αποτελούν, μαζί μέ τούς κληρικούς, τούς ιεροψάλτες, τούς εκπροσώπους τών αρχών καί τούς χιλιάδες ανώνυμους συνοδούς καί εξαπτέρυγα, φανοί, λαμπάδες καί σταυροί μέ δορυφόρους, νέους ντυμένους μέ ειδικά εκκλησιαστικά παιδικά άμφια.
Έθιμο είχε γίνει, όπως μάς πληροφορεί καί ό Ευριπίδης Φ. Χειμωνίδης, κάθε χρόνο από τήν παραμονή τών Θεοφανείων νά έρχεται στό λιμάνι τής Τραπεζούντας, απέναντι από τόν Άγιο Γρηγόριο, ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο, τό αντιτορπιλικό «Τέρτς», γιά νά χαιρετίσει τήν κατάδυση τού Σταυρού καί νά τιμήσει τή μεγάλη γιορτή καί τελετή. (Η κατάδυση γινότανε συνήθως στήν τοποθεσία τ’ Αρμέγκον ή πέτρα, μάς λένε ό Σιδηρόπουλος Κυρ. Ευγένιος, γιατρός, κάτοικος Θεσσαλονίκης, καί ό Χρυσοστομίδης Ρ. Παναγιώτης, 85 χρονών.) Γιά τό σκοπό αυτό έβγαζε καί άγημα στήν ξηρά, πού έπαιρνε μέρος στήν τιμητική πομπή.
Σέ πολλά μέρη τού Καυκάσου (Κάρς, Δεμίρ Καπού, Αρδαχάν, Βαργενές καί άλλα χωριά), επειδή τά νερά τού Κύρου ποταμού παγώνανε, ή κατάδυση ήταν προβληματική. Η επιμονή όμως τής Εκκλησίας καί τών πιστών καί ή ιδιαίτερη αγάπη τους πρός τό έθιμο βρίσκανε τή λύση. Σπάνανε τόν πάγο σταυροειδώς καί δημιουργούσαν ένα άνοιγμα. Τόν πάγο πού έβγαζαν από τό ποτάμι, σέ σχήμα σταυρού, τόν τοποθετούσαν δίπλα στόν παπά, πού μέ τή συνοδεία του στεκόταν πάνω σέ εξέδρα από πάγο. Μάλιστα ό δάσκαλος Σοφιανίδης Παναγ. Θεόφιλος, κάτοικος Συκεών Θεσσαλονίκης, λέγει: «Από τήν παραμονή σπάναμε τόν πάγο σ’ ένα σημεία τού Κύρου ποταμού, πού ήταν μεταξύ τών τριών χωριών Ντόρτ – Κλησιά – Ζαμζελέκ Κόγκ. Ήταν δέ τόσο χοντρός ό πάγος τού ποταμού, ώστε άντεχε όλο τόν κόσμο καί τών τριών χωριών, πού παρακολουθούσε τήν κατάδυση τού Σταυρού. συγκεντρωμένος πάνω στό ποτάμι.»
Όπως μάς πληροφόρησε ό Φωτιάδης Γεώργιος τού Κυριάκου από τό χωριό Χωριστή Δράμας: Στό Ακ – Δάγ – Μαδέν τού Πόντου μιά χρονιά κλείσανε τά δύο τόξα τού γεφυριού στό λειβάδι τού Μουτή, οπότε σχηματίστηκε λίμνη πού πάγωσε. Τότε τή Μάραντον ό Θόδωρον μπήκε μέ τ’ άλογό του στά νερά τής λίμνης καί έσπασε τόν πάγο, γιά νά πραγματοποιηθεί ή κατάδυση τού Σταυρού. Οι δύτες, γιά νά αντέξουν στό τσουχτερό κρύο, πρίν πέσουν στά νερά γιά τήν ανάδυση τού Σταυρού, ήπιαν αρκετό ούζο (ρακίν). Τό περιστατικό αυτό όταν έγινε, Μητροπολίτη Χαλδίας ήταν ό Λαυρέντιος καί Αρχιερατικός Επίτροπος στό Μαδέν ό παπα – Κύριλλος Καρατζάς.
Αν καί ήταν δριμύτατο τό ψύχος, τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από νέους γινότανε μέ πολύ ενδιαφέρον καί αγωνία. Όσοι έπεφταν στό ποτάμι, γιά τό έθιμο, τό θεωρούσαν μεγάλη τιμή καί ένιωθαν μεγάλη ικανοποίηση νά ανασύρουν τό Σταυρό, νά τόν προσκυνήσουν καί νά τόν παραδώσουν στόν παπά. Σέ ορισμένα χωριά καί τήν κατάδυση καί τήν ανάδυση τήν έκανε ό παπάς, έχοντας τό Σταυρό δεμένο μ’ ένα σχοινί.
«Στήν Τρίπολη τού Πόντου μέ εξαιρετική λαμπρότητα εορταζόταν καί ή εορτή τών Θεοφανείων, τά «Φώτα». Από τήν παραμονή τής μεγάλης ημέρας ό ιερεύς, μετά τήν λειτουργία, ανεκοίνωνε τό όνομα τής ενορίας, όπου τήν επομένη θά γινόταν ή κατάδυσις τού Τιμίου Σταυρού. Μέ ύφος ψαλμωδιακό πρόφερε τήν αναμενόμενη εναγωνίως από τό εκκλησίασμα, φράση καί ό σταυρός θά πηγαίνη εις τήν ‘’Τσιμιδάν” ή στό ‘’Παραιτόρτιν”. Ή προσγινόμενη τιμή στήν ευνοούμενη ενορία ήταν τό φλέγον ζήτημα τής ημέρας καί πολλές φορές γινόταν αφορμή νά προκληθούν μικροεπεισόδια καί αντεγκλήσεις μεταξύ ομάδων διιστάμενων ενοριτών.
Τήν ημέρα τών Φώτων, πρίν ακόμη προβάλει ή αυγή, σύμφωνα μέ τό τελετουργικό τής εορτής, μέ λάβαρα, εξαπτέρυγα καί ψαλμωδίες ξεκινούσε ή μεγάλη πομπή μέ συνοδεία φανών καί λαμπάδων, πρός τήν παραλία. Όλα τά παράθυρα καί οι εξώστες τών σπιτιών από όπου περνούσε ή πομπή ήσαν λαμπαδοστολισμένα καί κατάμεστα από κόσμο, καθώς καί ή μακρόστενη έκταση τής.……… παραλίας. Βαρκούλες στολισμένες μέ σημαίες καί χρωματιστά αναμμένα χαρτοφάναρα περιέπλεαν κατάφορτες μέ επιβάτες γύρω από τήν θέση όπου θά γινόταν ή κατάδυση. Δέκα καί δεκαπέντε πολλές φορές παλληκάρια έπαιρναν θέση κι αυτά σέ αποστάσεις σέ επίκαιρα σημεία μέσα στήν παγωμένη θάλασσα… προσμένοντας νά φθάσει ή μεγάλη τής καταδύσεως ώρα….
Μέ τούς τελευταίους τόνους τού τροπαρίου [‘Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε ό σταυρός υψωνόταν στόν αέρα από τόν ιερέα, διέγραφε μιάν καμπύλην καί βυθιζότανε στά ταραγμένα νερά, ενώ ό τόπος σειόταν από τούς αλαλαγμούς καί τίς θεαματικές εξαπολύσεις ρουκετών.
…..Τά… παλληκάρια ωρμούσανε πρός τό σημείο όπου έγινε ή κατάδυση τού Τιμίου Σταυρού. Ακολουθούσε σκληρός αγώνας… Ο σταυρός άλλαζε διαδοχικά χέρια, έως ότου ό δυνατώτερος καί καμμιά φορά ό επιτηδειότερος κατώρθωνε νά διαφύγει από τόν κλοιό καί νά διολισθήσει ώς τήν παραλία, όπου καί παρέδιδε, αφού τό φιλούσε, τό ιερό έπαθλο στόν ιερουργούντα, μέ τίς ευχές καί τούς επαίνους τού κόσμου. Έπειτα ή πομπή μέ τήν ίδιαν επιβλητική σύνθεση επέστρεφε καί πάλι πίσω στήν εκκλησία.
Ο νικητής τού αγώνος ήταν ό άξιος καί ό δακτυλοδικτούμενος τής ημέρας, το καμάρι τών κοριτσιών. Είχε ακόμα τό δικαίωμα νά συνοδεύσει τούς ιερείς στήν περιφορά τού Σταυρού στά σπίτια κατά τό καθιερωμένο προσκύνημα, “ένα ωχρό αντιφέγγισμα νικητού τών αρχαίων ελληνικών αγώνων” .»
Σχετική καί αξιοπρόσεκτη περιγραφή τής καταδύσεως μάς δίνει καί ό λαογράφος Ξ. Κ. Άκογλους, στό έργο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», σ. 253 – 255: «Η κατάδυση τού Σταυρού στή θάλασσα γινότανε μ’ εξαιρετική λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια, καί μάλιστα όταν ιερουργούσε ό Δεσπότης. Κι από τις τρείς εκκλησίες κατέβαιναν στήν παραλία οί πομπές μέ τά εξαπτέρυγα, τούς ψάλτες κι όλους τούς κληρικούς, ντυμένους τά λειτουργικά τους άμφια. Όλη ή πόλη έπαιρνε όψη συναγερμού, επιβλητικού καί στούς Τούρκους καί στούς ξένους γενικά.
Μέ τήν κατάδυση τού Σταυρού αμολούσανε περιστέρια καί έριχναν ρουκέτες, φυδέκια. Πολλοί νέοι γυμνωνόνταν από νωρίς καί περίμεναν στήν παραλία. Κορμιά γερά κι αθλητικά. Κι όλοι θαλασσόλυκοι, δελφίνια σωστά. Γιά τό ποιός θά πάρει τό Σταυρό γινόντανε παρέες. Πολλές φορές σχεδόν πάντα πιανόντανε μέσα στή θάλασσα συμπλοκές άγριες. Όλα τ’ ατσαλένια εκείνα μπράτσα μάγκωναν τό Σταυρό, καί συμπλεκόντανε μεταξύ τους μ’ έναν τέτοιο τρόπο, πού ώρα ολάκερη δέν μπορούσε κανείς νά τούς χωρίσει. Επέμβαση κουπιών από διπλανές βάρκες, πού άφθονες στολιζόντανε καί βγαίνανε μέ θεατές γιά καλύτερο σεργιάνι έμενε χωρίς αποτέλεσμα όποιας τόν πρωτάρπαζε καί προλάβαινε νά τόν φιλήσει, εκείνος ήταν ό τυχερός τής ημέρας. Όλοι οί γυμνοί προσκυνούσαν (τότε) μέσα στή θάλασσα. Ο τυχερός τής ημέρας πήγαινε καί, παραδίνοντας τόν Σταυρό, φιλούσε τό χέρι τού παπά. Αυτό ήταν κι ή επίσημη αναγνώριση του νικητή. Οι επίτροποι τής εκκλησίας τού δίνανε τό χρηματικό δώρο, συνήθως μιά χρυσή λίρα, έπαιρναν τό Σταυρό…. καί τόν γύριζαν σ’ όλη τή συνοικία. Τά χρήματα από τό προσκύνημα πήγαιναν στό κοινοτικό ταμείο. Μαζί γύριζε κι ό νικητής, πού αποκτούσε τή φήμη ήρωα σωστού. Ούτε ολυμπιονίκης νά ‘τανε. Κι ή φήμη του κρατούσε ένα έτος, ώσπου νά τήν επισκιάσει άλλος».
Σέ πολλά παραθαλάσσια μέρη, στά τελευταία χρόνια δυστυχώς, καταργήθηκε τό έθιμο τής αναδύσεως τού Σταυρού από βουτηχτάδες, γιατί πολλοί κληρικοί ρίχνουν τό Σταυρό στά νερά δεμένο μέ μιά κορδέλα καί οί ίδιοι τόν ανασύρουν. Σέ ορισμένες όμως περιοχές διατηρείται τό έθιμο αυτό (Ν. Κρήνη, Καλαμαριά, Θέρμη, Αρετσού, Κοκκινιά Κιλκίς, Τοξότες, Λουδία. . .). Στούς Τοξότες Ξάνθης, όπου έχουν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Πόντιοι (μετά τό β’ παγκόσμιο πόλεμο) τών χωριών Ίμερας, Κρωμνικού καί Γαλάνης, ή κατάδυση τού Σταυρού γίνεται μέχρι σήμερα στό Νέστο. Στήν πομπή καί στήν τελετή τής καταδύσεως παίρνουν μέρας καί από άλλες ενορίες. Μετά τήν ακολουθία τού αγιασμού σχηματίζεται ή πομπή. Προπορεύονται εξαπτέρυγα, λάβαρα, φανοί, λαμπάδες, πού τά κρατούν παιδιά. Ακολουθούν οι ψαλτάδες καί ό εφημέριος πού κρατάει ένα ξύλινο Σταυρό καί τό Ευαγγέλτο. Όλοι μαζί ψάλλουν τροπάρια.
Στόν τόπο τής καταδύσεως (κοντά στή μεγάλη γέφυρα τού Νέστου, πού ενώνει τήν Ανατολική Μακεδονία μέ τή Δυτική Θράκη) κι ενώ ό κόσμος καί πρό παντός οί βουτηχτάδες περιμένουν μέ αγωνία τήν κατάδυση, ό ιερέας καί οι ψαλτάδες ψάλλουν τρείς φορές τό Απολυτίκιο τής γιορτής. Όταν γιά τρίτη φορά ακούγεται «καί τό Πνεύμα έν είδει περιστεράς», κι ενώ περιστέρια αφήνονται καί πετούν πάνω από τό ποτάμι καί τόν οικισμό, ό ιερέας πετάει τό Σταυρό στό ποτάμι. ‘Ο ξύλινος Σταυρός διαγράφοντας τήν τροχιά του πέφτει στά νερά καί γρήγορα γρήγορα ταξιδεύει πρός τήν κατεύθυνση τής ροής τών υδάτων. Οι κολυμβητές παλεύουν ποιός θά πάρει τό Σταυρό καί θά τόν φιλήσει πρώτος. Ή προσπάθεια συναντά δυσκολίες γιατί τό ποτάμι είναι ορμητικό τά νερά του πολύ κρύα.
Ο νικητής, αφού πάρει τήν ευλογία τού παπά, γυρνάει τό Σταυρό, μέ τήν παρέα του, σ’ όλα τά σπίτια ψάλλοντας εκκλησιαστικά τροπάρια. Μαζί μέ τά συγχαρητήρια καί τίς ευχές εισπράττει καί φιλοδωρήματα, τά οποία μοιράζεται μέ τή συντροφιά του καί τήν εκκλησία τής ενορίας του. Πολλές φορές ό νικητής, μέ τά χρήματα πού κρατάει, κάνει γλέντι μέ τούς φίλους του.
«Κατά τήν τελετή τής καταδύσεως τού Σταυρού, πού γινότανε στό ποτάμι τού χωριού μου Ντερέκιοϊ, Επαρχίας Επέσ’, όλοι κρατούσαν τίς εικόνες τού σπιτιού τους γιά νά τίς καθαρίσουν καί νά τις αγιάσουν μέ τ’ αγιασμένα νερά τών Θεοφανείων. Τό ίδιο έθιμο τό συνεχίζουμε (Ζερβοχώρι Νάουσας). Από τά Χριστούγεννα δέ ώς τά Θεοφάνεια, στά χωριά τού Επέσ’ τού Νομού Αμασείας καί τής Μητροπόλεως Κολωνίας, δέν γινότανε βαπτίσεις. Έλεγαν νά φωτιστεί, νά αγιαστεί ό Κόσμος καί μετά νά γίνουν οί βαπτίσεις » [Φωτιάδης Αντ. Εμμανουήλ, πρωτοπρεσβύτερος καί προϊστάμενος Ιερού Ναού τής Παναγίας Σουμελά].
Όπως μάς έγραφε τό Δεκέμβριο τού 1980 ό έφορος Κώστας Μακρίδης, στό χωριό του Λεκάνη Καβάλας: «Τά Θεοφάνεια, μετά τή Λειτουργία, ό παπα – Σάββας (άς είναι σχωρεμένος) έπαιρνε τό Σταυρό καί γρήγορα γρήγορα τράβαγε μπροστά καί πίσω του όλο τό χωριό γιά τήν κεντρική βρύση τού χωριού, γιά νά αγιάσει τά νερά τής γούρνας. Η ιεροτελεστία, δηλαδή τού Μ. Αγιασμού γινότανε (δέν ξέρω άν γίνεται ακόμη) στη γούρνα τής κεντρικής βρύσης τού χωριού. Εκεί γινότανε καί ή τελετή τής καταδύσεως καί αναδύσεως τού Σταυρού.
Γρήγορος σ’ όλα του, άρχιζε καί τέλειωνε ώσπου νά τό καταλάβεις. Όλοι τότε έτρεχαν νά πάρουν αγιασμό. Αμέσως δέ ό πατριάρχης τού σπιτιού πήγαινε καί ράντιζε τούς τέσσερις τοίχους τού σπιτιού καί τό εικόνισμα. Μετά τό σταύλο καί αμέσως τά χωράφια.
Διαδικασία καταδύσεως. Βούταγε τό Σταυρό (στή γούρνα) καί τόν ανέσυρε αμέσως καί γρήγορα γρήγορα πήγαινε στήν εκκλησία μας τού Αγίου Κωνσταντίνου. (Γιά νά βγάλει τά ιερά άμφια καί νά ετοιμαστεί γιά επίσκεψη σ’ όλα τά σπίτια καί τό φώτισμα.) Εκεί μαζεύονταν 4 – 5 συντροφιές νέων καί ζητούσαν τό Σταυρό γιά νά πάνε νά ευλογήσουν, μέ τόν παπα – Σάββα, τά σπίτια. Σέ αντάλλαγμα πρόσφερναν χρηματικά ποσά, πού πήγαιναν γιά τό διάκοσμο τής εκκλησίας. Όποιος πρόσφερνε τά περισσότερα έπαιρνε τό Σταυρό καί γύρναγε, όπως είπαμε, τά σπίτια τού χωριού. Από τις εισπράξεις πού έκανε κρατούσε μερικά λεφτά καί μέ τά άλλα έκανε κάποιο δώρο στήν εκκλησία…. Όλη ή εκκλησία φτιάχτηκε από τούς χωρικούς.»
Οι κάτοικοι της Λεκάνης προέρχονται από τήν Τραπεζούντα, τή Ματσούκα, τή Γαλίαινα, τήν Αργυρούπολη καί τήν Άγκυρα.
Στό χωριό Κοκκινιά Κιλκίς — όπως μάς διαβεβαίωσε καί ό δικηγόρος καί συγγραφέας Στάθης Ευσταθιάδης — πού κατοικείται από Καρσλήδες καί Καρμουτέτας, συνεχίζουν τό έθιμο τής καταδύσεως τού Σταυρού, όπως γινόταν στήν περιοχή τής Χαιρίενας τής Αργυρούπολης. Μετά τήν απόλυση τής εκκλησίας καί τήν τελετή τού Αγιασμού κατευθύνονται «έν πομπή» όλοι στό ποταμάκι τού χωριού. Διαλέγουν τό πιό βαθύ κιόλ’ τού ποταμού καί εκεί κάνουν τήν κατάδυση. Ή αγωνία τού κόσμου καί τών βουτηχτάδων μεγαλώνει ενόσω ό παπάς προσποιείται ότι θά πετάξει τό Σταυρό καί δέν τόν πετά.
Αφού όμως ψάλλουν τρείς φορές τό «Εν Ιορδάνη…..», κάποια στιγμή ρίχνει τό Σταυρό στό ποτάμι καί τήν ίδια στιγμή βουτούν καί τά παλληκάρια (μέ τά ρούχα τους!) προσπαθώντας ποιός θά βρεί καί θά πιάσει τό Σταυρό πρώτος. Ο Σταυρός γύρω γύρω είναι μεταλλικός καί βουλιάζει. Αυτός πού κατορθώνει νά ανασύρει τό Σταυρό, ύστερα από σκληρό αγώνα, θεωρείται τό άξιο παλληκάρι, ό τυχερός τής χρονιάς, ό ευνοούμενος τού Θεού, τό καμάρι τού χωριού όλο τό χρόνο.
Γιά τή διευθέτηση τυχόν παρεξηγήσεων καί αμφιβολιών κατά τήν ώρα πού παλεύουν οί βουτηχτάδες, ποιός θά βρεί καί θά φέρει τό Σταυρό στόν παπά νά τόν ευλογήσει καί νά ανακηρυχθεί ό νικητής τής χρονιάς, δίπλα στόν παπά καλούνται νά σταθούν καί νά παρακολουθήσουν τήν εξέλιξη τής αναδύσεως τού Σταυρού ενορίτες ευυπόληπτοι, αντικειμενικοί, οι γνωστικοί, όπως λένε στό χωριό. Αυτοί επί τόπου καί αμέσως λύνουν τυχόν διχογνωμίες.
Ο νικητής (όπως καί οι άλλοι πού τόν συγχαίρουν επί τόπου) πηγαίνει στό σπίτι του, βάζει τά καλά του καί συνοδεύει τόν παπά στήν περιφορά τού Σταυρού. Όλοι τόν συγχαίρουν λέγοντάς του «άξιος – άξιος».
η. Ή περιφορά τού Σταυρού
Στά παλαιότερα χρόνια καί στόν Πόντο καί εδώ τό έθιμο τής περιφοράς τού Σταυρού στά σπίτια καί στά μαγαζιά γινότανε από εκείνον πού κατόρθωνε νά κάνει τήν ανάδυση τού Σταυρού, μαζί μέ τή συντροφιά του.
Τό έθιμο αυτό σχεδόν έχει καταργηθεί σήμερα. Όπου θέλουν νά διατηρήσουν τήν παράδοση δίνει ή εκκλησία ένα φιλοδώρημα στόν τυχερό, χωρίς νά περιφέρει τό Σταυρό. Περιττό νά τονίσουμε ότι όπου δέ γίνεται ή ανάδυση από ειδικούς κολυμβητές δέν υπάρχει θέμα καί περιφοράς τού Σταυρού. Συνήθως σήμερα τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ό παπάς, όπου γυρνάει τά σπίτια καί φωτίζει. Αυτό γινότανε καί στόν Πόντο, σέ πολλά μέρη· ό εφημέριος έκανε τήν περιφορά (Αργυρούπολη, Άνω Αμισός, Κάρς, Τοχούζ, Μεταλλείο Ταύρου, Μανέα, Σοχούμ, Χαψίκιοϊ, Ερζιγκιάν, Μούζενα, Σούλι, Αετός καί Γιατμούδ Ματσούκας, Κρώμνη, Ίμερα, Μαντρία, Λιαρή. .).
Δέν είναι όμως καί σπάνιες οί περιπτώσεις πού τό Σταυρό τόν γυρνούσε στά σπίτια, μόνος του ή μέ τόν εφημέριο, ό τελευταίος πλειοδότης σ’ ένα είδος διαγωνισμού προσφοράς καί ταμάτων.
Τά έσοδα από τήν περιφορά, σέ πολλές περιοχές, τά έδιναν στήν εκκλησία, στό σχολείο, σέ φιλανθρωπικές αδελφότητες καί σέ πολλά μέρη ήσαν δικαιώματα τού παπά, γιατί τότε δέν έπαιρναν μισθό οι ιερείς.
«Στήν Τραπεζούντα τά έσοδα τά έπαιρνε ή Ιερά Μητρόπολη γιά τό ταμείο πτωχών ή τό Φροντιστήριο» [Μουσικίδης Ζαχαρίας].
Η περιφορά τού Σταυρού στήν Τραπεζούντα:
«Τήν ημέρα τών Φώτων, κατά παλαιόν έθιμον, θά γυρνούσε σ’ όλα τά ‘Ελληνικά σπίτια ό Σταυρός. Τόν περιέφεραν προνομιακά οί εκάστοτε τελειόφοιτοι τού Φροντιστηρίου (Γυμνασίου) Τραπεζούντος, χωρισμένοι σέ εννέα ομάδες όσες καί οί εκκλησιαστικές ενορίες τής πόλεως. Καί επειδή ήταν φυσικό ή πολύωρη αυτή περιφορά δέν ήταν δυνατόν νά γίνει σέ μιά μέρα μέ τόν ένα μονάχα σταυρό πού είχε ριχτή στή θάλασσα παραδίδονταν στις ομάδες αυτές τών φοιτητών εννέα πανομοιότυποι τού καταδυθέντος Σταυρού. Από τούς τρείς αυτούς εφήβους, ό ένας κρατούσε τον Σταυρό, ό άλλος τό κλασσικό ασημένιο ραντιστήρι καί ο τελευταίος τόν δίσκο, τό περιεχόμενο τού οπαίου διατίθετο γιά τά ευαγή τής Τραπεζούντος ιδρύματα. Εθεωρείτο δέ τόσον τιμητική καί περίβλεπτη ή ιερά αυτή διακονία τών νεαρών τελειοφοίτων, ώστε δέν θά ήτο υπερβολή νά λεχθή, πώς όλοι γενικώς οί μαθηταί τού Φροντιστηρίου λαχταρούσαν τήν ημέρα εκείνη, πού, τελειόφοιτοι καί αυτοί, θά αξιώνονταν νά γυρίσουν τόν Σταυρό των Φώτων…….. »
Τήν παραπάνω πληροφορία τήν ανιστορούν καί τήν επιβεβαιώνουν καί οί Θεοδοσοπούλου Θ. Σοφία, Χειμωνίδης Φ. Ευριπίδης, Μουσικίδης Ζαχαρίας καί ό Γιακουστίδης Θ. Σπύρος.
Ή περιφορά τού Σταυρού από τελειοφοίτους τού Φροντιστηρίου δέν απέκλειε καί εκείνον πού έβγαζε τό Σταυρό από τή θάλασσα νά γυρίζει στά σπίτια καί νά δέχεται φιλοδωρήματα. [Σιδηρόπουλος Κ. Ευγένιος]. «Θυμάμαι πώς μιά από τίς ομάδες τών τελειοφοίτων τήν τελευταία χρονιά πρίν από τόν ξεριζωμό ήταν καί ή δική μας τριάδα, από τούς Φουντόπουλο Θεόδωρο, Κωφίδη Γιώργο καί από μένα…» [Εύρ. Φ. Χειμωνίδης].
Στά χωριά τών Σουρμένων (Τσίτα, Καρακατζί, Μουλγκάντων…), τής Ματσούκας (Σούλι, Καελέν, Γιατμούσ) καί στή Μούζενα είχαν τό έθιμο νά γυρνούν τό Σταυρό καί σ’ άλλες ενορίες ομάδες νέων. Μάλιστα οί «σταυροφόροι» βιάζονταν ποιός θά πρωτοπεράσει από τά σπίτια καί άλλων ενοριών. Τίς προσφορές τού κόσμου δέν τολμούσε κανείς νά τίς οικειοποιηθεί. Αυτό μαρτυρεί καί τό εξής περιστατικό, πού διηγείται ό Γιάννης ΤΩ. Σαββουλίδης, κάτοικος Θεσσαλονίκης: «Μιά χρονιά στό χωριό μας Τσίτα ή ομάδα μας, πού έκανε τήν περιφορά τού Σταυρού μέ πολύ κρύο καί χιόνι, σκόνταψε καί έπεσε. Τά κέρματα από τό δίσκο σκορπίστηκαν καί χάθηκαν μέσα στό χιόνι. Όταν μέ τόν καιρό έλυωσαν τά χιόνια, συνέπεσε τά χρήματα νά τά βρεί μιά ομάδα από τό συνοικισμό τών «Κλωστών». Τά μάζεψαν καί τα παράδωσαν αμέσως στήν Εκκλησία…»
Στό χωριό Κουνάκα Ματσούκας ή περιφορά γινότανε από νέους, οί οποίοι έπαιρναν τό Σταυρό ύστερα από ένα είδος δημοπρασίας. Αν κατά τήν περιφορά έβγαζαν περισσότερα άπ’ αυτά πού έδωσαν, τή διαφορά τήν έδιναν στήν Εκκλησία. Και στό χωριό Τετράλοφο Κοζάνης, όπου υπάρχουν πολλές οικογένειες από τήν περιοχή Ματσούκας, νέοι τού χωριού γυρνούν τό Σταυρό γιά λογαριασμό τής Εκκλησίας, ύστερα από τήν κατάδυση πού γίνεται στήν «Μπάρα» [Χριστοφορίδης Χριστόφορος].
Στόν Καταχά τής Πιερίας τήν περιφορά τού Σταυρού τήν κάνει ή Εκκλησιαστική Επιτροπή γιά λογαριασμό τής εκκλησίας [Τσαντεκίδης Χ. Αβραάμ].
θ. Τό δάκλυμαν
Όσες φορές οί Πόντιες νοικοκυρές είχαν τήν εντύπωση ότι ορισμένα οικιακά σκεύη είχαν μαγαριστεί από κάποια αιτία (γλύψιμο τών σκευών από σκύλο, γάτα, ποντίκι, ή μαγάρισμα από μαϊσσάδες), τά θεωρούσαν ακάθαρτα καί τά απολύμαναν, τά ξέπλυναν (εδάκλναν άτα) μέ αγιασμό καί τά χρησιμοποιούσαν χωρίς επιφύλαξη.
ι. Λαθεμένες αντιλήψεις καί δοξασίες
1) Ως πρός τήν προμήθεια αγιασμού
Σχεδόν παντού καί στόν Πόντο καί εδώ στήν Ελλάδα μιά κακή συνήθεια, από εσφαλμένη αντίληψη, κοντεύει νά γίνει έθιμο. Συνωστιζόμαστε καί ό ένας σπρώχνει τόν άλλο, προσπαθώντας νά πάρουμε πρώτοι αγιασμό καί έτσι δημιουργούμε μιά ανεπίτρεπτη εικόνα μέσα στήν εκκλησία καί φέρνουμε σέ δύσκολη θέση τούς ιερείς, τήν Εκκλησιαστική Επιτροπή καί τόν κανδηλανάπτη.
Ένα τσούγκρισμα τών ποτηριών ακούγεται κι ένα «πατείς μι πατώ σε» ακολουθεί τήν ιεροτελεστία τού Αγιασμού. Οί φιλακόλουθοι έκαναν καί κάνουν σωστό «πόλεμο», μέ τά μαστραπάδας, τά κυκουμόπα καί τά κανατόπα, γιά τό ποιός ή ποιά θά πρωτοπάρει αγιασμό.
Αυτή ή αδικαιολόγητη συνήθεια καί αγωνία προέρχεται από τή λανθασμένη ιδέα καί αντίληψη μερικών ότι όποιος πρωτοπάρει αγιασμό, αυτός παίρνει, τρόπον τινά, τήν αφρόκρεμα, τό ’θόγαλαν τού αγιασμού.
«Στά παλαιότερα χρόνια είχαν τήν εντύπωση ότι ή χάρις τού Θεού επενεργεί περισσότερο διά τού αγιασμού εκείνων πού προλάμβαναν νά πάρουν πρώτοι….» [Λαπαρίδης Πολ. Απόστολος, 86 χρονών].
«Στήν Αργυρούπολη μάς έλεγαν οί μειζοτέρ’ τα γράμματα τού αγιασμού είναι πάνω στήν επιφάνεια τού νερού!» [Παπαδόπουλος Αρ. Κωνστ., 80 χρονών]. Αυτός ό ανεπίτρεπτος συνωστισμός αναπόφευκτα φέρνει καί ένα άλλο δυσάρεστο φαινόμενο. Τήν καταπάτηση τού Μεγάλου Αγιασμού πού πέφτει κάτω στό δάπεδο τής εκκλησίας τήν ώρα τής βιασύνης μας.
2) Ως πρός τήν άποψη, ποιός είναι ό Μέγας Αγιασμός.
Υπάρχουν, συγκρουόμενες, τρείς απόψεις:
Η μία ισχυρίζεται ότι Μέγας Αγιασμός είναι μόνο τών Θεοφανείων. Ή δεύτερη ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής τών Φώτων. Καί ή τρίτη θεωρεί καί τών δύο ημερών Μέγαν Αγιασμόν. Αυτή είναι καί ή σωστή καί ορθόδοξη άποψη. Τό τυπικό τής Εκκλησίας μας ρητώς σημειώνει ότι τήν παραμονή καί τήν κυριώνυμη ημέρα «τελείται ό Μέγας Αγιασμός».
Υπάρχει βέβαια κάποια εξήγηση καί δικαιολογία ώς πρός τις δύο πρώτες απόψεις.
Αυτοί πού πιστεύουν ότι Μέγας Αγιασμός είναι τής Παραμονής δικαιολογούνται από τήν άποψη (ίσως) ότι αυτή τή μέρα ψάλλεται ή Ακολουθία τής Παννυχίδος (τών Μ. Ωρών) καί γίνεται ή Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Εκείνοι πού ισχυρίζονται τό αντίθετο λένε ότι τήν παραμονή δέν διαβάζονται όλες οι ευχές του Μ. Αγιασμού.
Αν στά τελευταία χρόνια επικράτησε ή συνήθεια (χωρίς νά είναι παραδοσιακό έθιμο) πολλοί ιερείς νά μή διαβάζουν «εκφώνως» τήν ευχή «Τριάς Υπερούσιε, Υπεράγαθε, Υπέρθεε» (ίσως γιά λόγους συντομίας ή διαφοροποίησης του αγιασμού τών δύο ήμερών), αυτό δέν σημαίνει ότι ό αγιασμός της παραμονής είναι μικρός «μικρότερος» από τον αγιασμό τών Φώτων. ‘Εξ άλλου γιά νά εκφωνηθεί ή δεύτερη ευχή: «Μέγας ει Κύριε…» υποτίθεται ότι ό ιερέας προηγουμένως είπε καί τά τελευταία λόγια τής πρώτης ευχής: «Όθεν καγώ αμαρτωλός καί ανάξιος δούλος σου, τά μεγαλεία τών θαυμάτων Σου διηγούμενος, συνεχόμενος φόβω έν κατανύξει βοώ σοι: ‘’Μέγας ει, Κύριε…”». Αλλά, είτε μυστικά είτε φωναχτά διαβάζεται ή Ευχή, ή Χάρις του Θεού έρχεται καί καθαγιάζει τά νερά καί τήν παραμονή καί τά Θεοφάνεια.
Ή σύγχυση καί ή υποκειμενική αντίληψη πάνω στό θέμα καί τό ερώτημα «ποιός αγιασμός είναι Μέγας» υπήρχε καί υπάρχει ακόμη καί σήμερα καί σέ μερικούς κληρικούς.
«Τήν παραμονή ετελείτο ό Μέγας Αγιασμός καί… τήν ημέραν τής εορτής ό Μικρός αγιασμός» [Παπαδημήτρης Μισαηλίδης, Γαλλίαινα, Ποντιακή Εστία 47 (1953) 2336]. Ή άποψη νά θεωρείται από πολλούς Μέγας Αγιασμός μόνο ό αγιασμός τών Θεοφανείων δικαιολογείται από τά εξής γεγονότα: Νηστεύουμε τήν παραμονή καί προετοιμαζόμαστε νά υποδεχτούμε καί νά γιορτάσουμε τή μεγάλη Δεσποτική γιορτή.
Ή ημέρα τών Φώτων αναφέρεται στό γεγονός τής Βαπτίσεως τού Θεανθρώπου καί τήν ημέρα αυτή γίνεται ή κατάδυση τού Σταυρού καί ή αναπαράσταση τού λυτρωτικού γεγονότος τής Βαπτίσεως τού Κυρίου και τής Αποκαλύψεως (Θεοφανίας καί Επιφανίας) τού Τριαδικού Θεού.
Οι συγκρουόμενες αυτές απόψεις δέν είναι καθόλου άσχετες καί μέ τό εθιμικό γεγονός, αλλού νά κρατούν, γιά όλο τό χρόνο, αγιασμό τής Παραμονής καί σ’ άλλες περιοχές αγιασμό τών Φώτων. Τό έθιμο αυτό υπάρχει κι εδώ καί τό συναντούμε καί στόν Πόντο.
Αγιασμό τής Παραμονής φύλαγαν οί περιοχές: Τραπεζούντας, Ματσούκας, Μούζενας, Πάφρας, Καυκάσου (καί Κωνσταντινούπολης) καί σέ μερικά χωριά τής Αργυρούπολης καί τής Αμισού, ενώ αγιασμό τών Θεοφανείων κρατούσαν οι περιοχές: Κοτυώρων, Αργυρούπολης-Τορούλ, Κερασούντας, Αμισού, Σουρμένων, Σταυρί καί σέ μερικά χωριά τού Καυκάσου κ.ά.
Όσοι φύλαγαν αγιασμό, γιά μιά ώρα ανάγκης, τών Φώτων, κατά κανόνα ράντιζαν τά κτήματά τους μέ αγιασμό τής Παραμονής. Όσοι όμως φύλαγαν αγιασμό τής παραμονής ράντιζαν μέ αγιασμό τών Φώτων. Υπάρχουν βέβαια καί οί εξαιρέσεις, γιατί υπήρχαν καί υπάρχουν πολλοί οικισμοί ή οικογένειες πού δέν έκαναν καί δέν κάνουν διάκριση. Όσοι έχουν δημιουργήσει (ή έχουν κληρονομήσει) δικό τους εθιμικό λατρευτικό τυπικό, ανάλογα κρατούν καί αγιασμό λέγοντας πώς: δέν επιτρέπεται νά πάμε στό σπίτι μας τό Μεγάλο Αγιασμό! Απ’ αυτόν μπορούμε μόνο νά πιούμε καί οπωσδήποτε νηστικοί (αγνέστικα). Καί γι’ αυτό, άλλοι πίνουν αγιασμό πρίν πάρουν αντίδωρο καί άλλοι αφού πάρουν αντίδωρο.
Ωστόσο τό ότι καί τών δύο ημερών ό αγιασμός είναι «Μέγας» ενισχύεται καί από τήν άποψη διακεκριμένων κληρικών καί καθηγητών Πανεπιστημίου.
Στήν περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας πολλοί, τούς οποίους ρώτησα (ντόπιοι καί Πόντιοι), λένε ότι κρατάμε γιά όλο τό χρόνο από τόν αγιασμό τής παραμονής καί όχι τών Θεοφανείων, διότι τήν ημέρα τών Φώτων αγιάζονται όλα τά νερά, ενώ τήν Παραμονή μόνο τό νερό τού δοχείου, όπου μέσα κάνει τόν αγιασμό ό παπάς!
Εκείνο όμως πού είναι αξιοπρόσεκτο είναι τούτο:
Τό έθιμο τής προμήθειας, τής διατηρήσεως όλο τό χρόνο, τής χρησιμοποιήσεως σέ μιά ώρα ανάγκης καί τής κατάποσης αγιασμού, καθώς καί τού ραντίσματος τού μετώπου μας (φωτίσματος) καί τού βιού μας μέ αγιασμό είναι παμποντιακό καί πανελλήνιο έθιμο.
Πανελλήνιο είναι καί τό έθιμο, αγιασμού τών Θεοφανείων νά κρατάει κάθε εκκλησία καί άπ’ αυτό νά δίνει σ’ όσους δέν μπορούν νά κοινωνήσουν, διότι τούς έχει επιβάλλει ό πνευματικός επιτίμια (κάποια τιμωρία).
Ή ιδιαίτερη λατρευτική προτίμηση τού λαού μας στά αγιασμένα νερά είναι χαρακτηριστική. Ο Δ. Σ. Λουκάτος παρατηρεί ότι είναι «μιά λατρευτική πραγματικότητα στηριγμένη τόσο στή θρησκευτική πίστη όσο καί στή φυσική αλήθεια, ότι τό νερό είναι τό πρωταρχικό καί τό απαραίτητο πάντα στοιχείο τής ανθρώπινης καί παγγενούς ζωής».
Κάτι σχετικό αναφέρει καί ό Ξ. Κ. Άκογλους στό βιβλίο του «Λαογραφικά Κοτυώρων», στό ΣΤ’ Κεφάλαιο, σελ. 310. Δέν είναι καθόλου άσχετο καί τό έθιμο, πού τό είχαν καί τό έχουν σχεδόν όλοι οί Έλληνες, τήν ημέρα τών Φώτων νά είναι καθαρά όλα τά πράγματα καί τής εκκλησίας καί τού σπιτιού.
Εκτός από τή γενική καθαριότητα καί τό λούσιμο μέ τ’ αγιασμένα νερά, βάφτιζαν καί καθάριζαν (σέ πολλά μέρη καί σήμερα) τις εικόνες τής εκκλησίας καί τού σπιτιού μέ αγιασμό.
Στό ερώτημα, πώς επικράτησε νά γίνεται δύο φορές ό αγιασμός τών Θεοφανείων, απαντά ό Κωνστ. Καλλίνικος στό βιβλίο του «Ο Χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα έν αυτόν «(σελ. 575 – 76), μέ τά παρακάτω λόγια:
«Κατά τόν Ε’ αιώνα (μαρτυρία Χρυσοστόμου, Σιλεανταρίου, Θεοδώρου Αναγνώστου) μονοφυσίτης Πατριάρχης Αντιοχείας μετέθηκε τήν τών υδάτων τών Θεοφανείων ευλογίαν είς τήν παραμονήν τής εορτής. Καί ούτω δίς έκτοτε επεκράτησεν ίνα ό αγιασμός τών Θεοφανείων τελείται.»
Είναι γνωστό ότι ό Μ. Αγιασμός γίνεται μόνο στις 5 καί στις 6 Ιανουαρίου (παραμονή καί ανήμερα τών Φώτων), διότι:
α. «Θεός εφανερώθη έν σαρκί», ταπεινώθηκε καί βαπτίστηκε ό αναμάρτητος καί μάς κληροδότησε τό μυστήριο τού βαπτίσματος μέ τό οποίο απαλλασσόμαστε από τήν ευθύνη τού προπατορικού αμαρτήματος. Μέ τό βάπτισμα ό Κύριος «Αδάμ φθαρέντα αναπλάθει».
Αυτήν τήν κάθαρση καί τήν αγνότητα, μέ τήν οποία περιβάλλεται ό «βαπτισθείς», θέλει νά τονίσει ό λαός μας, πού μετά τή βάπτιση ντύνει τόν «βαπτισθέντα» μέ λευκά «ιμάτια».
Ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τό βάπτισμα «λουτρόν παλλιγγενεσίας» καί σημειώνει: «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν εις τόν θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν, συνετάφημιν ούν αύτ διά τού βαπτίσματος… έν και- νότητι ζωής περιπατήσωμεν…» [Ρωμ. 6,2-5, Σχετ. καί παράλ. Φιλ. γ’, 10-11].
β. «Επεφάνη ό Σωτήρ, ή χάρις ή αλήθεια», «τό φώς τό απρόσιτον» καί γίνεται γιά τόν καθένα μας καί γιά όλο τόν κόσμο «ή οδός, ή αλήθεια καί ή ζωή» καί μέ τή βάπτισή του «τών υδάτων αγιάζεται ή φύσις». Γι’ αυτό σέ πολλά μέρη τής Ηπείρου καί τού Πόντου, χαράματα τών Φώτων, έπαιρναν καθαρό νερό άπ’ οπουδήποτε καί λουζόντουσαν μ’ αυτό, έπιναν καί πότιζαν και τά ζώα τους, γιατί πίστευαν ότι όλα τά νερά είναι αγιασμένα τήν ημέρα αυτή.
γ. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου, Κύριε, ή τής Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις.»
Κατά τήν ώρα πού βαπτίστηκε ό Κ. Ημών Χριστός αποκαλύφθηκε στήν ανθρωπότητα τό μυστήριο τής τριαδικότητος τού Θεού:
Ο Πατήρ ομιλεί καί λέγει: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός…»
Ο Υιός βαπτίζεται, διότι λέγει: «Πρέπον ημίν εστί πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» καί
τό Άγιον Πνεύμα κατέρχεται «έν είδει περιστεράς» καί βεβαιώνει «τού λόγου τό ασφαλές».
Είναι λοιπόν μεγάλη Δεσποτική γιορτή ή ημέρα τών Φώτων καί γι’ αυτό νηστεύουμε τήν παραμονή, γιά νά υποδεχθούμε καί νά τιμήσουμε το μεγάλο γεγονός τών Θεοφανείων καί γιά νά πάρουμε καί νά πιούμε (νά κοινωνήσουμε) Μ. Αγιασμό «πρός πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον».
Ή απάντηση στό ερώτημα, γιατί γίνεται καί τήν παραμονή Μ. Αγιασμός», βρίσκεται στή σελίδα 118, παραπάνω.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Μέ τόν παραπάνω τίτλο ό Δ.Σ. Λουκάτος στό βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα καί τών γιορτών» (σελ. 175-178) γράφει τά εξής αξιοπρόσεκτα:
«Τό θέμα τού ξεχωριστού λατρευτικού τρόπου τών εορτασμών στούς παλιούς ελληνικούς χώρους τής Μ. Ασίας καί τής ανατολικότερης Ελλάδας γενικά, σέ σχέση μέ τά από τήν δυτική πλευρά τού Αιγαίου τελούμενα, μένει πάντα ενδιαφέρον, καί θά παρουσιάζεται πλούσιο στά επί μέρους ερευνήματα. Μπορούμε μέ λεπτομέρεια νά εξετάζουμε: Ποιές λατρείες αγίων, γεγονότων καί φαινομένων ήταν εκεί γηγενείς, μέ ποιές επιθυμικές εκδηλώσεις καί σύμβολα παρουσιαζόταν· ποιός ήταν ό πλησιέστερος πρός τά Πατριαρχεία χαρακτήρας τους. Ποιοί επηρεασμοί μπορούσαν νά προέρχονται από τή συμβιούσα μωαμεθανική λατρεία τών Τούρκων, όπως καί πόσα δόθηκαν σέ κείνους από τήν ελληνορθόδοξη. Ποιά ελληνικά έθιμα πήγαν στή Μ. Ασία, μέ τίς διάφορες προκαταστροφικές αποικίες (πρίν ή μετά τό 1821) καί τέλος, ποιά λατρευτικά έθιμα, μαζί μέ τά προσκυνήματα τών προσφύγων, μάς ήρθαν εδώ τό 1922-23. Πολλά θά διαπιστωθούν ή θά συγκεντρωθούν από τή μελέτη αυτή, κι είναι πλατύ καί συναρπαστικό τό θέμα, γιά έναν συστηματικό συγγραφέα ή γιά ένα ερευνητικό επιστημονικό συνεργείο του μέλλοντος.
Τά θέματα επίσης τής θαλασσινής λατρείας τών προσφύγων είναι κι αυτά ενδιαφέροντα, γιά τίς από εκεί πρός τά εδώ επιδράσεις καί αναμίξεις. Οι πολύπλοκες Μικρασιατικές ακτές κρατούσαν πάντα τήν Αιγαιακή γοητεία τους γιά τούς ελληνικούς εκεί πληθυσμούς, καί πολλά λατρευτικά έθιμα τής θάλασσας δέν έπαψαν νά διατηρούν τόν αρχαιοελληνικό ειδωλολατρικό χαρακτήρα τους. Μερικά ήρθαν κι εδώ, μετά τό 1922, κι ενίσχυσαν τ’ αντίστοιχα δικά μας. Σημειώνω τή γενική έξοδο τών ανθρώπων στούς γιαλούς, τήν ημέρα τής Αναλήψεως, γιά τό πρώτο μπάνιο καί τήν αναζήτηση τής «μαλλιαρής πέτρας», στήν Αττική καί στίς άλλες επαρχίες, πού έγινε εθιμικότερη στίς πολιτείες μας, από τούς πρόσφυγες.
Καί θά περάσω στό γνωστό καί πανελλήνια αγαπημένο έθιμο τής ημέρας τών Θεοφανείων, μέ τό τελετουργικό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα.
Δέν θά πώ βέβαια, πώς ή θαλασσόχαρη αυτή γιορτή απλώθηκε στόν ελληνικό χώρο από τούς πρόσφυγες, θά δείξω όμως, πόσο ζωντανά τήν κρατούσαν καί τή χαίρονταν στά παρατεινόμενα χρόνια τής σκλαβιάς τους οί Μικρασιάτες Έλληνες, καί μέ πόση εθιμική λαχτάρα πλαισιώνουν, από τότε που ήρθαν, τις ελλαδικές αντίστοιχες τελετές.
Στή γιορτή καί στήν τελετή αυτή τών Φώτων καί τής “Βάφτισης”, πού είναι από τις μεγάλες παραδοσιακές τού ελληνισμού, στις θάλασσες καί στά ποτάμια, μπορούμε νά ξεχωρίσουμε δυό συνθετικά στοιχεία: τήν αγάπη πρός τά νερά καί τή Θάλασσα (πού καί ή εκκλησία τά ευλογεί μέ ‘’ειδωλολατρικό” τρόπο) καί τή θριαμβική προβολή τής Επιφάνειας τού Χριστού, πού έχει κάτι από τήν Ανάσταση κι από τή γενικότερη χαρά γιά τήν πορεία πρός τό καλύτερο.
Αυτά τά δυό ξεχωριστά ελληνορθόδοξα στοιχεία, οί ελληνικοί πληθυσμοί τής Μ. Ασίας τά ζούσαν αιώνες, αλλά ιδιαίτερα ύστερ’ από τό 1821 κι τό 1912, μέ μιά προέκταση εθνική, απίθανη γιά άλλων λαών τις θρησκευτικές ώρες, καί μ’ έναν παλμό αισιοδοξίας, από εκείνους τούς γνωστούς στόν ελληνισμό, πού όσο κι άν πέφτουν συχνά στήν απογοήτευση, αξίζουν ότι χαίρονται τήν παροδική έντασή τους σάν αιώνιο βίωμα.
Τό ρίξιμο τού σταυρού στή θάλασσα (εκείνου τού ξυλοκεντημένου ειδικού καί πολύτιμου σταυρού τών εκκλησιών μας), τή μεγάλη ημέρα τών Φώτων, τά ‘’Ολόφωτα” ή “Λόφωτα” τών Μικρασιατών (πού τά ξεχώριζαν έτσι από τήν πρωτάγιαση τής παραμονής), ήταν γιά τις Ποντιακές καί τις Αιγιακές ακτές (όπως καί γιά τις Θρακικές τής Ανατολής) πανηγύρι πραγματικού Φωτός μέσα στό σκοτάδι τής αιωνοκάθιστης δουλειάς, άλλη συμβολική Ανάσταση στήν αρχή τού κάθε χρόνου, πού ανακάτευε τις θρησκευτικές χαρές μέ τίς συμβολικές τής Άνοιξης, καί τις άπλωνε στά νερά, πού ανεμπόδιστα ένωναν σ’ όλες τις θάλασσες τούς Ελληνικούς χώρους. Οι εξέδρες πού έστηναν, ή οι βράχοι όπου περπατούσαν οί λιτανείες τής γιορτής, μέ τά συμβολικά λάβαρα καί τά χρυσοποίκιλτα άμφια τού κλήρου, δέν οδηγούσαν μόνο στά νοητά “ύδατα τού Ιορδάνη”, αλλά καί στήν ελληνόβια θάλασσα τής Ανατολικής Μεσογείου, πού σ’ όποιο ακρογιάλι κι άν έφτανε, άκουε νά μιλούν ελληνικά…
Δέν έχει συγκροτημένα μελετηθεί ή θαλασσινή καί ναυτική ζωή τών Μικρασιατικών παραλίων. Σποραδικά μάς είναι δοσμένοι μερικοί τόποι (από τή λαογραφία καί τή λογοτεχνία), σέ συνδυασμό κάποτε μέ τ’ αντικρινά τους Νησιά. Κι όμως όλες οι ακρογιαλιές καί τά λιμάνια καί τά πολυνήσια τών Μικρασιαικών ακτών έχουν νά διηγηθούν ιστορίες καί θρύλους, νά δείξουν βιώματα καί τεχνικές, ψαράδικες αξιοσύνες καί θαλασσινές παλικαριές, ανάλογες πρός τις γνωστές μας από τήν άλλη Ελλάδα. Καί νά μην ξεχνούμε, πώς οί άνθρωποι αυτοί είχαν από αιώνες αρχικά ορμητήρια τούς τόπους των πρός τίς “δυτικές θάλασσες”, είτε από τά χρόνια μέ τις παλιές αποικίες, είτε από τά βυζαντινά, μέ τήν πρωτεύουσα πιό κοντά τους, είτε καί στά χρόνια τών Σουλτάνων, πού διαδέχτηκαν τό Βυζάντιο.
Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς όλοι οι Μικρασιάτες Έλληνες προτιμούσαν πάντα νά κοιτάνε πρός τή θάλασσα, παρά πρός τό ατελεύτητο εσωτερικό τής στεριάς. Είχαν κι από τούς προγόνους των τού Ξενοφώντα κληρονομημένη εκείνη τή λυτρωτική εμπιστοσύνη, τών χαμένων μέσα στή στεριά ανθρώπων, πρός τή θάλασσα. Κι είχαν πληρώσει συχνά τή στεριά, μέ τίς εξορίες καί τις εξοντωτικές πορείες, πού τούς υποχρέωναν νά κάμουν πρός τά ενδότερα.
Ψάλλοντας λοιπόν στό θαλασσινό ύπαιθρο (ή ακόμα κι οί μεσόγειοι μπροστά στά ποτάμια), σέ ώρες συνήθως ήπιες τού Γενάρη, τό “Εν Ιορδάνη” τό “Επεφάνης σήμερον”, μέ τήν απολυτρωτική λέξη του τής ‘’Οικουμένης”, οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν ελεύθεροι καί πανέλληνες, οχυρώνονταν πίσω από τό απονήρευτο τής θρησκευτικής τελετής τους γιά τούς Τούρκους, καί τό ριχναν στήν μεγάλη ελπίδα. Τά λάβαρα γίνονταν σημαίες, τό γιορτινό ντύσιμο ελευθερία, οι Δεσποτάδες Βυζάντιο, κι ή πάλη μέσα στό νερό γιά τό σταυρό, αρχαία ‘Ολυμπία.
Μέ τό άκουσμα τού “έν Ιορδάνη”, χτυπούσαν οι καμπάνες, έπεφταν πιστολιές, τά νερά πάφλαζαν από γυμνά σώματα Λεάνδρων, ή ψαλτική δυνάμωνε σάν ελεύθερο ξέσπασμα. Ο χριστιανισμός γινόταν κυρίαρχος εκείνη τήν ώρα, μέσα σ’ ένα νοερό τοπικό πλαισίωμα, σχηματισμένο από τά Ιεροσόλυμα καί τήν Κωνσταντινούπολη, ώς τήν Αθήνα.»
Β’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΤΟΠΙΚΑ ΕΘΙΜΑ (μή κοινά)
α. Τό Σταύρωμαν
Στό χωριό Τσίτα τών Σουρμένων (ίσως καί σ’ άλλα χωριά) τό βράδυ τής παραμονής τών Φώτων άναβαν στό τζάκι κούτσουρα καί τό σταύρωναν μέ κλαδιά ροδάφινου (λάουρο – δαφνοκέρασο) καί έριχναν στή φωτιά τού τζακιού κρασί «σταυροειδώς». Αυτό τό έθιμο τό είχαν καί τά Χριστούγεννα καί τό Νέο Έτος, καί σταύρωναν μέ κλαδιά μηλιάς καί ελιάς. Στό χωριό μου έκαναν τό σημείο τού Σταυρού μέ τό χέρι [Ευθυβούλη Ευθυμία – Ίμερα]. Τό ίδιο έθιμο είχαν καί στό χωριό τού ‘Ακ Δάγ Μαντέν, Κείς Ογλού, πού οι 40 οικογένειές του ήσαν από τήν Αργυρούπολη. Στό χωριό Κουνάκα τά λα σταυρωτά εβάλνανά τα ‘ς σιν φωτίαν [Χριστ. Χριστοφορίδης]. Στήν Τσίτα, πολλές φορές, τό σταύρωμα τού τζακιού τό έκαναν τά παιδιά λέγοντας στόν παππού τους γειά σ’ πάππο, ενώ εκείνος καθόταν ‘ς σό σκαμνόπον (μικρό ξύλινο καί χαμηλό κάθισμα) κοντά στό τζάκι καί απαντώντας έλεγε ευχαριστώ πουλόπο μ’ [Πανίδου Ερμοφίλη].
Σταύρωναν καί πίστευαν, όπως φαίνεται, ότι μέ τή δύναμη τού Σταυρού εξασφαλίζεται υγεία καί ευτυχία καί εξουδετερώνονται τά κακά πνεύματα, πού, κατά τή λαϊκή φαντασία, έμπαιναν στά σπίτια τό Δωδεκαήμερο από τήν καπνοδόχο ή τήν κλειδαρότρυπα. Καθόλου απίθανο τό έθιμο αυτό, εκχριστιανισμένο, νά έχει τήν καταγωγή του από τήν «εστιακή τελετή», πού συναντούμε στά νησιά μας καί άλλού…
Σέ ποιές άλλες περιοχές τού Πόντου υπήρχε αυτό τό έθιμο δέν μπόρεσα νά εξακριβώσω.
Εδώ ελάχιστες οικογένειες, πού έχουν τζάκι, τό διατηρούν.
β. Τά «κάλαντα» τών Φώτων
Τό έθιμο του ψαλσίματος «καλάντων» τήν παραμονή τών Φώτων δέν τό βρίσκουμε σ’ όλες τίς περιοχές του Πόντου. Βέβαιο είναι ότι έψαλλαν καλαντόφωτα στήν Τραπεζούντα, στήν Αργυρούπολη, στό Τοχούζ, στά Κοτύωρα, στή Νικόπολη, στή Σινώπη, στά Πλάτανα, στό Σταυρί, στήν Τσίτε, στό Ωραιόκαστρο καί σέ ελάχιστους οικισμούς τής Σάντας. «Σήμερον τά Φώτα καί ο φωτισμός. . .» [Στάθης Αθανασιάδης].
Στό Χωριό Κεΐς – Ογλού του Νομού Άγκυρας, εκτός από τά Κάλαντα καλός καιρός τή Μάναμτζας τά χρόνα (όνομα υπεραιωνόβιας γυναίκας) έψαλλαν, όπως καί στό Ερζιγκιάν: Σήμερον τά Φώτα κρά-κρά-κρά ή πόρτα……..
Στήν Οινόη όμως καί στά χωριά τών Σουρμένων (Τσίτα – Καρακατζί – Μαλκάντων κ.ά.) καθώς καί στά χωριά τής Κερασούντας (Σούλι, Αετός, Γιατμούσ) έλεγαν βυζαντινά κάλαντα:
«Από τής ερήμου ό Πρόδρομος
Βέβαιον βασιλέα εβάπτισε, Γηγενείς, σκιρτάτε καί χαίρεσθε
ήλθε νά βαπτίση τόν Κύριον, είς τόν Ιορδάνην τόν ποταμόν.
τάξεις τών Αγγέλων, ευφραίνεσθε.
………………………………………………
………………………………………………
Κάτω είς τόν Ιορδάνην τόν ποταμόν
στέκεται ή Παναγία ή Δέσποινα.»
Όπως μάς τό είπε ό Σουρμενέτες Γιάννης Σαββουλίδης, τό παραπάνω λαϊκό δημιούργημα είναι τό ίδιο μέ τής Οινόης, μέ ελάχιστες παραλλαγές ώς τό γράμμα Κ.
Σέ μιά εκπομπή τής Ε.Ρ.Τ. τήν παραμονή τών Φώτων του 1981 ή Χορωδία, εκτός από τήν επωδό «Άγιος, Άγιος, Άγιος, υπάρχει καί Κύριος», εψάλλει καί το
«Τεριρέμ, τεριρέμ, τεριρέμ καί τενενά,
Χαίρε Πρόδρομε.»
Στήν Άνω Αμισό, όπως μάς πληροφορεί ό Κουλοχέρης Αντ. Ιάκωβος, «Τά κάλαντα τά έψαλλαν μόνο βράδυ τής παραμονής τών Φώτων. Δύο ή τρείς εβδομάδες πρό τών Χριστουγέννων τό σχολείο προετοίμαζε χορωδίες σέ κάμποσες ομάδες. Οι ομάδες αυτές μέ επί κεφαλής‚ έναν εφοροεπίτροπο ή άλλον άρχοντα τής Κοινότητος μοιράζονταν τήν πόλη καί ώς τά μεσάνυχτα έψαλλαν τά κάλαντα μαζεύοντας χρήματα υπέρ τής Κοινότητας. Από τά χρήματα αυτά εδίδοντο τήν άλλη μέρα «έν επισήμω τελετή» ώς αμοιβή από ένα πεντάγροσο η δεκάγροσο εις τό καθένα από τά παιδιά τής ομάδος. Κατά τά ξημερώματα πού συγκεντρώνονταν όλες οι ομάδες εις τά γραφεία τής Κοινότητος τις ετάϊζαν μέ εκλεκτά λουκούλλεια φαγητά.» Τά «κάλαντα» πού έλεγαν ήσαν Σήμερον τά Φώτα καί ό Φωτισμός. . .»
γ.Τό θήμισμαν
Εκτός από τήν παραμονή τών Χριστουγέννων καί του Νέου Έτους, καί τά Θεοφάνεια στά δέκα ελληνικά χωριά τών Σουρμένων ομάδες νέων καί εφήβων, μέ επί κεφαλής συνήθως τόν έφορο του Σχολείου, εθήμιζαν γιά νά ευχηθούν καί νά συγκεντρώσουν χρήματα γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στό χωριό Τσίτα, τήν παραμονή τών Φώτων, ή Εκκλησιαστική Επιτροπή καί ή Σχολική Εφορία, μέ συνοδεία οπλοφόρους νέους γυρνούσαν τά σπίτια καί μάζευαν χρήματα από εθελοντικές προσφορές, καί τά παρέδιναν γιά τις ανάγκες του Σχολείου. Αυτή τήν ομάδα τήν έλεγαν ώ θημιστάντ’. Τό ίδιο έθιμο υπήρχε καί στήν Αργυρούπολη, στήν Τραπεζούντα, στήν Κερασούντα, στή Ματσούκα καί στό Μεταλλείο Ταύρου, καθώς καί σέ χωριά του Ακ Δάγ Ματέν.
Οι θημιστάντ’ έψαλλαν εκκλησιαστικούς ύμνους τής ημέρας. Σέ πολλές περιοχές ήταν διαδεδομένο τό έθιμο τής επισκέψεως τών σπιτιών, τής συγκεντρώσεως χρημάτων γιά κοινωνικούς σκοπούς καί τού ψαλσίματος ειδικών, θά λέγαμε, «καλάντων» τών Θεοφανείων. Στή Σινώπη τό έθιμο τό έλεγαν Καλημερίσματα.
Ή Αμοιρίδου Λευκοθέα υποστηρίζει ότι τό τραγούδι ή τό τροπάριο πού έψαλλαν οί ομάδες τό έλεγαν θήμισμαν, τρόπον τινά έψαλλαν τή φήμη, τό εγκώμιο τής ημέρας, στό νοικοκύρη (Σούρμενα).
δ. Τό Φωτοκέρ’
Στή γενέτειρά μου τήν Ίμερα, από ό,τι μου λεγε ή μακαρίτισσα ή μητέρα μου Σωτήρα, κόρη του Παπαδημήτρη Ευθυβούλη, καί όπως βεβαιώνει καί ή Παπαδοπούλου Σπ. Δέσποινα, στή Λειτουργία τών Φώτων καί κατά τήν ώρα τού Μεγάλου Αγιασμού οί φιλακόλουθοι κρατούσαν κεριά (ή λαμπάδες) αναμμένα. Αυτό τό έθιμο είναι κληρονομιά από τήν εποχή πού καθιερώθηκε ή γιορτή τών Θεοφανείων. Ένας ακόμη λόγος πού ή γιορτή αυτή ονομάστηκε καί «Εορτή τών Φώτων» είναι πού τήν ημέρα αυτή ή εκκλησία εφωταγωγείτο καί από τις αναμμένες λαμπάδες τών φιλακόλουθων. Όταν γύριζαν στό σπίτι έσβηναν τό κερί μέσα σέ αγιασμό. Έτσι το κερί εκείνο (τό κουτσοκέρι) γινότανε φωτοκέρ’ καί τό κρατούσαν γιά φυλακτό. Τό φωτοκέρ’ πίστευαν ότι είχε τή δύναμη νά τούς φυλάει από μια κακιά ώρα καί νά απομακρύνει τά κακά πνεύματα.
Ή Λισάφ’ Ευθυβούλη τού Ιγνατίου, πρίν από πολλά χρόνια όταν ήταν στή Νεάπολη Κοζάνης, διηγότανε τό εξής περιστατικό: «Μιά χρονιά τρείς γυναίκες πήγαμε γιά δουλειά, κοντά σ’ ένα μέρος τής Ίμερας πού τό έλεγαν Τά κόκκινα τά γωνέας. Κάποια στιγμή έπιασε βροχή καί αναγκαστήκαμε νά μπούμε στή σπηλιά, πού ήταν ‘ς σά κόκκινα τά γωνέας, όπου υπήρχε ή διάδοση ότι ήσαν μαϊσσάδες. Οι μαϊσσάδες έφυγαν γιατί ή Τόλα τή Δαμιανού είχεν μετ’ ε’κει’νεν φωτοκε’ρ’.
Απ’ όσα μάς λέει ή Αθηνά Θωμαίδου, τό φωτοκέρ’ ήταν γνωστό και στήν Αργυρούπολη. Μέ τό φωτοκέρ’, σέ πολλούς ποντιακούς οικισμούς Σταυρί, Οινόη, Σάντα, Ίμερα, Κρώμνη, Λιαρία, Λειβάδ’ κ.ά.), άναβαν τήν καντήλα του σπιτιού κάθε Κυριακή καί γιορτή.
Στό χωριό Τσίτε (ή Τσίτη Αργυρούπολης), μέ αναμμένο κερί των Φώτων εχάντζεβαν (τσουρούφλιζαν) τά τριχώματα τού μαστού τής αγελάδας (τή χτηνί τά ροϊα), πού είχε γεννήσει, γιά νά μή σαμανάζ’, γιά να μήν πρηστεί ό μαστός τής «λεχώνας» [Ιορδανίδης Χρίστος τού Ιορδάνη]. Αυτό τό φωτοκέρ’ τό φύλαγαν όλο τό χρόνο.
Τό ίδιο έθιμο είχαν καί σ’ άλλα χωριά (Σοούκ – Σού, Τσολόχενα, Κρώμνη, Ίμερα καί Κουνάκα). Εδώ ελάχιστες αγροτικές οικογένειες διατηρούν τό έθιμο.
Στήν Κουνάκα Ματσούκας φωτοκέρα έλεγαν καί τά κεριά πού άναβαν γιά τούς πεθαμένους τους τά Φώτα [Χριστοφορίδης Χριστόφορος].
Στό χωριό Όλεσα Τραπεζούντας φωτοκέρ’ έλεγαν τό κερί πού, αναμμένο, τήν ημέρα τών Φώτων τό φέρνανε στό σπίτι, κάνανε σταυρό στην πόρτα, ανάβανε μ’ αυτό τήν καντήλα, καί εχάντζεβαν τά ροϊα (μαστάρια) τής αγελάδας, γιά νά κατεβάσει γάλα καί γιά νά αρμέγεται εύκολα [Τσαντεκίδης Χαρ. Αβραάμ – Καταχ Πιερίας].
ε. Τ’ αλυκόν ή πίττα
Στή Σάντα, όπως μάς διηγείται ό δάσκαλος Βαγγέλης Ίσ. Χειμωνίδης, τήν παραμονή τών Φώτων εποίν’ναν τ’ αλυκόν την πίτταν. Η αλμυρή πίττα γινόταν από καλαμποκίσιο (τζουπαδένεν) αλεύρι καί τήν ζύμωνε ένα πρωτότοκο κορίτσι (πρωτικόρ’). Εκείνοι πού θα έτρωγαν από τήν αλμυρή πίττα έπρεπε νά είναι νηστικοί. Τή νύχτα, πού ήταν επόμενο να διψάσουν, όποιο πρόσωπο έβλεπαν στόν ύπνο νά τούς δίνει νερό, αυτό θα ήταν καί ό εκλεκτός της ή η εκλεκτή του. Τό έθιμο αυτό, πού τό διατηρούσαν χρόνια οί Σανταίοι τής Καστανιάς Βεροίας, κρύβει όχι μόνο τή λαχτάρα νά βρεί τήν εκλεκτή του ό νέος ή η νέα τόν εκλεκτό της, αλλά καί τή θρησκευτική πίστη, πώς ή Άγια Μέρα πού έρχεται θά φωτίσει τό αβέβαιο καί σκοτεινό αύριο καί θά φανερώσει τό σύντροφο τής ζωής μας.
ς. Τό τάξιμον
Στις περιοχές καί στά χωριά, όπου δέν γινόταν τελετή καταδύσεως, μετά τήν ιεροτελεστία του αγιασμοί υπήρχε τό έθιμο νά καλούνται οι Χριστιανοί γιά νά κάνουν τάματα, νά τάξουν ένα χρηματικό ποσό. Οι εισπράξεις από τά τάματα εκείνης τής ημέρας δίνονταν στά Σχολεία, στά Φιλόπτωχα ταμεία ή στήν Εκκλησία (Αργυρούπολη, Κερασούντα, Σούλι, Αετός [Καελέν], Γιατμούδ, Τοχούζ, Ίμερα, περιοχή Ματσούκας, Τραπεζούντας).
Σέ μερικά μέρη είχαν τό ‘έθιμο, όποιος ‘έδινε τό μεγαλύτερο τάμα, ό Σταυρός πρώτα στό δικό του τό σπίτι Πήγαινε από τόν παπά, πού τόν συνόδευαν καί οι Επίτροποι τής Εκκλησίας.
Στή Λεκάνη Καβάλας, όποιος προσφέρει τά περισσότερα αυτός μέ τόν παπά καί τή συντροφιά του γυρνάει τό Σταυρό στά σπίτια, καί τίς περισσότερες εισπράξεις τίς δίνει στήν εκκλησία.
ζ. Τά φωτίας
«Στις τουρκόφωνες περιοχές Τά παιδιά, κατά τήν βραδιά τών Φώτων, συγκέντρωναν τσάχνα στό προαύλιο τής εκκλησίας. Καλούσαν τόν κόσμο μέ τά σήμαντρα του Ναού. Καί αφού συγκεντρώνονταν τό πλήθος, γινότανε διαγωνισμός γιά νά αναδειχθεί ό άξιος πού θά ανάψη τά τσάχνα. Μόλις έδινε τό σύνθημα ό παπάς μέ τό δικό του τάμα, ακολουθούσεν ό κόσμος τις προσφορές του μέ τάματα ώς ότου ανεδεικνύετο ό τελευταίος πλειοδότης πού πρόσφερε τό ακριβώτερο τάμα. Αυτός αναδεικνύονταν ό άξιος καί τόν καλούσεν ό παπάς νά δώση φωτιά στά τσάχνα. Πλησίαζε. Έκανε τό σταυρό του καί άναβε τόν όγκον από τά τσάχνα γιά νά παρακολουθήση τό πλήθος τίς τολύπες τών καπνών, διότι ό όγκος όπως σηκώνονταν ό καπνός από τις τολύπες προμήνυε τήν εσοδεία τής χρονιάς. Όσο μεγάλος, τόσο καί ή εσοδεία καλύτερη. .
Τό άναμμα μεγάλων πυρών έχει καί τήν ‚έννοια* καθαρμοί ό Στήν παραπάνω περίπτωση ή Καλή εσοδεία προϋποθέτει εξουδετέρωση τών δυσμενών συνθηκών, πού μπορεί νά φέρουν τά κακά πνεύματα. Έτσι μέ τήν πυρά καί τό σταυρό καί τήν δύναμη ‘Εκείνου πού έρχεται νά βαπτιστεί απομακρύνονται «Πάσαι αί εναντίον» τής ευφορίας «Δυνάμεις».
Εξ άλλου από τά προχριστιανικά χρόνια τα φωτίας, οι φωτιές, «τότε ακριβώς πού παρουσιάζονται οι χειμερινές τροπές τού ήλιου», θεωρούνται σύμβολα υγείας, γονιμότητας καί καθαρμού. «Οι φωτιές — γράφει ό Π. Λεκατσάς — τών Χριστουγέννων καί τής Πρωτοχρονιάς συμβολίζουν τή φλόγα τού ήλιου, πού γονιμοποιεί τή γή μέ τή ζεστασιά του.» Στήν Κρώμνη άναβαν φωτιές όταν γιόρταζε ή ενορία τους.
η. Τά πλυντήρια
Στό χωριό Μαρίνα Ναούσης — κατά τή μαρτυρία τού Παπαδόπουλου Θεόδωρου τού Παύλου, 70 χρονών —, όπου μένουν πολλοί από τό Δεμίρ Καπού τού Κάρς, απέκτησαν καί ένα άλλο έθιμο, επηρεασμένοι από τούς γηγενείς.
Στήν πομπή πού σχηματίζεται γιά τήν τελετή τής καταδύσεως, εκτός από τά εξαπτέρυγα, τίς λαμπάδες, τό Σταυρό, οι χωρικοί φέρνουν μαζί τους από τήν εκκλησία καί εικόνες, τίς οποίες βουτούν – βαπτίζουν στό ποταμάκι τού χωριού τους, όπου γίνεται ή κατάδυση τού Σταυρού.
Τό έθιμο αυτό, τού βουτήγματος τών εικόνων στά νερά τήν ημέρα τών Θεοφανείων (πού γίνεται σέ πολλά παραλιακά μέρη τής Ελλάδος), θυμίζει τά «πλυντήρια» τών αρχαίων Ελλήνων, πού έπλυναν, κάθε χρόνο, τό ξόανο τής Αθηνάς στή Φαληρική θάλασσα. Σέ άλλα μέρη περιφέρουν τίς εικόνες στό χωριό, στά χωράφια καί γύρω στήν εκκλησία καί «ούτω τοποθετούν όλην τήν περιοχήν εντός ιερού κύκλου, τον οποίον οι δαίμονες αδυνατούν νά υπερβούν..».
Αυτό τό έθιμο τής περιφοράς τών εικόνων γύρω από τό χωριό μαζί μέ τά λάβαρα καί τό Σταυρό τήν ώρα τής πομπής καί πρίν από τήν κατάδυση γίνεται μέ πανηγυρική μεγαλοπρέπεια καί πάνδημη συμμετοχή καί στό Λιτόχωρο, όπου, σέ μιά μεγάλη δεξαμενή έξω από τό χωριό, τήν ώρα τής καταδύσεως τού Σταυρού, βουτούν καί τίς εικόνες καί τά λάβαρα μέσα στά νερά τής δεξαμενής, ψάλλοντας τό «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε ».
Θ. Τό άναμμα κεριών στό σπίτι τήν παραμονή
Σχεδόν σ’ όλο τόν Πόντο καί τόν Καύκασο (όπως καί στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ανατολική καί Δυτική Θράκη) ό Ποντιακός λαός είχε καί ένα άλλο πατροπαράδοτο έθιμο, πού τόν έφερνε σέ πνευματική καί ψυχική επαφή μέ τούς νεκρούς του.
Εκτός από τό αναμμένο καντήλι καί τό συνηθισμένο θυμιάτισμα τού Σαββατοκύριακου καί κάθε μεγάλης γιορτής, τήν παραμονή τών Θεοφανείων τό βράδυ έπρεπε νά καίνε τόσα κεριά όσοι ήσαν οί πεθαμένοι τού σπιτιού, μαζί μ’ ένα ακόμη κερί γιά τόν άγνωστο νεκρό.
Συνήθως αυτά τά κεριά τά άναβαν (πολλές οικογένειες) γύρω γύρω στό νηστήσιμο τραπέζι τής παραμονής, τό οποίο μάλιστα δέν τό σήκωναν,
γιά νά φωτίσει τήν επομένη ό παπάς τά «περισσεύματα τών κλασμάτων». Σέ μερικά μέρη τής Τραπεζούντας, στό τραπέζι αυτό κολλούσαν καί άναβαν καί τόσα κεριά, όσοι ήσαν καί οί ζωντανοί.
Σύμφωνα μέ μιά πληροφορία κάποιου Ανέστη Σιδηρόπουλου, πού τήν κατάγραψε ό Κώστας Καραπατάκης στό βιβλίο του «Τό Δωδεκάμερο τών Χριστουγέννων», μαζί μέ τ’ άλλα κεριά ανάβανε κι ένα στή μέση λέγοντας:
«όλ’ οι αποθαμέν’ αδά νά τηρούν (τερούν;). Μαζί μ’ αυτά ανάβανε κι’ ένα κερί στό εικονοστάσι, ένα στήν πόρτα τού σπιτιού κι’ ένα στήν πόρτα τού στάβλου.»
Στή γενέτειρά μου (Ίμερα), όπως έλεγε ή Λισάφ’ (Ελισάβετ) Ίγν. Ευθυβούλη, άναβαν κεριά γιά όλους τούς πεθαμένους, ονοματίζοντάς τους, ‘ς σό πατιχάν” (κοίλωμα – θυρίδα – εσοχή μέσα σέ τοίχο δωματίου) καί δέν απομακρύνονταν άν δέν έλιωναν (δέν καιγότανε ώς τό τέλος) τά κεριά. Το πρωτότυπο αυτό μνημόσυνο, όπως πίστευαν, τό ζητούσαν οί αποθαμέν’ πού λένε:
Τά Φώτα θέλω τό κερί μ’
και τών Ψυχών κοκκόπα
και τήν Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλ’ δακρόπα. [Βεργουλίδου Μελπομένη]
Τά Φώτα θέλω τό κερί σ’
και τή ψυχού» κοκκία
και τή Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντήλιν δάκρα. [Παπαδοπούλου Σπ. Δέσποινα]
Αυτό πίστευαν καί στήν περιοχή τής Ματσούκας, όπως γράφει καί ό Παπαδημήτρης Μισαηλίδης καί συμπληρώνει: «Ωραίον τό έθιμον τούτο τό οποίον εγίνετο καί εις άλλα μέρη τού Πόντου καί τό οποίον έτυχον καί ενταύθα [ήταν εφημέριος στήν Παναγία Φανερωμένη Θεσσαλονίκης] Ποντίους αδελφούς νά συνεχίζουν…..»
Ο Π. Η. Μελανοφρύδης μάς δίνει τό παραπάνω λαϊκό ποιητικό δημιούργημα μέ μιά μικρή Παραλλαγή:
«Τά Φώτα φέρε ‘με κερίν
και τή Χριστού φετήρα
κα τ Μεγάλ’ Παρασκευήν έναν μαντήλι δάκρα.»
Σέ πολλά μέρη άναβαν καί τό πρωί τών Φώτων στό εικονοστάσι ένα κερί γιά τούς πεθαμένους τους (Αργυρούπολη, Σταυρί, Μούζενα, Τσιμερά, Κρώμνη, Σάντα, Λιαρή, Καρμούτ, Λιβάδ’, Ίμερα, Τσίτη).
Στήν Τραπεζούντα «συγκεντρώνοταν όλη ή οικογένεια γύρω από κάποιο ταψί μέ άμμο… ., όπου ό αρχηγός το σπιτιού θ’ άναβε τά καθιερωμένα από τήν παράδοση κεριά στή μνήμη τών πεθαμένων συγγενών του. Καί σέ κάθε άναμμα κεριού, μετά τήν ονομασία τού μνημονευομένου νεκρού, ελέγονταν από τόν ίδιο καί επαναλαμβάνονταν από τούς παρισταμένους ή γνωστή καί στερεότυπη ευχή: Ο Θεόν νά σχωρά ‘τον.
Μετά τήν ονομασία όλων, ανάβονταν κι ένα κερί γιά κείνους πού πιθανόν νά ξεχάστηκαν. . . . καθώς επίσης κι άλλο ένα γι’ αυτούς πού δέν είχαν κανένα νά τούς θυμηθεί, γιά τή καρίπ’ς κα τ’ έρημους, γιά τούς άγνωστους μ’ άλλα λόγια νεκρούς μνήμης θυσία καί βωμός στόν άγνωστο νεκρό» [Μ. Μεταλλείδης].
Γιά τό ίδιο έθιμο μιλάει καί ό αιωνόβιος λαογράφος Ανανίας Νικολαίδης, κάτοικος Πτολεμαΐδας, καί αναφέρει [στό ανέκδοτο έργο του «Ποντιακή Λαογραφία»] ότι τά κεριά αυτά γιά τούς πεθαμένους τά άναβαν (περιοχή Αργυρουπόλεως) μπροστά στό εικονοστάσι καί τά στήριζαν σέ σιτάρι ή αλεύρι καί περίμεναν όλοι γονατιστοί νά λιώσουν τά κεριά καί μετά νά σηκωθούν.
Τό έθιμο αυτό σώζεται μέχρι σήμερα σέ πολλά ποντιακά σπίτια καί μάλιστα σέ οικισμούς τής Βορείου Ελλάδος [Ίμερα Τοξότες Ξάνθης, Τετράλοφο καί Νεάπολη Κοζάνης, Χαριτωμένη Δράμας, Λεκάνη Καβάλας, Ωραιόκαστρο, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Χαριλάου, Καλαμαριά).
‘Ο συνταξιούχος δάσκαλος ‘Απόστολος Πολ. Λαπαρίδης, από Χαψίκιοϊ Ματσούκας καί κάτοικος Κοζάνης, μεταξύ άλλων, μού γράφει: «Διατηρούμε (τό έθιμο) καί σήμερα ακόμη πολύ πιστά. . .
Σέ πολλά χωριά τής Κερασούντας τά κεριά πού άναβαν στό σπίτι για τούς πεθαμένους τους τά έσβηναν μέσα σέ αγιασμό.
Κεριά ανάβανε τήν παραμονή καί ανήμερα καί στά μνήματα πού ήσαν στά προαύλια τής εκκλησίας [Αγαθαγγελίδης Π. Γιώργος].
Πολλοί άναβαν καί ανάβουν στό εικονοστάσι ένα κερί γιά τούς πεθαμένους όπως καί τό πρωί τών Θεοφανείων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό τό γεγονός ότι ο λαός μας έχει συνδέσει τή λατρεία του καί στό σπίτι, σέ μιά ατομική ή οικογενειακή αυτοσυγκέντρωση καί προσευχή, μέ θυμιατό, μέ καντήλα, μέ κερί, γιά νά θυμηθεί καί νά τιμήσει, εκτός από τούς ‘Αγίους, καί τούς νεκρούς του, ίσως καί γιά να τούς εξευμενίσει.
Τό κερί πού συμβολίζει τήν αγνότητα, αλλά καί τήν εύπλαστη ψυχή, καί τό φώς τού κεριού καί τής καντήλας, πού μάς θυμίζει τό θείο φώς καί πού συμβολίζει τή φωτεινή ζωή εκείνων πού μαρτύρησαν καί άγιασαν, αποτελούν μιά τιμητική προσφορά σ’ εκείνους πού έφυγαν καί ένα εποπτικό μέσο επαφής καί συνδέσμου ανάμεσα σ’ εκείνους πού συγκροτούν τήν «θριαμβεύουσα έν ουρανούς Εκκλησία» καί σ’ εμάς πού αποτελούμε μέλη τής «αγωνιζομένης καί στρατευομένης» Εκκλησίας. Τό κερί καί τό καντήλι σύμβολα μνήμης, τιμής καί μνημοσύνης σ’ εκείνους πού, μεταξύ άλλων, μάς κληροδότησαν τόσο ωραία λατρευτικά έθιμα.
ι. Τό δέντρο τής «Ανατολής»
Μού ήταν πολύ δύσκολο νά εξακριβώσω άν στόν Πόντο (καί μέχρι πότε) είχαν τό έθιμο τού Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Λέγω μέχρι πότε, διότι τό ότι τό Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν γνωστό στήν Ανατολή δέν υπάρχει πιά αμφιβολία. Τήν πλάνη, ότι τό δέντρο αυτό μάς ήρθε από τή Δύση, τή διέλυσε μιά πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα καί μελέτη τού καθηγητή κ. Καλοκύρη Δ. Κωνσταντ., οποίος αποδεικνύει ότι τό Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει τήν καταγωγή του στήν Ανατολή, άπ’ όπου πέρασε στή Δύση καί ήρθε στήν Ελλάδα «ώς αντιδάνειον». Αν θυμηθούμε μάλιστα ότι στούς τέσσερις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες τά Χριστούγεννα καί τά Θεοφάνεια γιορτάζονταν μαζί, τότε, χωρίς νά διακινδυνεύσουμε τή σοβαρότητα τού θέματος, μπορούμε νά πούμε ότι τό έθιμο τού δέντρου γινότανε καί διαρκούσε ώς καί τά Φώτα.
«Σέ πολλά χωριά τού Κάρς τό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, πού τό διατηρούσαν ώς τήν ημέρα τών Θεοφανείων, τό ετοίμαζαν τά σχολεία. Τό στόλιζαν μέ φαναράκια, ξηρούς καρπούς, μέ μήλα καί πορτοκάλια. Μ’ αυτό τό δέντρο μαθητές, μέ επί κεφαλής δάσκαλο, γυρνούσαν τά σπίτια, έψαλλαν τά κάλαντα καί μάζευαν χρήματα γιά τό σχολείο τους» [Ταχματζίδης Ίορ. Λάζαρος καί Μιχαηλίδου Γ. Μαρία, Π. Γυναικόκαστρο Κιλκίς].
«Σήμερον εξέλιπον μέν οι γενικώτεροι παλαιοί συμβολισμοί τού δέντρου από τήν συνείδησιν τών μεγάλων μαζών τού Χριστιανικού κόσμου….. ώς εξαίρεσις μνημονεύεται ή χρήσις αυτού κατά τά Θεοφάνεια εις τούς Ναούς τής Ανατολής. . .» [Καλοκύρης Δ. Κωνστ.]
Στά πρωτοχριστιανικά χρόνια οι εκκλησίες τής Ανατολής, από τή Συρία ώς τήν Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιούσαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα, πού τά τοποθετούσαν απέναντι στό Τέμπλο, δεξιά καί αριστερά τής Ωραίας Πύλης, καί πού είχαν φώτα πού τρεμόσβηναν καί ήσαν φορτωμένα τά δέντρα εκείνα μέ διάφορα χρυσά καί αργυρά αντικείμενα.
Αυτών τών μεταλλικών δέντρων πρέπει απόγονοι – ομοιώματα νά είναι τά μανουάλια, πού έχουν σχεδόν σχήμα δέντρου καί πού καί σήμερα τοποθετούνται (δύο τέτοια) «εκατέρωθεν» τής Ωραίας Πύλης.
Τό ότι ή παράδοση τού δέντρου καί ή δεντρολατρεία είναι κληρονομιά από τόν προχριστιανικό κόσμο είναι γνωστό καί αποδειγμένο.
Αυτή όμως ή ιδέα τού δέντρου από τόν ειδωλολατρικό κόσμο «εισήλθε καί εις τόν Χριστιανισμόν. Εκεί όμως απέβαλε τήν ειδωλολατρικήν σημασίαν του. Έγινε σύμβολον, αρχικώς, έξ αφορμής τού δέντρου τής γνώσεως τής Παλαιάς Διαθήκης καί τού Χριστού θεωρουμένου ώς αληθινού ξύλου τής ζωής» [Καλοκύρης Κωνσταντίνος].
Ο ίδιος καθηγητής μάς πληροφορεί ότι στό Λιτόχωρο Κατερίνης τήν ημέρα τών Θεοφανείων τοποθετούν δεξιά καί αριστερά τής λεκάνης τού Μεγάλου Αγιασμού καί τής εικόνας τής Βαπτίσεως δύο δεντρύλλια λεμονιάς καί τά φορτώνουν μέ πορτοκάλια, πού τά μοιράζει ό παπάς στούς χριστιανούς μετά τήν τελετή τού αγιασμού. Στά παλιά χρόνια άναβαν καί κεριά στά κλαδιά τών δέντρων, «λεμονέα πολυκάνδυλος».
Στό χωριό Ίμερα τού Πόντου τό δέντρο τών Χριστουγέννων, πού τό διατηρούσαν ώς τά Θεοφάνεια, τό ετοίμαζε καί τό στόλιζε τό Σχολείο. Τό δέντρο συνήθως ήταν πεύκο (τεζίν) καί τά στολίδια του (ψάρια, πουλιά, άστρα, σταυρός, κεράκια καί πρό παντός γυάλινα καί χρωματιστά μήλα) Τά έστελναν από τήν Τραπεζούντα ευκατάστατοι ομοχώριοι. Αν κρεμούσαν νωπά πορτοκάλια ή μήλα, τά περιτύλιγαν (τά έντυναν) μέ να είδος λεπτού χρυσόχαρτου, πού το έλεγαν βαράχ’. Μ’ αυτό έντυναν καί τήν ψύχα (καντζίν – καντζία) ξηρών καρπών, γιά νά στολίσουν τό ταψί (τό σινίν) τών κολύβων.
Απερίγραπτη ήταν ή χαρά τών μαθητών όταν καμάρωναν τό τεράστιο καί καταστόλιστο δέντρο καί πρό παντός όταν ή Σχολική Εφορεία τούς μοίραζε δώρα από τά στολίδια, μέ τά οποία ήταν κατάφορτο τό δέντρο τού «δωδεκαημέρου» [Γιακουστίδης Σαβ. Γιάννης].
Αυτό, ασφαλώς, είναι απόγονος του δέντρου τής «Ανατολής», πού τό βρίσκουμε καί σέ σπίτια καί μάλιστα σέ σχολεία τής Ρωσίας μέ τό όνομα «Γιόλκα», κληρονομιά τού Βυζαντίου.
Σ’ όλα τά ελληνικά χωριά του Σοχούμ (Μανέα, Κούμα, Άχασα, Χουρμαλού, Ζουρνατσιάντων, Πέσ – Καρτάσ) τά σχολεία έκαναν καί κάνουν δέντρο, πού τό στολίζουν μέ μήλα, χρωματιστά χαρτιά, αστράκια κτλ, καί τό διατηρούν ώς τά Φώτα. Συνήθως χρησιμοποιούν γιά «δέντρο» κέδρο (αρτούτσ) [Κυριμλίδης Θ. Κώστας]. Στά εκπαιδευτήρια του Ακ – Δάγ – Μαδέν γιά πρώτη φορά στολίστηκε Χριστουγεννιάτικο δέντρο τό 1912. Δέ Θυμάμαι άν καί πότε ξαναέγινε τό έθιμο αυτό [Φωτιάδης Γεώργιος του Κωνσταντίνου].
Στή Σινώπη «δέντρο» έκαναν ένα κλαδί ελιάς. Στόλιζαν τή βάση καί τόν κορμό του μέ ξερά σύκα καί τά κλαδιά, μέ σύκα, πορτοκάλια ή μανταρίνια. Τό στολισμένο αυτό κλαδί τό έμπηγαν σ’ ένα άσπρο ψωμί καί τό τοποθετούσαν πάνω στό τραπέζι. Γύρω γύρω στό «δέντρο» σκορπούσαν ξηρούς καρπούς, δικαιώματα τών παιδιών [Μιχαηλίδης Παν. Βασίλης].
ια. Ο Θεόν καν’νάν ‘κ ανασπάλ’.
Οι Πόντιοι δέν περιορίζονταν (καί δέν περιορίζονται) νά εκδηλώνουν τις θρησκευτικές τους αρχές μόνο μέ ορισμένα θρησκευτικά καθήκοντα καί έθιμα. Τά χριστιανικά βιώματά τους συχνά έφταναν, ώς μυστική ιεροτελεστία, στό κατώφλι καί στήν πόρτα τού ανήμπορου καί εκτελούσαν τό μυστήριο τής αγάπης, θυσία καί προσφορά στό γείτονα, τό γνωστό καί τόν άγνωστο, τόν άρρωστο καί τόν πονεμένο. Ο Θεόν καν’νάν ‘κ ανασπάλ’, έλεγαν.
Όπως τά Χριστούγεννα, τήν Πρωτοχρονιά καί τό Πάσχα, έτσι και τήν παραμονή τών Θεοφανείων πολλά σπίτια — πολλές οικογένειες — γίνονταν αντικείμενο φροντίδας καί αγάπης.
Κατά τό Δωδεκαήμερο, όπως καί τά Λαμπροήμερα, θρησκευτικά καί κοινωνικά έθιμα συναντιούνται καί αλληλοσυμπληρώνονται.
Γι’ αυτό καί στά Θεοφάνεια δέ λείπουν τά έθιμα τής επισκέψεως στά σπίτια, πρό παντός σ’ εκείνων πού γιορτάζουν, καθώς καί τά γλέντια, τραπέζια, χοροί καί τραγούδια, μέ τή λύρα καί τό λυράρη.
ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΕΘΙΜΩΝ
Είναι γνωστό πόσο αντέδρασε ή Εκκλησία στήν επιμονή τού ελληνικού λαού νά μήν ξεχάσει έθιμα καί συνήθειες πού ήσαν κληρονομιά καί λείψανα τής ειδωλολατρίας.
Ή Στ’ Οικουμενική Σύνοδος (7ος αί.) καταδίκασε τίς ειδωλολατρικές εκδηλώσεις.
Ο Ι. Χρυσόστομος (4ος αί.) καυτηριάζει «τούς εξυπνίζοντας μετά αυλών καί συρίγγων έν χειμώνος ώρα καί εική καί μάτην ενοχλούντας, ξένια πολλά λαμβάνοντας».
Ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αί.) διαμαρτύρεται γιά τή συνέχιση ειδωλολατρικών εθίμων καί λέγει «σιγνοφόρους τούς κατ’ αρχίμηνον του Ιανουαρίου καί τη Χριστού γεννήσει τε καί Φώτων τή ημέρα οπόσοι περιτρέχουσι τάς θύρας προσαιτούντες μετά ωδών καί επωδών ή λόγοις εγκωμίων».
Αλλά «οι δαίμονες τής λαϊκής πίστης αντιστάθηκαν μέ πείσμα…..»
[Νέλσσον].
Έτσι πολλές παλιές συνήθειες, μέρος τής αρχαίας θρησκείας καί τής προχριστιανικής λατρείας, επιβιώνουν καί μέσα στό καινούργιο λατρευτικό κλίμα πού δημιουργείται μέ τήν εμφάνιση καί τήν επικράτηση του Χριστιανισμού . Πολλά έθιμα εμφανίζονται μέ νέο θρησκευτικό πυρήνα, παίρνουν καινούργια ζωή, νέο χρώμα, πρωτόφερτο φώς, μυστική δύναμη. Καί όλα αυτά κάνουν τίς γιορτές πιό χαρούμενες, πιό φωτεινές καί πιό γραφικές.
Ένα από τά ειδωλολατρικά έθιμα είναι καί τά καρναβάλια, πού κάνουν τήν εμφάνισή τους μέ τά Θεοφάνεια σέ πολλές περιοχές του Πόντου (Τραπεζούντας, Αργυρούπολης, Σαμψούντας, Σουρμένων, Ματσούκας, Πλατάνων). Τά καρναβάλια (οι μωμόγεροι) τού Δωδεκαήμερου είχαν καί έχουν περισσότερο ψυχαγωγικό καί λιγότερο κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό.
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι ειδωλολατρικές προλήψεις καί δεισιδαιμονίες, όποιες κι άν είναι, διασκεδάζονται και καταποντίζονται μέσα στόν ωκεανό τής ορθόδοξης λαϊκής πίστης καί λατρείας, πού φιλοξενούν τά λατρευτικά έθιμά μας.
ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΕΘΙΜΑ
Σέ πολλά μέρη του Πόντου πολλές εκδηλώσεις το Δωδεκαήμερου επαναλαμβάνονταν ή συνεχιζότανε (φώτισμαν, ράντισμαν, μωμοέρα, επισκέψεις, γλέντια) μέχρι καί τήν απόδοση τής γιορτής τών Φώτων. Χαρακτηριστικό είναι τό γεγονός ότι από τήν επομένη τών Θεοφανείων (τού Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή) άρχιζαν οι γάμοι, πού γινότανε ώς τήν Κυριακή τής Τυροφάγου.
Στό Ωραιόκαστρο τής Άρδασας πού στις 7 του Γενάρη πανηγύριζε ή ενορία τους, έδιναν θεατρικές παραστάσεις καί παρίσταναν Ματσουκάτκα χαράντας.
Σέ ένα γλέντι γάμου πρωτοεμφανίστηκε τό 1904 καί ακούστηκε γραμμόφωνο, πού ήταν φυσικό νά κάνει εντύπωση καί νά προσελκύσει τήν προσοχή όλων. Ένας χωρικός ακούγοντας φωνή καί τραγούδια καί μήν μπορώντας νά εξηγήσει αυτό πού έβλεπε καί άκουγε, είπε έκπληκτος: Ατός ό αφορισμένον πώς εχώρεσεν ατουπές; [Εξαδάκτυλος Γ. Παύλος}.
Πάντως, όσα πολλά έθιμα κι άν ξεχάστηκαν ή μέ τόν καιρό ξεχνιούνται, ό απόηχός τους μένει καί όσα σώζονται σκορπούν γοητεία, ποίηση καί γραφικότητα καί μαζί μέ όλα τά άλλα ήθη καί έθιμα τού «ενιαυτού» (ανοιξιάτικα, φθινοπωρινά καί χειμωνιάτικα) αποτελούν τό οξυγόνο του ελληνικού λαού.
Πηγή: Αρχείον Πόντου, τομ. 38 (Α’ Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15. 6. 1981).- fdathanasiou.wordpress.com
Recommended Post Slide Out For Blogger