Ο Ρήγας Φεραίος, ο επονομαζόμενος Βελεστινλής, θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής, ο ίδιος υπέγραφε ως Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας ο Θεσσαλός.
Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια.
Από την νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι ότι η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και φέρεται πως είχε μία αδελφή την Ασήμω. Αναφέρεται πως είχε και ένα αδελφό, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821, όμως η παράδοση δεν διέσωσε το όνομά του.
Βίος και επανάσταση
Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα.
Τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά.
Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση.Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου.
Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα του αρματολού θείου του Σπύρου Ζήρα.
Αργότερα βρίσκεται στο Αγιο Ορος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στο Αγιον Ορος έμεινε πολύ λίγο.
Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του.
Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι.
Στο τυπογραφείο τους τύπωσε την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων.
Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα.
Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του.
Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διήγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα.
Η τελευταία φάση προετοιμασίας του συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων.
Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντώνιου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία.Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797.Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν. Ο Ρήγας και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης, ο Δημήτριος Νικολίδης, ο Αντώνιος Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας, ο Ιωάννης Εμμανουήλ και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Neboisa, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη.
Το έργο του Ρήγα
Το έργο του, παρά το σύντομο της ζωής του, υπήρξε πραγματικά τεράστιο τόσο σε έκταση, όσο και σε περιεκτικότητα. Το 1790 στη Βιέννη εξέδωσε δύο βιβλία, το "Σχολείο των ντελικάτων εραστών" και το "Φυσικής απάνθισμα". Το 1797, πάλι στη Βιέννη, εξέδωσε τον "Ηθικό τρίποδα" και τον "Νέο Ανάχαρση. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε στη Βιέννη επίσης τους "Ύμνους" του, καθώς και την περίφημη "Χάρτα" του. Ένα χρόνο πριν είχε εκτυπώσει κρυφά στη Λειψία της Γερμανίας τη "Δημοκρατική προκήρυξη". Το σημαντικότερο από τα έργα του αποτελεί η "Νέα πολιτική διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδονίας". Σ' αυτό το έργο του είχε συμπεριλάβει και τον περίφημο "Θούριό" του, ο οποίος τόσο ενθουσιασμό προκαλούσε "εις πάσαν ελληνικήν καρδίαν", ώστε το άκουσμά του μετέβαλλε τους "απλοϊκούς υπηρέτας εις υπερανθρώπους"
Η λογοτεχνική προσφορά του Ρήγα δε δύναται βέβαια να διεκδικήσει υψηλή ποιητική θέση. Ωστόσο είναι κάτι μνημειώδες και μεγάλο. Ο Παλαμάς γράφει σχετικά: " Ο άνθρωπος αυτός δεν γράφει στίχους, σαλπίζει στίχους", ".το κήρυγμα του Ρήγα μεταβάλλεται εις άσμα. Και μόνη της ειλικρινείας του η ζέσις και της θελήσεώς του η ορμή το εξαίρουν εις ποίημα". Νωρίτερα ο Κούμας είχε γράψει: "Με γλώσσαν τόσον δημώδη, ώστε την εκαταλάμβανε πάσα τάξις ελληνική, εις νόμον νουσικόν όστις ήτο πάγκοινος εις τα στόματα όλης της κατωτέρας κλάσεως της Στερεάς Ελλάδος, εσύνθεσε ωδήν παθητικότατην. Μικροί και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλλον την του Ρήγα ωδήν εις παν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Αυτός ακριβώς ήταν ο εθνομάρτυρας Ρήγας, ο άνθρωπος που κατάφερε να μιλήσει στις ψυχές ολόκληρου του σκλαβωμένου έθνους.