Χειμώνας. Αρχές Φλεβάρη και το κρύο δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Καθισμένος πίσω απ΄ το γκισέ του στο μικρό προαστιακό υποκατάστημα του Ταχυδρομείου, ο υπάλληλος κοίταζε τους λιγοστούς διαβάτες που προχωρούσαν κουκουλωμένοι με βιαστικά βήματα μες την παγωνιά και έριχνε κάθε τόσο ματιές στο μεγάλο ρολόι του τοίχου που βρισκόταν απέναντί του.Άντε μισή ώρα ακόμα, σκέφτηκε, και ξοφλήσαμε για σήμερα. Ήταν μεγάλος στα χρόνια, κοντά στη σύνταξη πια και δεν είχε βέβαια το παλιό του κέφι για δουλειά. Ξαφνικά ένα παιδί πρόβαλε μέσα στο κατάστημα. Θα ταν δεν θα ταν επτά χρονών.
Και χωρίς να τον φοβηθεί του είπε θαρρετά:Καλημέρα! Θέλω να στείλω ένα γράμμα.Έχεις γραμματόσημο;Η απορία στο πρόσωπο του μικρού έκανε τον υπάλληλο να αντιληφθεί ότι ούτε χρήματα θα είχε ο μικρός. Άρχισε να του εξηγεί την διαδικασία αποστολής γραμμάτων και επιβεβαιώθηκε άμεσα βλέποντας το παιδί να του γυρίζει την πλάτη για να φύγει λέγοντάς του με λυπημένη φωνή:Δεν τα ήξερα όλα αυτά,δεν έχω λεφτά. Συμπαθάτε με.Ο άνθρωπος πίσω από το γκισέ ένιωσε άβολα. - Για στάσου, του φώναξε. Που μένεις;-
Εδώ στο στενάκι με τη μάνα μου.- Εσύ μπορεί να μην έχεις, αλλά η μάνα σου;Το παιδί έμεινε βουβό και αναποφάσιστο. Να μείνει ή να φύγει;Και το γράμμα τι το θέλετε; Έκανε μια ακόμη προσπάθεια ο υπάλληλος. Μήπως για να ζητήσετε βοήθεια από κανέναν;Ναι κύριε, είπε σιγανά το παιδί.Ο υπάλληλος ζάρωσε τα φρύδια, χάιδεψε δύο φορές νευρικά τα μουστάκια του και ξεστόμισε:- Ας πάει στα κομμάτια. Το βάζω εγώ το γραμματόσημο δώσε μου το γράμμα.Το παιδί κοιτάζοντάς τον ντροπαλά απάντησε.Δεν το ΄χω το γράμμα. Δεν έχω πάει ακόμα σχολείο.Πάει καλά, έκανε βιαστικά ο υπάλληλος. Θα στο γράψω εγώ και το γράμμα. Σε ποιόν θέλεις να το στείλεις; Θέλω να γράψω στην Παναγία.Αγριεμένος ο υπάλληλος, ζάρωσε πιο πολύ τα φρύδια του και του φώναξε.Ήρθες εδώ μεσημεριάτικα να με κοροϊδέψεις; Ξεκουμπίσου από ‘δω.Όμως ένα δάκρυ που διέκρινε στα μάτια του παιδιού τον έκανε να αλλάξει γνώμη και του φώναξε. Έλα εδώ. Πώς σε λένε; Γιάννη.Και τι θες να γράψεις στην Παναγία;Θέλω να της γράψω να ξυπνήσει την μάνα μου.
Κοιμάται από χτές το απόγιομα και εγώ δεν μπορώ να την ξυπνήσω.Ο υπάλληλος συννέφιασε καθώς μια φρικτή σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του.- Τι άλλο θες από την Παναγία; Ρώτησε με φωνή τρεμουλιαστή.- Να έλεγα μήπως μου έστελνε λίγο ψωμάκι. Πριν αποκοιμηθεί χτες η μάνα μου, μού ‘δωσε το τελευταίο κομμάτι που είχαμε στο σπίτι.Ο υπάλληλος στάθηκε για λίγο αμήχανος και ρώτησε:- Και εσύ τι έκανες όταν θέλησες να την ξυπνήσεις;- Έκανα ότι κάνω πάντα. Τη φίλησα.- Και δεν σου απάντησε;- Όχι.Τα μάτια του βούρκωσαν καθώς ρωτούσε πάλι το παιδί.Την τελευταία φορά που την φίλησες πρόσεξες τίποτα;Τι να προσέξω; Να… Μόνο που ήτανε πολύ κρύα.Ο Νικόλας με το χοντρό μουστάκι και τα πυκνά φρύδια γύρισε απότομα στην πλάτη του στο παιδί για να μη δει τα δάκρυα που σαν βρύσες κυλούσαν στα μάγουλά του. Με μια γρήγορη κίνηση σκούπισε το πρόσωπό του και στράφηκε προς το μικρό: ΄- Άκου εδώ, του είπε. Το γράμμα σου στην Παναγία πες πως γράφηκε και πήγε κιόλας. Πάμε τώρα να δω την μάνα σου. Τέτοια μέρα δεν πρόκειται να έρθει κανείς. Θα κλείσω και φεύγουμε.Ο Νικόλας έπιασε απ’ το χέρι το μικρό και προχώρησε προς το στενάκι που ήταν το σπίτι του.Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκε τη γυναίκα όπως το περίμενε. Ήταν παγωμένη σαν μάρμαρο.
Ο Γιάννης προσπάθησε πάλι να την ξυπνήσει με φιλήματα.Ο Νικόλας περίμενε λίγο και ύστερα τον τράβηξε απαλά, τον κάθισε σ’ ένα ντιβανάκι που σίγουρα θα ήταν το κρεβάτι του, κάθισε και ο ίδιος σε μία καρέκλα απέναντί του και άρχισε να του μιλάει όσο πιο απλά μπορούσε:- Γιάννη μου, η Παναγία πήρε τη μανούλα σου μαζί της να την ξεκουράσει, γιατί πολύ είχε κουραστεί η καημένη σε τούτο τον κόσμο.
Μου ‘στειλε όμως μήνυμα εμένα και μου είπε να σε πάρω εγώ κοντά μου και να γίνω τώρα ο πατέρας σου κι εσύ το παιδί μου. Είχα κι εγώ κάποτε δικά μου παιδιά μα πάνε χρόνια τώρα, έκαναν δικές τους οικογένειες και έχουνε τις δικές τους σκοτούρες.Έτσι είμαι μόνος μου πια και γι’ αυτό με λυπήθηκε και εμένα η Παναγιά που της έστειλα το γράμμα σου και είπε: «Ας αποκτήσει και αυτός τώρα στα γεράματά του ένα παιδί να το ‘χει σύντροφό του, να το μάθει και γράμματα και να το κάνει στο τέλος χρήσιμο άνθρωπο στην κοινωνία. Τι λες βρε Γιάννη, με θες για πατέρα σου;Ο μικρός τον κοίταζε αμήχανα κι έριχνε κάθε τόσο κλεφτές ματιές προς την μάνα του με την κρυφή ελπίδα πως από στιγμή σε στιγμή θα την ξαναδεί να ανοίγει τα μάτια του.Έμεινε πολύ ώρα σιωπηλός, ανήσυχος. Ύστερα σαν να το πήρε απόφαση ανασήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε ολόισια στα μάτια.Τα μάτια του ήταν στεγνά και η όψη του πολύ σοβαρή. Έμοιαζε ξαφνικά πολύ μεγαλύτερος απ’ την πραγματική του ηλικία.Σε θέλω για πατέρα μου, είπε με φωνή σιγανή αλλά σταθερή. Και σκύβοντας μπροστά, του φίλησε το χέρι!!!Ελπίζω να σας άρεσε όπως συγκίνησε και εμένα. ‘Oσοι λοιπόν στείλαμε το γραμματάκι μας στη μάννα Παναγιά είναι σίγουρη η απάντηση μας. Αρκεί να μην ξεχάσαμε το γραμματόσημο της πίστης και της ελπίδας. Και όσοι διστάζετε τρέξτε γρήγορα, γιατί η αγάπη δεν μπορεί να αρνηθεί την θυσία και την προσφορά .. Και η μάννα Παναγιά , η μάννα όλου του κόσμου δεν μπορεί να αρνηθεί σε κανέναν την βοήθεια της.
Είναι μια αγκαλιά γεμάτη αγάπη που χωράει μέσα σ’ αυτήν όλα τα παιδιά του κόσμου.
Πηγή: Αναπλαστική Σχολή Πατρών
Ευχαριστούμε την ενοριακή ζωή