ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ι΄ 25-37)
Τό ἐρώτημα πού τίθεται στό Χριστό στή σημερινή παραβολή, ἄν καί ὄχι μέ καθαρή καί ἀνιδιοτελῆ διάθεση, εἶναι: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Αὐτό πού ποθεῖ ὁ ἄνθρωπος, βαθιά μέσα στήν ὕπαρξή του, εἶναι ἡ ζωή. Καί μάλιστα ζωή χωρίς τέρμα, χωρίς ὅρια, χωρίς περιορισμούς, αἰώνια. Ἡ ἀπάντηση ἀπό τό θεῖο Διδάσκαλο εἶναι μία: ὁ δρόμος γιά τή ζωή ὀνομάζεται ἀγάπη. Καί γιά νά γίνει πιό σαφής τονίζει πώς ἡ ἀγάπη ἔχει διπλή κατεύθυνση, πρός τό Θεό καί πρός τόν πλησίον. Ἐπειδή ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος δέν δείχνει νά καταλαβαίνει τή γεμάτη νόημα σημασία τῆς θείας ἐντολῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός παραθέτει τήν ἐξήγησή της μέ τήν παραβολή τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη.
Πηγή :Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης
Συνήθως, ὅταν ἀκοῦμε τήν παραβολή, νομίζουμε πώς ὁ Χριστός ἤθελε μέ αὐτήν νά ψέξει τούς ἀναίσθητους ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σέ ἀντιδιαστολή μέ τό φιλεύσπλαχνο λαό ἤ νά περιγράψει τή «σωστή» συμπεριφορά. Ὅμως ὁ Χριστός δέν ξεχνᾶ τό ἀρχικό ἐρώτημα καί ὁ σκοπός του εἶναι νά ἐξηγήσει στόν ἀποροῦντα νομικό, στό λαό τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί σ’ ἐμᾶς σήμερα τό πῶς κανείς ἀγαπώντας ὁδηγεῖται στή ζωή.
Ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης «κατά συγκυρίαν», τυχαία δηλαδή, βρέθηκαν κοντά στόν τραυματισμένο συμπατριώτη τους, ἐνῶ ὁ Σαμαρείτης, ἕνας ξένος καί ἀλλόθρησκος, ἦλθε ἐπίτηδες στόν «ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο. «Σαμαρείτης δέ τίς ὁδεύων, ἦλθε κατ’ αὐτόν». Ὁ δρόμος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, τήν πόλη τοῦ Θεοῦ, πρός τήν Ἱεριχῶ εἶναι ὁ δρόμος τοῦ θανάτου, ὁδός κατηφορική καί ἐπικίνδυνη γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, πού συμβολίζει τό βίο μας ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ κατευθείαν στό θάνατο.
Ὁ σπλαχνικός Σαμαρείτης, ἀδελφοί, δέν εἶναι κανένας ἄλλος παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ νομικός ζητάει ἐπεξηγήσεις, νόμους καί θεωρίες γιά τό πῶς μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ. Ὁ Χριστός δείχνει τό πρόσωπο πού μᾶς σώζει καί εἶναι ὁ Ἴδιος. Ἔρχεται στόν καταπληγωμένο καί ἐξουθενωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ἀρρώστια, τή φθορά καί τό θάνατο ἄνθρωπο καί τόν σπλαχνίζεται, τόν ἀγαπᾶ πραγματικά χωρίς νά σκέφτεται τόν ἑαυτό του, τήν ὥρα πού χάνει, τούς κινδύνους πού διατρέχει. Ἐπιχέει ἔλαιο καί οἶνο. Τό λάδι παραπέμπει στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί στήν ἰδιότητα πού ἔχει νά βοηθάει τούς ἀθλητές πού ἀλείφονταν μ’ αὐτό νά ξεγλιστροῦν ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἀντιπάλου, τοῦ διαβόλου. Ὁ οἶνος θυμίζει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τήν ἐγκέντριση, συσσωμάτωση καί συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό ζωοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό πανδοχεῖο, τέλος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο δηλαδή ὅπου ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, ἀνακαινίζεται, βρίσκει τήν ὑγεία του, σώζεται εἰς τό διηνεκές.
Ἐμεῖς σήμερα, ἀδελφοί μου, ἐνῶ λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό, στήν οὐσία τοῦ δίνουμε θέση Σαμαρείτη, δηλαδή ξένου καί ἀλλοεθνῆ. Πρῶτον γιατί δέν συναντιοῦνται οἱ δρόμοι μας. Ἀνεβαίνουμε γιά λίγο στά Ἱεροσόλυμα ἀλλά κατεβαίνουμε ἀμέσως τήν ὁδό τοῦ θανάτου πρός τήν Ἱεριχῶ. Πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τακτοποιοῦμε τίς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι ἐκκλησιαστική. Στά ἔργα μας δέν δίνουμε θέση στόν πλησίον, στόν ἐλάχιστο ἀδελφό του Χριστοῦ γιά τόν ὁποῖο Αὐτός σταυρώθηκε. Ὅ,τι κάνουμε ἀποσκοπεῖ στήν ἐξασφάλιση τῆς ἀτομικότητάς μας μόνο. Θεωροῦμε τήν Ἐκκλησία ὄχι χῶρο συνάντησης μέ τό Θεό μέσω τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά κατάστημα ἱκανοποίησης θρησκευτικῶν ἀναγκῶν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο κοινωνίας μέ τό Θεό καί τό συνάνθρωπο, δέν διαποτίζει τή ζωή μας ἀλλά ἐκλαμβάνεται ὡς μία θρησκευτική ὑποχρέωση ἀνεξάρτητη καί ἄσχετη μέ τούς ἄλλους.
Δεύτερον, ὅσο κι ἄν θεωροῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας, στήν οὐσία εἰσπράττει τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπαξίωσή μας γιατί δέν τοῦ δίνουμε τή θέση πού τοῦ πρέπει στήν καρδιά μας γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς πλησίον. Ὁ Χριστός ἔρχεται συνέχεια σ’ ἐμᾶς γιά νά μᾶς βρεῖ καί νά γίνει πλησίον μας. Ἀπομένει ὅμως νά ἔρθουμε καί ἐμεῖς σέ ἐπίγνωση τῆς κατάστασής μας. Νά καταλάβουμε ὅτι βαδίζουμε τήν ὁδό τοῦ θανάτου, ὅτι εἴμαστε ἑτοιμοθάνατοι. Τότε θά νιώσουμε τήν ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ καί θά ἀνοιχτοῦμε σ’ Αὐτόν. Ἡ συνάντηση μέ τό Χριστό εἶναι ἀδύνατη γιά ἀνθρώπους πού ἐνῶ εἶναι ἄρρωστοι, πιστεύουν ὅτι εἶναι καλά.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τήν προσεχῆ Πέμπτη ἀρχίζει, σύν Θεῶ, ἡ τεσσαρακοστή νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁρίστηκε νά διαβάζεται ἡ παραβολή αὐτή στήν ἀρχή τῆς περιόδου πού μᾶς ὁδηγεῖ στά Χριστούγεννα. Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πῆρε πάνω του τήν ἀνθρώπινη φύση ὅπως ἔκανε καί στήν παραβολή μας ὁ καλός Σαμαρείτης «ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος».
Ὁ Χριστός ἀνέλαβε τήν τραυματισμένη καί ἑτοιμοθάνατη φύση μας γιά νά τή θεραπεύσει καί νά τήν ἀναστήσει. Στίς Μεγάλες Ὧρες τῶν Χριστουγέννων θά ἀκούσουμε τόν προφήτη νά λέει γιά τό Χριστό : «οὐ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ». Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐξουσία του φαίνεται στό γεγονός ὅτι παίρνει στόν ὦμο του, στίς πλάτες του «τόν ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο γιά νά τόν ὁδηγήσει στή Βασιλεία Του, στόν καινούργιο κόσμο τοῦ φωτός, τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Ἀμήν.