vatopaidifriend4
Σ’ αυτά το κοιμητήρι της Μυτιλήνης είχαμε θάψει στον καιρό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τη γιαγιά μου, το πιο γλυκύ πρόσωπο του κόσμου. Είχε αρχίσει από τότε η πικρή ιστορία μας, το πρώτο πείραμα ξεριζώματος λαών ο διωγμός των χριστιανών της Ανατολής στα 1914 και η καταφυγή τους στα νησιά του Αιγαίου. Πέθανε η γιαγιά μας τότε, μές στον πόλεμο, στον ξένο τόπο. Ο παππούς μου την ξέθαψε, σαν ήρθε ο καιρός. Έβαλε τα κόκαλά της σε κασελάκι, έφερε το κασελάκι στην κάμαρή του, τ’ απόθεσε πλάι στο σπιτικό εικόνισμα, καθόταν ώρες μονάχος και της κουβεντίαζε. Προπάντων τα βράδια, σαν σουρούπωνε κι ανέβαινε απ’ την προκυμαία, όπου είναι το καράβια που ταξιδεύουν και μαθαίνεις τί γίνεται στον κόσμο, ο Γιαννακο-Μπιμπέλας άνοιγε το βήμα, δεν ήθελε ν’ ακούση τίποτα για φαγί, πήγαινε κατ’ ευθείαν εκεί, στο κασελάκι, το
πρόσωπό του είχε απόκοσμη γαλήνη, χαμογελαστή.
Καθόταν στα μιντέρι του, κοίταζε την τρίφυλλη Παναγία με το Βρέφος, το Εικόνισμα που είχαμε φέρει απ’ την πατρίδα μας σαν φεύγαμε κυνηγημένοι, κοίταζε το κασελάκι που το φώτιζε το καντήλι, άρχιζε να λέη στην πεθαμένη καταλεπτώς τα νέα που είχε μάθει. Το τί γίνεται στα Δαρδανέλλια όπου πολεμούσαν οι συμμαχικοί στόλοι να μπούν στα μπουγάζι και να φτάσουνε στην Πόλη, το τί γίνεται στη Θεσσαλονίκη όπου ο Βενιζέλος έκαμε κίνημα και πολεμούσε τον Βούλγαρο με τα παλικάρια τα νησιώτικα και της Ανατολής, με τη Μεραρχία του Αρχιπελάγους, το τί έγινε στα μακρινά μέρη του πολέμου.
«Πατέρα, τί είναι αυτό που κάνεις, να έχης την πεθαμένη μάνα μας, τα κόκαλά της, μές στην κάμαρά σου και να της μιλάς; τολμούσε πότε-πότε να του πή η κόρη του, καθώς ζούσε και τον τρόμο τον δικό μας. Εμπρός σ’ αυτά τα άγρια, τα αφύσικα που βλέπαμε ο θάνατος να μην είναι όπως τον φανταζόμαστε, η ζωή να συνεχίζεται και με τα κόκαλα, στον ίδιο τόνο, με τα νέα του πολέμου, με την ελπίδα.
«Όπου να ’ναι τελειώνει ο πόλεμος και θα σε πάρω και θα σε πάω στα Κιμιντένια να ξεκουραστής», έλεγε στη Δέσποινά του ο γέρο Γιαννακο-Μπιμπέλας.
«Πατέρα, πάρε τα κόκαλα απ’ το σπίτι! Τί είναι αυτά που κάθεσαι και μιλάς της μάνας μας: Έλεγε η κόρη του. Πατέρα, εγώ φοβάμαι…»
«Δε ντρέπεσαι να φοβάσαι τη μάνα σου! την έβαζε μπροστά εκείνος. Αυτά τα κόκαλα είναι τώρα άγια πράματα. Τί φοβάσαι; θα την έχω εδώ, κι ύστερα θα την πάρω και θα την πάγω στα Κιμιντένια. Τότε θα συχάσω, και θα με βάλετε και μένα στα πλευρό της».
Έγινε ακριβώς έτσι. Σαν τελείωσε ο πόλεμος, στα 1919, ο Γιαννακο-Μπιμπέλας πήρε το κασελάκι με τα κόκαλα της γυναίκας του, τα πήγε στα Κιμιντένια, τα ‘θαψε κάτω απ’ το μεγάλο βασιλικό δέντρο, τη δρύ, έξω απ’ την πορτάρα, στο κτήμα που είχανε αναστήσει οι δυο τους μαζί. Κι ενώ ήταν γεμάτος υγεία, άξαφνα, όταν έγινε αυτό το χρέος, μαράθηκε απότομα. Σε λίγον καιρό πέθανε και τον θάψαμε κάτω απ’ τη δρύ, πλάι της.
Εννόημα
- · Πέθανε η γιαγιά μας τότε, μές στον πόλεμο, στον ξένο τόπο. Ο παππούς μου την ξέθαψε, σαν ήρθε ο καιρός. Έβαλε τα κόκαλά της σε κασελάκι, έφερε το κασελάκι στην κάμαρή του, τ’ απόθεσε πλάι στο σπιτικό εικόνισμα, καθόταν ώρες μονάχος και της κουβεντίαζε. Προπάντων τα βράδια, σαν σουρούπωνε κι ανέβαινε απ’ την προκυμαία, όπου είναι το καράβια που ταξιδεύουν και μαθαίνεις τί γίνεται στον κόσμο, ο Γιαννακο-Μπιμπέλας άνοιγε το βήμα, δεν ήθελε ν’ ακούση τίποτα για φαγί, πήγαινε κατ’ ευθείαν εκεί, στο κασελάκι, το πρόσωπό του είχε απόκοσμη γαλήνη, χαμογελαστή.
- · Έγινε ακριβώς έτσι. Σαν τελείωσε ο πόλεμος, στα 1919, ο Γιαννακο-Μπιμπέλας πήρε το κασελάκι με τα κόκαλα της γυναίκας του, τα πήγε στα Κιμιντένια, τα ‘θαψε κάτω απ’ το μεγάλο βασιλικό δέντρο, τη δρύ, έξω απ’ την πορτάρα, στο κτήμα που είχανε αναστήσει οι δυο τους μαζί. Κι ενώ ήταν γεμάτος υγεία, άξαφνα, όταν έγινε αυτό το χρέος, μαράθηκε απότομα. Σε λίγον καιρό πέθανε και τον θάψαμε κάτω απ’ τη δρύ, πλάι της.
Τίτλος: Αυτά τα κόκκαλα είναι τώρα άγια πράματα
Συγγραφέας: Βενέζης Ηλίας
Κατηγορία: Πεζογραφία
Θέμα: Αγάπη, Θάνατος, Μνήμη
Πηγή/Έκδοση: Αρχιπέλαγος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Χρ.Έκδοσης: 1969