Μητροπολίτου Σιγκαπούρης κ. Κωνσταντίνου
Είναι παράξενο τι θυμάται κανείς! Μικρό παιδί ήμουνα. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο χωριό εκεί στα ορεινά της Ηπείρου. Για ένα παιδί το χωριό είναι παράδεισος! Να τρέχεις στο βουνό με άγνοια κινδύνου. Να μαζέψεις ρίγανη με τη γιαγιά! Να ταΐσεις τις κότες και τα πρόβατα. Να παίξεις με το γαϊδουράκι. Να μαζέψεις, ντομάτες, μελιτζάνες και αγγουράκια από τον κήπο! Και όταν κουραζόμουν έπεφτα στην αγκαλιά του παππού μου και του ζητούσα να μου πει ιστορίες… Ιστορίες για τα δέντρα που φύτευε στο χωράφι. Ιστορίες για το πως έγινε ιερέας! Ιστορίες από τα παλιά! “Τότε που ήσουν νέος παππού, όχι παραμύθια”, του έλεγα επίμονα!
Εκείνος χαμογέλαγε έβγαζε το σουγιά από την τσέπη του και μου καθάριζε φρούτα. Κάποιες φορές δεν είχε διάθεση. “Τι σε έπιασε γιέ μου; τα χρόνια μας ήταν δύσκολα όχι σαν τώρα!…” και άλλες φορές έβαζε γι αυτόν λίγο κρασί – δικό του σπιτικό- και καθόμασταν στην βεράντα μου έλεγε για εκείνα τα χρόνια τα παλιά, τα δύσκολα… Μου έλεγε και για θρύλους και θεριά που υποστήριζαν οι παλιοί ότι ζούσαν στην περιοχή!
Σ᾽ εκείνες τις υπέροχες παιδικές μου στιγμές με το παππού θυμάμαι να μου αφηγείται ιστορίες και για τον πόλεμο του ’40. Για τις δυσκολίες στα βουνά, το κρύο και το παγωμένο χειμώνα της χρονιάς εκείνης, για τις στιγμές που αφήναν τις οικογενειές τους και τα μικρά παιδιά τους για να πάνε στον πόλεμο, και τις Ηπειρώτισες γυναίκες και μάνες που δεν κλαίγανε για τον αποχωρισμό αλλά με χαμόγελο τους σταυρώνανε και τους εμψυχώνανε για να πάνε να πολεμήσουν και να γυρίσουν νικητές! Τι υπέροχες γυναίκες Θεέ μου!
Πάντα στις αφηγήσεις αυτές η φωνή του παππού ήταν βαθιά, μιλούσε αργά σαν να τα ζούσε ξανά! Τα μάτια του βούρκωναν και εγώ μικρό παιδί γούρλωνα τα μάτια, ρουφούσα κάθε του λέξη, κρυβόμουν στην αγκαλιά του και τον ρωτούσα γεμάτος απορία. “…Παππού και μετά τι έγινε; “
Ο παππούς συνέχιζε λεγοντάς μου πόσο δύσκολα ήταν… Το κρύο πολύ, το φαγητό λίγο, γι αυτούς όμως ο πόλεμος ήταν γιορτή! Μου έλεγε πως κάποιες φορές στα δύσκολα εκεί που όλα φαινόντουσαν πως όλα είχαν χαθεί μια μαυροφορούσα γυναίκα τους έδειχνε μονοπάτια ή άλλοτε έβλεπαν λαμπάδες μόνες, χωρίς να τις κρατά κανείς στο σκοτάδι να τους οδηγούν και να τους σώζουν κυριολεκτικά από τις ενέδρες του εχθρού!
Όταν τον ρωτούσα παππού ποια ήταν η γυναίκα που βοηθούσε και σας γλίτωνε; την ξέρατε; ήταν κάποια γιαγιά; Εκείνος με κοιτούσε περίεργα και μου έλεγε: «όλοι βοηθήσανε τότε γιε μου και εμείς πολεμούσαμε και οι γυναίκες βοηθούσαν πολύ! Αυτή η γυναίκα όριζε τον τόπο! Δικός της ήταν!» Μα την ξέρατε; επέμενα! » Άσε με τώρα πολλά είπα» απαντούσε και με το μαντήλι του καθάριζε το σουγιά και τον ξαναέβαζε στη τσέπη.
Τα χρόνια πέρασαν και εγώ παλληκαράκι με τον ηλικιωμένο πια παππού και τον αδελφό μου “φρέσκο” ιερέα τότε πήγαμε σ΄ένα από τα ξωκλήσια να λειτουργήσουμε! Ο παππούς έλαμπε!
Καμάρωνε τον ιερέα εγγονό του από το ψαλτήρι και εγώ στεκόμουν δίπλα του. Στο δρόμο της επιστροφής εκεί στα δύσβατα μονοπάτια του είπα: ¨Έχεις καιρό να μου πεις ιστορίες παππού…” Με κοίταξε και μου είπε: “Μεγάλωσες πια δεν θέλεις να ακούς τις ιστορίες μου!” Παππού, τότε στον πόλεμο η Παναγιά ήταν μαζί σας έτσι δεν είναι; εσύ την είχες δει; του είπα χαμογελώντας! Δεν απάντησε… Φθάνοντας σπίτι πήγε να βγάλει το εξώρασό του και μου λέει: “ Εσείς οι νέοι δεν τα πιστεύετε αυτά γιατί εκεί στην πόλη άλλα σας μαθαίνουν και βάζετε στην καρδιά σας… Οι άνθρωποι τότε ήταν απλοί και οι καρδιές καθαρές και οι Άγιοι και η Παναγιά ήταν συντροφιά μας στα βουνά και στη ζωή μας!”
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γιορτής και μνήμης ένα δάκρυ φεύγει από τα μάτια μου. Για τις παιδικές στιγμές που δεν μπορώ να ξαναζήσω. Για τις υπέροχες ιστορίες του παππού που δεν θα ξανακούσω. Γι’ εκείνους τους υπέροχους “απλούς ανθρώπους με καθαρές καρδιές” που πολέμησαν για εμένα πεινασμένοι με κρυοπαγήματα στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου! Για την Παναγιά που είναι Μάνα για την Πατρίδα μου! Που ο τόπος μου είναι και δικός της τόπος! Ευγνωμοσύνη για το Θεό και τη Παναγιά και σεβασμός γι όλους τους ήρωες του ‘40! Μόνο αυτό!