Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ»
Σώτου Χονδρόπουλου
Τα δυο χρόνια που ακολούθησαν, ο νους και η ψυχή του ήταν ολοκληρωτικά πάνω σ” αυτό το έργο. Μια πεταλούδα ήταν, λέει, η ψυχή του, μια ολόχρυση πεταλούδα που φτερουγούσε αδιάκοπα στο Σαρωνικό, στην Αίγινα, στη θέση Ξάντος. Και σαν το μεγάλο και μοναδικό Απόστολο των εθνών, όταν τύχαινε ν” αρρωσταίνουν οι γυναίκες εκεί, αρρώσταινε κι έπασχε κι ανησυχούσε από μακριά. Φρόντιζε να τους στέλνει κάθε πνευματική και υλική βοήθεια. Φάρμακα δυναμωτικά, οινόπνευμα κι αυτή ακόμα την τελευταία του δεκάρα. Έβαλε μπρος ολάκαιρο σύστημα αλληλογραφίας μαζί τους. Τις παρακαλούσε να τού γράφουν κάθε τι που τις απασχολούσε, ή τις έφερνε σε παραζάλη κι αδιέξοδο. Και σηκωνόταν χαράματα κι απαντούσε με μακριές επιστολές καταγεμάτες πατρότητα. Μια πατρότητα καθαρό χρυσάφι, όπου κοντά στην απαραίτητη παιδευτική αυστηρότητα, έκρυβε άσπιλη κι ανομολόγητη αγάπη. Αγάπη της «άνωθεν Βασιλείας», αγάπη της αιωνιότητας.
Αξίζει να αναφέρουμε μερικές του φράσεις άπ” αυτές τις επιστολές. Μερικές άπ” αυτές τις επιστολές, νομίζουμε, θα παραμείνουν μνημεία ορθοδόξου διδαχής.
Λόγου χάρη στην τρίτη επιστολή του γύρω από την αγαθή συνείδηση έγραψε: «. . . Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη προς ανέγερσιν πύργου ευτυχίας, οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνεκών σεισμών εδάφους, εφ” ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες. . . Ερευνήσατε μη κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μη δουλεύουσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μη αποκλίνει η καρδία υμών τού αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκόλιας, εις τρίβους άβατους, εν οίς ελλοχεύουσιν οι φίλοι της απώλειας».
Στην έβδομη επιστολή έγραψε: «. . . Εύχομαι πάσαις τα άριστα και παρακαλώ να εύχησθε προς τον Θεόν υπέρ εμού, όπως μη αποτρέψη το πρόσωπον Του άπ” εμού δια την αμέλειάν μου την πολλήν, αλλά μοι δίδει γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν».
Στην ένατη επιστολή έγραψε: «Πέμπω Υμίν εγκλείστως τεσσάρας ωδάς, ας συνέταξα προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ίνα πληρωθή χαράς η καρδία υμών και ανυμνήσητε την Κυρίαν Θεοτόκον με νέους ύμνους. Εύχομαι δ” η χαρά η της χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος ζωογονεί αίδίως την ψυχήν σας και ευφραίνει μυστικώς και καθιστή υμάς μακάριας. Φροντίζετε να περιφρουρήτε εν τη καρδία σας την χαράν ταύτην και μη επιτρέπετε τω αλλοτρίω να εγχέη εν αύτη πικρίαν. Προσέχετε! Προσέχετε, ίνα μη ο παράδεισος ο εν υμίν μεταποιείται εις κόλασιν».
Στην ενδέκατη έγραψε: «. . . Δια χρόνου μακρού θα φθάσετε εις την τελειότητα. Μη εντείνετε πλέον τού μέτρου την χορδήν. Το θείον δεν εκβιάζεται εις τας δωρεάς του. Δίδει, όπου αυτό θέλει, και χαρίζηται πάντοτε τα θεία Αυτού δώρα. Ό,τι λαμβάνομεν, λαμβάνομεν δωρεάν δια θείου ελέους. Μη εντείνετε την χορδήν υπερμέτρως μήποτε διαρραγή προ τού καιρού αυτής».
Στην δωδέκατη, έγραψε: «Σας στέλνω εσωκλείστως έναν ύμνον. Πιστεύω να σας ευχαριστήση, μοι φαίνεται ότι δεν σας μένει καιρός να τους διαβάζετε, ότι τέρπεσθε εις υψηλότερα αναγνώσματα και δια τούτο δεν με πληροφορεί η καρδία μου να σας στείλω ωδάς. Άλλως τε έχετε και τόσας άλλας. Ήδη αι χειρόγραφοι έφθασαν τον αριθμόν εκατόν. Όταν το ερχόμενον συν Θεώ τας τυπώσω, θα τας ίδητε και τότε θα τας αναγνώσετε όλας ομού. Τους βράχους θα τους αποκόψωμεν και τον δρόμον και τον τοίχον θα τον κάμωμεν, αλλά ήδη δεν έχω χρήματα. Όταν θα έχω, θα σας στείλω προς εκτέλεσιν αυτών».
Στη δεκάτη τρίτη, που απευθύνεται στην οσία πλέον Κασσιανή και όχι στην παλιά Αικατερίνα, έγραψε σχετικά με κάποια διαφωνία της και αντίθεση της με την πνευματική της φίλη και αδελφή οσία Ξένη, την παλιά Χρυσάνθη, την τυφλή: «. . . Ο πειρασμός, όστις σε κατέλαβε με θλίβει, είναι όντως εκ τού πονηρού, δια τούτο μη οκνήσεις να το εκμυστηρευθής εις την ιδίαν και να την παρακάλεσης να ευχηθή υπέρ σου, να κατάπαυση ο πειρασμός. Όταν λάβης την παρούσα μου, να μεταβής εις τον ναόν και να παρακάλεσης την Κυρίαν Θεοτόκον και ν” αναγνώσης την παράκλησιν. Επίσης και εγώ θα επικαλεσθώ το θείον έλεος επί σε δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της μόνης ακαταισχύντου ελπίδος και προστασίας ημών, και πέποιθα ότι θέλεις απαλλαγή τού πειρασμού. Σε παρακαλώ να μη επιτρέπης να σε κατακυριεύσουν οι λογισμοί της αντιπάθειας. Ο πονηρός εμβάλλει μίσος κατά της φιλτάτης σου Ξένης (Χρυσάνθης), της αδελφής σου και μητρός σου, ίνα εξουδετερώση την προς αυτήν ευγνωμοσύνην σου δια την σωτηρίαν της ψυχής σου, ειργάσατο και μετατρέψη αυτήν εις μίσος. Μάθε ότι η καρδία σου εις το βάθος της έχει ερριζωμένην την αγάπην της αγαθής Ξένης, ην ο πονηρός εκ φθόνου προς σε και προς εκδίκησιν της Ξένης ζητεί να εκρίζωση. Η θλίψις σου μάθε καλώς ότι είναι αποτέλεσμα της διαμαρτυρόμενης καρδίας σου, η οποία θέλει ν” απαλλαγή το ξένον αύτη τού μίσους συναίσθημα και μη δυναμένη θλίβεται. Ο πονηρός σε επετέθη, ίνα σοι αφαιρέση και την χαράν και την αγάπην και διαταράξη την ειρήνην ημών. Άλλ” έχε θάρρος και μη απελπίζου. Ο Θεός δεν θέλει επιτρέψη και ηττηθής».
Στην δεκάτη πέμπτη έγραψε: «. . . Ήδη προτίθεμαι να συντάξω όσους δυνηθώ ύμνους και ωδάς εις τον εν Τριάδι Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Επιθυμώ να παρακαλέσετε την Κυρίαν Θεοτόκον να μεσιτεύση προς τον Κύριον, ίνα μοι αποστείλη ακτίνα τού θείου φωτός και φωτισθώ και δυνηθώ ν” αναλάβω και φέρω εις αγαθόν πέρας το οποίον προτίθεμαι σπουδαιότατον έργον. Τα έργα μοι ταύτα θα ώσιν η περιουσία μου και η περιουσία σας. Εις τον πατέρα Ανδρόνικον είπον να φροντίση να κοπώσιν οι βράχοι και να διορθωθή και ο δρόμος και να υψωθή και ο τοίχος έως τον δρόμον και ν” ανοίξη και την καταβόθρα έξω από τον δρόμον και μοι γράφη πόσα θα δαπανηθώσιν χρήματα, ίνα τω τα στείλω, διότι φρονώ ότι πρέπει πλέον να τελειώση εκείνη η οδός δια να διευκολύνεσθε και δια το νερόν».
Στη δέκατη έβδομη έγραψε: «. . . Έτερον τι συναίσθημα δυσάρεστον ανεπτύχθη εν εμοί, αγνοώ πόθεν, και με έβαλεν εις δυσθυμίαν. Φαίνεται αι αδελφαί δεν απηλλάγησαν εντελώς κοσμικών τίνων ελλείψεων και ψυχικών τινών παθών. Εγώ, αγαπητή Ξένη και αγαπητά εν Κυρίω τέκνα, σας φαντάζομαι ως παρθένους φρόνιμους, σπευδούσας εις την τελειότητα, έχουσας αεί τας λαμπάδας ανημμένας και φέρουσας πάντοτε μεθ” εαυτός έλαιον. . . Η περί τας προσευχάς και τας νηστείας περιορισμένη ενόχλησις άνευ της μελέτης υμών αυτών δεν είναι επιμέλεια ψυχής, ουδέ επιφέρει η εργασία αύτη μόνη τους ποθούμενους καρπούς. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή εισί τα μέσα προς επίτευξιν τού σκοπού και ουχί ο σκοπός δι” ον εξήλθατε εις την έρημον. Τούτο επιθυμώ να το ενθυμήσθε διηνεκώς, ίνα μη εκπέσητε της αποστολής σας και αποτύχητε τού σκοπού σας. . . Άλλ” ίνα εύρετε τον Κύριον ταπεινωθήτε μέχρις εδάφους ενώπιον τού Κυρίου, διότι ο Κύριος βδε-λύσσεται τους υψηλοκαρδίους, αγαπά δε και επισκέπτεται τους ταπεινούς την καρδίαν, διο και λέγει «Προς τίνα επιβλέψω, η επί τον πράον και ταπεινόν την καρδίαν;». Έργον υμών έστω η έρευνα της καρδίας υμών, μη εν αύτη εμφωλεύει ως όφις ιοβόλος η υπερηφάνεια, η πολύτοκος αυτή κακία, ή τω ίφ αυτής πάσαν αρετήν δηλητηρίαζουσα και απονέκρουσα. . . Διότι αφού η ταπείνωσις είναι υψοποιός, έπεται ότι φέρει μεθ” εαυτής άπαντα τον χορόν των αρετών. Διότι εάν εν τη ταπεινώσει μη είποντο άπασαι αι αρεταί, ουκ αν ην η ταπείνωσις υψοποιός, διότι ο όλος χορός των αρετών υψοί και ουχί τίνες εξ αυτών. Άλλωστε αι αρεταί ως ούσαι ακτίνες από τού ηλίου εκπεμπόμενοι, ή ως ούσαι τα χρώματα της μιας ακτίνος ηλιακής διαθλασθείσης επί του καθαρού της ψυχής μας κατόπτρου, δεν δύνανται τα μεν να υπάρχωσι, τα δε να μη υφίστανται. Δια ταύτα, όπου η αληθής κατά Χριστόν ταπείνωσις, εκεί και άπασαι αι αρεταί. Δια τούτο και υψοποιός η ταπείνωσις. Θέλω να μανθάνω ότι καθ” εκάστην υψούσθε, διότι εν τούτω χαίρω και η υπέρ υμών φροντίς αυξάνει και μέλημα μου σταθερόν αποβαίνει η της μονής πρόοδος και τελείωσις. Θλιβερά τις και παρά προσδοκίαν είδησις δια την ψυχικήν μου αδυναμίαν δύναται να επιδράση επί των διαθέσεων μου ψυχρώς. Ταύτα εκ πατρικού ενδιαφέροντος».
Στην εικοστή πρώτη, αγγίζει μια βαθύτερη αλήθεια, μια ανθρώπινη αδυναμία. Έγραψε: «. . . Προσέχετε εις την ανάπτυξιν τού αισθήματος της αγάπης. Διότι κινδυνεύει αύτη, όταν η καρδία δεν ενισχύεται υπό της καθαράς προσευχής, της διαθερμαινομένης εις αυτήν, να αποβή σαρκική, αφύσικος, και να σκότιση την διάνοιαν και να εκκαύση και την καρδίαν, όπερ απεύχομαι. . . Αγαπάτε αλλήλας ως αγίας αδελφάς και μόνη η κοινή προς Κύριον αγάπη ας συνδέη υμάς. Απέχετε και των χειραψιών και των ασπασμών, διότι μάχεσθε προς τον πονηρότατον πτερνιστήν».
Στην εικοστή τρίτη έγραψε: «. . . Η ειρήνη (ύψιστον αγαθόν) δεν αποβάλλεται υπό των παθών άλλ” υπό τού χαρακτήρος αυτών, τον οποίον θα λάβωσιν εκ της ήττης ή εκ της πάλης. Εάν εν τη πάλη νικήσης, η των παθών εξέγερσις εγένετο αφορμή νέας χαράς και ειρήνης, εάν ηττηθής, ο μη γένοιτο, τότε γεννάται θλίψις και ταραχή, άλλ” εάν μετά αγώνα κρατερόν πάθη τι ανθρώπινον, επικρατήση δε προς ώραν ο νόμος της αμαρτίας, επανέλθη δε εν τω αγώνι και επιμείνη εν αυτώ, νικά ο αγωνιζόμενος και η ειρήνη επανέρχεται».
Στην εικοστή τέταρτη, έγραψε: «. . . Επόθησα το έαρ όπως έλθω και παράσχω υμίν τινά παρηγορίαν και ευχαριστήσω τας τοσούτον δοκιμασθείσας καρδίας κατά τον επελθόντα βαρύν χειμώνα, τον παντοίας προξενήσαντα θλίψεις εις πάσας τας αδελφάς. . . Αληθώς πάσα θλίψις μετά καρτερίας φερομένη, βαθμός τις γίνεται, προβιβάζουσα εις την τελειότητα».
Στην εικοστή έκτη, προς την οσία Ξένη (Χρυσάνθη), έγραψε: «. . . Σε συμβουλεύω να μη παραδίδεσαι εις ρέμβην θλίψεως (μελαγχολίαν), διότι τούτο πλήττει μεγάλως τας καρδίας των αδελφών. Ο μισθός σου θα είναι μέγας, εάν γίνεσαι ταις αδελφαίς ευφροσύνης πρόξενος. Τούτο σοι το συμβουλεύω, διότι και εγώ τούτο έχω ως αρχήν εν τω βίω μου. Τούτο θέλω να έχωσιν ως αρχήν και αι μαθήτριαί μου. Όταν ευφραίνης την καρδίαν τού πλησίον σου, πολλώ μάλλον της αδελφής, της στερηθείσης των πάντων και απεκδεχομένης παρά σού μόνης πνευματικήν ευφροσύνην, τότε έσο βεβαία ότι ευαρεσκείς τω Θεώ πολλώ μάλλον ή εάν μακράς ποιείς προσευχάς και μεγάλος νηστείας. . . Εύχομαι πάσαι να κατισχύσετε εν τω κατά τού εγωισμού αγώνι, ο οποίος είναι κρατερός. Διότι ομοιάζει την πολυκέφαλον Ύδραν, της οποίας, όταν κόψης μίαν κεφαλήν, φύεται έτερα υπό άλλην μορφήν και άλλον χαρακτήρα. Δια τούτο, ενώ κατορθούμεν και αφίνομεν τον κόσμον και τα τού κόσμου και αρνούμεθα τω σώματι πάσαν απόλαυσιν και ταλαι-πωρούμεν αυτό, ίνα μη ποιήσωμεν το θέλημα αυτού, βλέπομεν εξαίφνης να παρουσιάζεται ως ψυχική νόσος και συνηθέστατα μεν ως απείθεια, παρακοή, ως σύνεσις, ως γνώσις, ως φρόνησις, ως αυταρέσκεια, ως μεμψιμοιρία και τι πρώτον να αριθμήσω. . . Υφ” όλας ταύτας τας μορφάς υποκρύπτεται η ασχημία τού εγωισμού».
Στην εικοστή έβδομη, μέσα σε διάφορα νέα και συμβουλές αναγγέλλει την εκτύπωση του Θεοτοκαρίου: «Το Θεοτοκάριον τυπούται, ήδη τυπούται το δεύτερον τυπογραφικόν φύλλον (δεκαεξασέλιδον). Σήμερον πέμπω Υμίν ένα νέον έργον μου, εκτυπωθέν ήδη, επιγραφόμενον Ιερατικών Εγκώλπιον. . . Να ίδωμεν, θα σάς αρέση το ύφος. . . ».
Ακριβώς την ίδια εκείνη εποχή χήρεψε ο θρόνος της Χαλκίδας και οι κάτοικοι της περιφέρειας μέσα σε τόσα χρόνια που έλειψε από κοντά τους, δεν κατάφεραν να λησμονήσουν το πέρασμα του από κει. Συσπειρώθηκαν πάλι σαν λαός κι έκαναν διάφορες ενέργειες, για να τον αποκτήσουν Επίσκοπο. Συνέταξαν λογής-λογής αναφορές στους αρμοδίους, σκάρωσαν δημοψηφίσματα συλλέγοντας υπογραφές κι έπιασαν να δημοσιεύουν σχετικά στην τοπική τους εφημερίδα. Ο ίδιος έλαβε αρκετές επιστολές από μέρος τους. Και βρέθηκε πάλι στα καλά καθούμενα σε μια καινούρια εκκρεμότητα και αναμονή. Προσευχήθηκε εκ βαθέων και νύχτα-μέρα συλλογιόταν αυτές εκεί τις φτωχές μαθήτριες. Τι θα γίνοταν αν. . . Αλλά πάλι, αν κάτι τέτοιο το ήθελε ο Θεός; Ω, ποτέ δεν επιχειρούσε ερωτήματα στη θέληση τού πανευεργέτη Θεού. Γιατί Εκείνος με την πρόνοια Του ήξερε να τακτοποιήσει και να βολέψει τα πάντα.
Πήρε λοιπόν την απόφαση κι έγραψε στις 27 Μαρτίου 1907 την παρακάτω επιστολή: «. . . Οι Χαλκιδείς ενεργούσι δι” αναφορών και δημοσιευμάτων, τα οποία και θα δημοσιεύσωσιν εις την εν Χαλκίδι εφημερίδα, όπως με αποκτήσωσιν Επίσκοπον της επαρχίας αυτών, αγνοών ποία έσεται η έκβασις των ενεργειών αυτών. Πιστεύω ότι ο Θεός θ” αποκαλύψη εις καμίαν εξ υμών τι, εάν ευδοκήση να διορισθώ Επίσκοπος Χαλκίδος. Εάν είναι θέλημα Θεού, γενηθήτω το θέλημα Αυτού».
Ακολούθησε μεταξύ λαού και αρμοδίων μια κατακραυγή, μια πάλη. Αυτός ήρεμος και γαλήνιος, αμέτοχος από κάθε ενέργεια, προσκαρτερούσε. Αλλά ο λαός ανάμεσα στους Εκκλησιαστικούς που κρατάνε τα κλειδιά είναι τις περισσότερες φορές ακίνδυνο ποτάμι. Το αφήνουν και ξεχύνεται και κυλά και ξεθυμαίνει, για να το στρέψουν τελικά στο δρόμο που αυτοί επιθυμούν. Ο πανάγιος όμως Θεός σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα σκεπάζει τους εκλεκτούς Του και κάνει το θέλημα Του με άλλους τρόπους. Οι ισχυροί που κρατούσαν τα κλειδιά δεν τον ήθελαν, όχι, δεν τον ήθελαν. Δεν επιθυμούσαν σαν «ευθύς και καθαρός την καρδίαν» ν” αναλάβει ένα γερό εκκλησιαστικό πόστο εδώ, στη μικρή πατρίδα.
Έτσι ύστερα από τρεις μήνες, στις αρχές του καλοκαιριού, έγραψε: «. . . Χάριτι Θείας ειμί καλά. Αι εξετάσεις ετελείωσαν, εγώ θα έλθω ακριβώς μετά μίαν εβδομάδα, εκτός εάν η της Χαλκίδος υπόθεσις με εμποδίση δι” ολίγας ακόμη ημέρας. Άλλα σας αναγγέλλω ότι οι άγιοι Συνοδικοί δεν θέλουσιν, ώστε φαίνεται δεν είναι θέλημα Θεού».
Προτού διηγηθούμε τα γεγονότα που ακολούθησαν, θα αναφερθούμε ακόμη σε δύο χαρακτηριστικές επιστολές του. Η μια περιλαμβάνει κάποιο του όνειρο και η άλλη παρουσιάζει κατά μοναδικό οδηγητικό τρόπο την παραπλανητική ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που στρέφεται απευθείας σ” ένα πρόσωπο, δίχως να διαπερνά από την καρδιά τού Θεού.
Την πρώτη την έστειλε στις 21 τού Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, του 1907, κι έγραψε: «Την παρούσαν μου γράφω υμίν, άμα εγερθείς της κλίνης, όπως ανακοινώσω υμίν όνειρόν τι, το οποίον μοι ενεποίησε πολλήν εντύπωσιν. Το όνειρον είναι το εξής: Είδον, ότι ιστάμην προς τους πόδας της λάρνακος τού αγίου λειψάνου τού αγίου Νικολάου και παρετήρουν αυτό και μοι εφαίνετο κοιμώμενον. Εν τω μεταξύ όμως μοι εφάνη κινούμενον και μετ” ολίγον ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού, ύστερον ηγέρθη και ανεκάθησε και υψώσας τας χείρας αυτού έτεινε προς εμέ. Εγώ έκυψα εκ σεβασμού, ίνα ασπασθώ αυτόν. Ο δε με ενηγκαλίσθη και με ησπάσθη τρις εις το στόμα και τον ησπάσθην και εγώ. Μετά τον ασπασμόν ατενίσας με, μοι είπεν: Εγώ θα σε υψώσω υψηλά, υψηλά. Άλλα θέλω και εγώ παρά σού να μοι κάμης ένα θρόνον αργυρούν. Ταύτα μοι είπε και αύθις ανέπεσε και εκοιμήθη, εγώ δεν αφυπνίσθην. Αφυπνισθείς ενεθυμούμην εκείνην την στιγμήν ότι το όνειρον τούτο και προ τίνων ημερών το είδον και το ελησμόνησα. Τότε ενεθυμήθην ότι την πρώτην φοράν ο Άγιος μόνον με ησπάσθη εγερθείς, αλλά δεν μοι είπεν ουδέν. Είς την δευτέραν φοράν εγένετο η αναγγελία και η αίτησις. Τούτο είδον και σας το γράφω ως όνειρον, το οποίον μοι έκαμεν εντύπωσιν δια τον αποκαλυπτικόν αυτού χαρακτήρα και την διαβεβαίωσιν και την αίτησιν. Ίδωμεν ει αληθές το όνειρον. Φαίνεται αληθοφανές, άλλ” ημείς απαθείς διακείμεθα, ο Θεός να ποδηγετήση ημάς εις εργασίαν τού αγαθού. Ο ναός του Καΐρου, τον οποίον διεκόσμησα και ελάμπρυνα και από πενιχρόν ανέδειξα έκπαγλον, τιμάται έπ” ονόματι τού αγίου Νικολάου. Πρώτην φοράν βλέπω τον άγιον Νικόλαον καθ” ύπνους και ασπαζόμενον και διαλεγόμενον. Είη ευλογημένον το όνομα Κυρίου. . . ».
Την άλλη επιστολή την έστειλε στις 5 Δεκεμβρίου 1907 κι έγραψε εξ αφορμής μιας πολύ κολακευτικής προς το πρόσωπον του επιστολής της ρασοφόρος Συγκλητικής, κατά κόσμον Μαρίας Χασιώτου, τα παρακάτω: «. . . Προς την Συγκλητικήν εψυχράνθη η ψυχή μου τοσούτον, ώστε να διατελέσω προς αυτήν αδιάφορος, ο δε λόγος η ψυχική αυτής κατάστασις. Εγώ αγαπητοί, αγαπώ υμάς, ουχί διότι με αγαπάτε, αλλά διότι αγαπάτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η αγάπη προς τον Κύριον, ως αγάπη κοινή θερμαίνει και προς υμάς την καρδίαν μου. Όταν μία εξ υμών αποσπάση την καρδίαν της από τον Κύριον και παραδώση αυτήν εις την ματαιότητα τού κόσμου και εις τα πάθη της ψυχής της, τότε η προς αυτήν αγάπη μου καταπαύει, διότι η αδελφή αύτη αφαιρέσασα την καρδίαν της από τού Χριστού, απέκοψε τον μεταξύ ημών της αγάπης σύνδεσμον, διότι ο κρίκος ο συνδέων ημάς ήτο η κοινή προς τον Χριστόν αγάπη. Ώστε η προς αυτήν ψυχρότης μου ήτο επακόλουθον της από τού Χριστού απομακρύνσεώς της. Η προς εμέ αυτής αγάπη ως ανθρωπινή δεν θερμαίνει την καρδίαν μου, διότι είναι αλλότρια της αγάπης τού Χριστού και αδυνατώ να έχω εις την καρδίαν μου δύο αγάπες, μίαν θείαν και μίαν ανθρωπίνην. . . Η τοιαύτη αγάπη, όταν εν μόνω τω ενί προσώπω αναπτύσσεται, γεννά εν τω ετέρω, τω αγαπημένω, μίσος. Οταν εν αμφοτέροις αναπτύσσεται, γεννά τον έρωτα. Δια τούτο εν τη προς αλλήλους αγάπη, είτε τη προς ομοφύλους, είτε τη ετερόφυλους, μάλιστα προς πρόσωπα δεκτικά έρωτος, οφείλομεν καθ” έκαστην να εξετάζωμεν μήπως η αγάπη ημών δεν απορρέη από τον σύνδεσμον της αγάπης, ήτοι τού Χριστού, ή δεν εκπηγάζει από τού πληρώματος της αγάπης. . . Εξ αυτών δύνασθε να εννοήσετε τον σκοπόν δια τον οποίον σάς έγραψα τόσον αυστηρά εις την Συγκλητικήν. Ηθέλησα να την φέρω εις συναίσθησιν, διότι ησθάνθην ότι η καρδία της εψυχράνθη προς τον Κύριον, ότι ήρχισε ν” αναπτύσσεται εν τη καρδία της αγάπη τις ανθρωπινή, ήτις ηδύνατο ν” αποβή έρως, εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν. Ο πονηρός ήρχισε να πλανά αυτήν εις τους ύπνους της. . . ».
Σώτου Χονδρόπουλου
Τα δυο χρόνια που ακολούθησαν, ο νους και η ψυχή του ήταν ολοκληρωτικά πάνω σ” αυτό το έργο. Μια πεταλούδα ήταν, λέει, η ψυχή του, μια ολόχρυση πεταλούδα που φτερουγούσε αδιάκοπα στο Σαρωνικό, στην Αίγινα, στη θέση Ξάντος. Και σαν το μεγάλο και μοναδικό Απόστολο των εθνών, όταν τύχαινε ν” αρρωσταίνουν οι γυναίκες εκεί, αρρώσταινε κι έπασχε κι ανησυχούσε από μακριά. Φρόντιζε να τους στέλνει κάθε πνευματική και υλική βοήθεια. Φάρμακα δυναμωτικά, οινόπνευμα κι αυτή ακόμα την τελευταία του δεκάρα. Έβαλε μπρος ολάκαιρο σύστημα αλληλογραφίας μαζί τους. Τις παρακαλούσε να τού γράφουν κάθε τι που τις απασχολούσε, ή τις έφερνε σε παραζάλη κι αδιέξοδο. Και σηκωνόταν χαράματα κι απαντούσε με μακριές επιστολές καταγεμάτες πατρότητα. Μια πατρότητα καθαρό χρυσάφι, όπου κοντά στην απαραίτητη παιδευτική αυστηρότητα, έκρυβε άσπιλη κι ανομολόγητη αγάπη. Αγάπη της «άνωθεν Βασιλείας», αγάπη της αιωνιότητας.
Αξίζει να αναφέρουμε μερικές του φράσεις άπ” αυτές τις επιστολές. Μερικές άπ” αυτές τις επιστολές, νομίζουμε, θα παραμείνουν μνημεία ορθοδόξου διδαχής.
Λόγου χάρη στην τρίτη επιστολή του γύρω από την αγαθή συνείδηση έγραψε: «. . . Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη προς ανέγερσιν πύργου ευτυχίας, οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνεκών σεισμών εδάφους, εφ” ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες. . . Ερευνήσατε μη κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μη δουλεύουσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μη αποκλίνει η καρδία υμών τού αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκόλιας, εις τρίβους άβατους, εν οίς ελλοχεύουσιν οι φίλοι της απώλειας».
Στην έβδομη επιστολή έγραψε: «. . . Εύχομαι πάσαις τα άριστα και παρακαλώ να εύχησθε προς τον Θεόν υπέρ εμού, όπως μη αποτρέψη το πρόσωπον Του άπ” εμού δια την αμέλειάν μου την πολλήν, αλλά μοι δίδει γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν».
Στην ένατη επιστολή έγραψε: «Πέμπω Υμίν εγκλείστως τεσσάρας ωδάς, ας συνέταξα προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ίνα πληρωθή χαράς η καρδία υμών και ανυμνήσητε την Κυρίαν Θεοτόκον με νέους ύμνους. Εύχομαι δ” η χαρά η της χάριτος τού Παναγίου Πνεύματος ζωογονεί αίδίως την ψυχήν σας και ευφραίνει μυστικώς και καθιστή υμάς μακάριας. Φροντίζετε να περιφρουρήτε εν τη καρδία σας την χαράν ταύτην και μη επιτρέπετε τω αλλοτρίω να εγχέη εν αύτη πικρίαν. Προσέχετε! Προσέχετε, ίνα μη ο παράδεισος ο εν υμίν μεταποιείται εις κόλασιν».
Στην ενδέκατη έγραψε: «. . . Δια χρόνου μακρού θα φθάσετε εις την τελειότητα. Μη εντείνετε πλέον τού μέτρου την χορδήν. Το θείον δεν εκβιάζεται εις τας δωρεάς του. Δίδει, όπου αυτό θέλει, και χαρίζηται πάντοτε τα θεία Αυτού δώρα. Ό,τι λαμβάνομεν, λαμβάνομεν δωρεάν δια θείου ελέους. Μη εντείνετε την χορδήν υπερμέτρως μήποτε διαρραγή προ τού καιρού αυτής».
Στην δωδέκατη, έγραψε: «Σας στέλνω εσωκλείστως έναν ύμνον. Πιστεύω να σας ευχαριστήση, μοι φαίνεται ότι δεν σας μένει καιρός να τους διαβάζετε, ότι τέρπεσθε εις υψηλότερα αναγνώσματα και δια τούτο δεν με πληροφορεί η καρδία μου να σας στείλω ωδάς. Άλλως τε έχετε και τόσας άλλας. Ήδη αι χειρόγραφοι έφθασαν τον αριθμόν εκατόν. Όταν το ερχόμενον συν Θεώ τας τυπώσω, θα τας ίδητε και τότε θα τας αναγνώσετε όλας ομού. Τους βράχους θα τους αποκόψωμεν και τον δρόμον και τον τοίχον θα τον κάμωμεν, αλλά ήδη δεν έχω χρήματα. Όταν θα έχω, θα σας στείλω προς εκτέλεσιν αυτών».
Στη δεκάτη τρίτη, που απευθύνεται στην οσία πλέον Κασσιανή και όχι στην παλιά Αικατερίνα, έγραψε σχετικά με κάποια διαφωνία της και αντίθεση της με την πνευματική της φίλη και αδελφή οσία Ξένη, την παλιά Χρυσάνθη, την τυφλή: «. . . Ο πειρασμός, όστις σε κατέλαβε με θλίβει, είναι όντως εκ τού πονηρού, δια τούτο μη οκνήσεις να το εκμυστηρευθής εις την ιδίαν και να την παρακάλεσης να ευχηθή υπέρ σου, να κατάπαυση ο πειρασμός. Όταν λάβης την παρούσα μου, να μεταβής εις τον ναόν και να παρακάλεσης την Κυρίαν Θεοτόκον και ν” αναγνώσης την παράκλησιν. Επίσης και εγώ θα επικαλεσθώ το θείον έλεος επί σε δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, της μόνης ακαταισχύντου ελπίδος και προστασίας ημών, και πέποιθα ότι θέλεις απαλλαγή τού πειρασμού. Σε παρακαλώ να μη επιτρέπης να σε κατακυριεύσουν οι λογισμοί της αντιπάθειας. Ο πονηρός εμβάλλει μίσος κατά της φιλτάτης σου Ξένης (Χρυσάνθης), της αδελφής σου και μητρός σου, ίνα εξουδετερώση την προς αυτήν ευγνωμοσύνην σου δια την σωτηρίαν της ψυχής σου, ειργάσατο και μετατρέψη αυτήν εις μίσος. Μάθε ότι η καρδία σου εις το βάθος της έχει ερριζωμένην την αγάπην της αγαθής Ξένης, ην ο πονηρός εκ φθόνου προς σε και προς εκδίκησιν της Ξένης ζητεί να εκρίζωση. Η θλίψις σου μάθε καλώς ότι είναι αποτέλεσμα της διαμαρτυρόμενης καρδίας σου, η οποία θέλει ν” απαλλαγή το ξένον αύτη τού μίσους συναίσθημα και μη δυναμένη θλίβεται. Ο πονηρός σε επετέθη, ίνα σοι αφαιρέση και την χαράν και την αγάπην και διαταράξη την ειρήνην ημών. Άλλ” έχε θάρρος και μη απελπίζου. Ο Θεός δεν θέλει επιτρέψη και ηττηθής».
Στην δεκάτη πέμπτη έγραψε: «. . . Ήδη προτίθεμαι να συντάξω όσους δυνηθώ ύμνους και ωδάς εις τον εν Τριάδι Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Επιθυμώ να παρακαλέσετε την Κυρίαν Θεοτόκον να μεσιτεύση προς τον Κύριον, ίνα μοι αποστείλη ακτίνα τού θείου φωτός και φωτισθώ και δυνηθώ ν” αναλάβω και φέρω εις αγαθόν πέρας το οποίον προτίθεμαι σπουδαιότατον έργον. Τα έργα μοι ταύτα θα ώσιν η περιουσία μου και η περιουσία σας. Εις τον πατέρα Ανδρόνικον είπον να φροντίση να κοπώσιν οι βράχοι και να διορθωθή και ο δρόμος και να υψωθή και ο τοίχος έως τον δρόμον και ν” ανοίξη και την καταβόθρα έξω από τον δρόμον και μοι γράφη πόσα θα δαπανηθώσιν χρήματα, ίνα τω τα στείλω, διότι φρονώ ότι πρέπει πλέον να τελειώση εκείνη η οδός δια να διευκολύνεσθε και δια το νερόν».
Στη δέκατη έβδομη έγραψε: «. . . Έτερον τι συναίσθημα δυσάρεστον ανεπτύχθη εν εμοί, αγνοώ πόθεν, και με έβαλεν εις δυσθυμίαν. Φαίνεται αι αδελφαί δεν απηλλάγησαν εντελώς κοσμικών τίνων ελλείψεων και ψυχικών τινών παθών. Εγώ, αγαπητή Ξένη και αγαπητά εν Κυρίω τέκνα, σας φαντάζομαι ως παρθένους φρόνιμους, σπευδούσας εις την τελειότητα, έχουσας αεί τας λαμπάδας ανημμένας και φέρουσας πάντοτε μεθ” εαυτός έλαιον. . . Η περί τας προσευχάς και τας νηστείας περιορισμένη ενόχλησις άνευ της μελέτης υμών αυτών δεν είναι επιμέλεια ψυχής, ουδέ επιφέρει η εργασία αύτη μόνη τους ποθούμενους καρπούς. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή εισί τα μέσα προς επίτευξιν τού σκοπού και ουχί ο σκοπός δι” ον εξήλθατε εις την έρημον. Τούτο επιθυμώ να το ενθυμήσθε διηνεκώς, ίνα μη εκπέσητε της αποστολής σας και αποτύχητε τού σκοπού σας. . . Άλλ” ίνα εύρετε τον Κύριον ταπεινωθήτε μέχρις εδάφους ενώπιον τού Κυρίου, διότι ο Κύριος βδε-λύσσεται τους υψηλοκαρδίους, αγαπά δε και επισκέπτεται τους ταπεινούς την καρδίαν, διο και λέγει «Προς τίνα επιβλέψω, η επί τον πράον και ταπεινόν την καρδίαν;». Έργον υμών έστω η έρευνα της καρδίας υμών, μη εν αύτη εμφωλεύει ως όφις ιοβόλος η υπερηφάνεια, η πολύτοκος αυτή κακία, ή τω ίφ αυτής πάσαν αρετήν δηλητηρίαζουσα και απονέκρουσα. . . Διότι αφού η ταπείνωσις είναι υψοποιός, έπεται ότι φέρει μεθ” εαυτής άπαντα τον χορόν των αρετών. Διότι εάν εν τη ταπεινώσει μη είποντο άπασαι αι αρεταί, ουκ αν ην η ταπείνωσις υψοποιός, διότι ο όλος χορός των αρετών υψοί και ουχί τίνες εξ αυτών. Άλλωστε αι αρεταί ως ούσαι ακτίνες από τού ηλίου εκπεμπόμενοι, ή ως ούσαι τα χρώματα της μιας ακτίνος ηλιακής διαθλασθείσης επί του καθαρού της ψυχής μας κατόπτρου, δεν δύνανται τα μεν να υπάρχωσι, τα δε να μη υφίστανται. Δια ταύτα, όπου η αληθής κατά Χριστόν ταπείνωσις, εκεί και άπασαι αι αρεταί. Δια τούτο και υψοποιός η ταπείνωσις. Θέλω να μανθάνω ότι καθ” εκάστην υψούσθε, διότι εν τούτω χαίρω και η υπέρ υμών φροντίς αυξάνει και μέλημα μου σταθερόν αποβαίνει η της μονής πρόοδος και τελείωσις. Θλιβερά τις και παρά προσδοκίαν είδησις δια την ψυχικήν μου αδυναμίαν δύναται να επιδράση επί των διαθέσεων μου ψυχρώς. Ταύτα εκ πατρικού ενδιαφέροντος».
Στην εικοστή πρώτη, αγγίζει μια βαθύτερη αλήθεια, μια ανθρώπινη αδυναμία. Έγραψε: «. . . Προσέχετε εις την ανάπτυξιν τού αισθήματος της αγάπης. Διότι κινδυνεύει αύτη, όταν η καρδία δεν ενισχύεται υπό της καθαράς προσευχής, της διαθερμαινομένης εις αυτήν, να αποβή σαρκική, αφύσικος, και να σκότιση την διάνοιαν και να εκκαύση και την καρδίαν, όπερ απεύχομαι. . . Αγαπάτε αλλήλας ως αγίας αδελφάς και μόνη η κοινή προς Κύριον αγάπη ας συνδέη υμάς. Απέχετε και των χειραψιών και των ασπασμών, διότι μάχεσθε προς τον πονηρότατον πτερνιστήν».
Στην εικοστή τρίτη έγραψε: «. . . Η ειρήνη (ύψιστον αγαθόν) δεν αποβάλλεται υπό των παθών άλλ” υπό τού χαρακτήρος αυτών, τον οποίον θα λάβωσιν εκ της ήττης ή εκ της πάλης. Εάν εν τη πάλη νικήσης, η των παθών εξέγερσις εγένετο αφορμή νέας χαράς και ειρήνης, εάν ηττηθής, ο μη γένοιτο, τότε γεννάται θλίψις και ταραχή, άλλ” εάν μετά αγώνα κρατερόν πάθη τι ανθρώπινον, επικρατήση δε προς ώραν ο νόμος της αμαρτίας, επανέλθη δε εν τω αγώνι και επιμείνη εν αυτώ, νικά ο αγωνιζόμενος και η ειρήνη επανέρχεται».
Στην εικοστή τέταρτη, έγραψε: «. . . Επόθησα το έαρ όπως έλθω και παράσχω υμίν τινά παρηγορίαν και ευχαριστήσω τας τοσούτον δοκιμασθείσας καρδίας κατά τον επελθόντα βαρύν χειμώνα, τον παντοίας προξενήσαντα θλίψεις εις πάσας τας αδελφάς. . . Αληθώς πάσα θλίψις μετά καρτερίας φερομένη, βαθμός τις γίνεται, προβιβάζουσα εις την τελειότητα».
Στην εικοστή έκτη, προς την οσία Ξένη (Χρυσάνθη), έγραψε: «. . . Σε συμβουλεύω να μη παραδίδεσαι εις ρέμβην θλίψεως (μελαγχολίαν), διότι τούτο πλήττει μεγάλως τας καρδίας των αδελφών. Ο μισθός σου θα είναι μέγας, εάν γίνεσαι ταις αδελφαίς ευφροσύνης πρόξενος. Τούτο σοι το συμβουλεύω, διότι και εγώ τούτο έχω ως αρχήν εν τω βίω μου. Τούτο θέλω να έχωσιν ως αρχήν και αι μαθήτριαί μου. Όταν ευφραίνης την καρδίαν τού πλησίον σου, πολλώ μάλλον της αδελφής, της στερηθείσης των πάντων και απεκδεχομένης παρά σού μόνης πνευματικήν ευφροσύνην, τότε έσο βεβαία ότι ευαρεσκείς τω Θεώ πολλώ μάλλον ή εάν μακράς ποιείς προσευχάς και μεγάλος νηστείας. . . Εύχομαι πάσαι να κατισχύσετε εν τω κατά τού εγωισμού αγώνι, ο οποίος είναι κρατερός. Διότι ομοιάζει την πολυκέφαλον Ύδραν, της οποίας, όταν κόψης μίαν κεφαλήν, φύεται έτερα υπό άλλην μορφήν και άλλον χαρακτήρα. Δια τούτο, ενώ κατορθούμεν και αφίνομεν τον κόσμον και τα τού κόσμου και αρνούμεθα τω σώματι πάσαν απόλαυσιν και ταλαι-πωρούμεν αυτό, ίνα μη ποιήσωμεν το θέλημα αυτού, βλέπομεν εξαίφνης να παρουσιάζεται ως ψυχική νόσος και συνηθέστατα μεν ως απείθεια, παρακοή, ως σύνεσις, ως γνώσις, ως φρόνησις, ως αυταρέσκεια, ως μεμψιμοιρία και τι πρώτον να αριθμήσω. . . Υφ” όλας ταύτας τας μορφάς υποκρύπτεται η ασχημία τού εγωισμού».
Στην εικοστή έβδομη, μέσα σε διάφορα νέα και συμβουλές αναγγέλλει την εκτύπωση του Θεοτοκαρίου: «Το Θεοτοκάριον τυπούται, ήδη τυπούται το δεύτερον τυπογραφικόν φύλλον (δεκαεξασέλιδον). Σήμερον πέμπω Υμίν ένα νέον έργον μου, εκτυπωθέν ήδη, επιγραφόμενον Ιερατικών Εγκώλπιον. . . Να ίδωμεν, θα σάς αρέση το ύφος. . . ».
Ακριβώς την ίδια εκείνη εποχή χήρεψε ο θρόνος της Χαλκίδας και οι κάτοικοι της περιφέρειας μέσα σε τόσα χρόνια που έλειψε από κοντά τους, δεν κατάφεραν να λησμονήσουν το πέρασμα του από κει. Συσπειρώθηκαν πάλι σαν λαός κι έκαναν διάφορες ενέργειες, για να τον αποκτήσουν Επίσκοπο. Συνέταξαν λογής-λογής αναφορές στους αρμοδίους, σκάρωσαν δημοψηφίσματα συλλέγοντας υπογραφές κι έπιασαν να δημοσιεύουν σχετικά στην τοπική τους εφημερίδα. Ο ίδιος έλαβε αρκετές επιστολές από μέρος τους. Και βρέθηκε πάλι στα καλά καθούμενα σε μια καινούρια εκκρεμότητα και αναμονή. Προσευχήθηκε εκ βαθέων και νύχτα-μέρα συλλογιόταν αυτές εκεί τις φτωχές μαθήτριες. Τι θα γίνοταν αν. . . Αλλά πάλι, αν κάτι τέτοιο το ήθελε ο Θεός; Ω, ποτέ δεν επιχειρούσε ερωτήματα στη θέληση τού πανευεργέτη Θεού. Γιατί Εκείνος με την πρόνοια Του ήξερε να τακτοποιήσει και να βολέψει τα πάντα.
Πήρε λοιπόν την απόφαση κι έγραψε στις 27 Μαρτίου 1907 την παρακάτω επιστολή: «. . . Οι Χαλκιδείς ενεργούσι δι” αναφορών και δημοσιευμάτων, τα οποία και θα δημοσιεύσωσιν εις την εν Χαλκίδι εφημερίδα, όπως με αποκτήσωσιν Επίσκοπον της επαρχίας αυτών, αγνοών ποία έσεται η έκβασις των ενεργειών αυτών. Πιστεύω ότι ο Θεός θ” αποκαλύψη εις καμίαν εξ υμών τι, εάν ευδοκήση να διορισθώ Επίσκοπος Χαλκίδος. Εάν είναι θέλημα Θεού, γενηθήτω το θέλημα Αυτού».
Ακολούθησε μεταξύ λαού και αρμοδίων μια κατακραυγή, μια πάλη. Αυτός ήρεμος και γαλήνιος, αμέτοχος από κάθε ενέργεια, προσκαρτερούσε. Αλλά ο λαός ανάμεσα στους Εκκλησιαστικούς που κρατάνε τα κλειδιά είναι τις περισσότερες φορές ακίνδυνο ποτάμι. Το αφήνουν και ξεχύνεται και κυλά και ξεθυμαίνει, για να το στρέψουν τελικά στο δρόμο που αυτοί επιθυμούν. Ο πανάγιος όμως Θεός σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα σκεπάζει τους εκλεκτούς Του και κάνει το θέλημα Του με άλλους τρόπους. Οι ισχυροί που κρατούσαν τα κλειδιά δεν τον ήθελαν, όχι, δεν τον ήθελαν. Δεν επιθυμούσαν σαν «ευθύς και καθαρός την καρδίαν» ν” αναλάβει ένα γερό εκκλησιαστικό πόστο εδώ, στη μικρή πατρίδα.
Έτσι ύστερα από τρεις μήνες, στις αρχές του καλοκαιριού, έγραψε: «. . . Χάριτι Θείας ειμί καλά. Αι εξετάσεις ετελείωσαν, εγώ θα έλθω ακριβώς μετά μίαν εβδομάδα, εκτός εάν η της Χαλκίδος υπόθεσις με εμποδίση δι” ολίγας ακόμη ημέρας. Άλλα σας αναγγέλλω ότι οι άγιοι Συνοδικοί δεν θέλουσιν, ώστε φαίνεται δεν είναι θέλημα Θεού».
Προτού διηγηθούμε τα γεγονότα που ακολούθησαν, θα αναφερθούμε ακόμη σε δύο χαρακτηριστικές επιστολές του. Η μια περιλαμβάνει κάποιο του όνειρο και η άλλη παρουσιάζει κατά μοναδικό οδηγητικό τρόπο την παραπλανητική ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που στρέφεται απευθείας σ” ένα πρόσωπο, δίχως να διαπερνά από την καρδιά τού Θεού.
Την πρώτη την έστειλε στις 21 τού Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, του 1907, κι έγραψε: «Την παρούσαν μου γράφω υμίν, άμα εγερθείς της κλίνης, όπως ανακοινώσω υμίν όνειρόν τι, το οποίον μοι ενεποίησε πολλήν εντύπωσιν. Το όνειρον είναι το εξής: Είδον, ότι ιστάμην προς τους πόδας της λάρνακος τού αγίου λειψάνου τού αγίου Νικολάου και παρετήρουν αυτό και μοι εφαίνετο κοιμώμενον. Εν τω μεταξύ όμως μοι εφάνη κινούμενον και μετ” ολίγον ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού, ύστερον ηγέρθη και ανεκάθησε και υψώσας τας χείρας αυτού έτεινε προς εμέ. Εγώ έκυψα εκ σεβασμού, ίνα ασπασθώ αυτόν. Ο δε με ενηγκαλίσθη και με ησπάσθη τρις εις το στόμα και τον ησπάσθην και εγώ. Μετά τον ασπασμόν ατενίσας με, μοι είπεν: Εγώ θα σε υψώσω υψηλά, υψηλά. Άλλα θέλω και εγώ παρά σού να μοι κάμης ένα θρόνον αργυρούν. Ταύτα μοι είπε και αύθις ανέπεσε και εκοιμήθη, εγώ δεν αφυπνίσθην. Αφυπνισθείς ενεθυμούμην εκείνην την στιγμήν ότι το όνειρον τούτο και προ τίνων ημερών το είδον και το ελησμόνησα. Τότε ενεθυμήθην ότι την πρώτην φοράν ο Άγιος μόνον με ησπάσθη εγερθείς, αλλά δεν μοι είπεν ουδέν. Είς την δευτέραν φοράν εγένετο η αναγγελία και η αίτησις. Τούτο είδον και σας το γράφω ως όνειρον, το οποίον μοι έκαμεν εντύπωσιν δια τον αποκαλυπτικόν αυτού χαρακτήρα και την διαβεβαίωσιν και την αίτησιν. Ίδωμεν ει αληθές το όνειρον. Φαίνεται αληθοφανές, άλλ” ημείς απαθείς διακείμεθα, ο Θεός να ποδηγετήση ημάς εις εργασίαν τού αγαθού. Ο ναός του Καΐρου, τον οποίον διεκόσμησα και ελάμπρυνα και από πενιχρόν ανέδειξα έκπαγλον, τιμάται έπ” ονόματι τού αγίου Νικολάου. Πρώτην φοράν βλέπω τον άγιον Νικόλαον καθ” ύπνους και ασπαζόμενον και διαλεγόμενον. Είη ευλογημένον το όνομα Κυρίου. . . ».
Την άλλη επιστολή την έστειλε στις 5 Δεκεμβρίου 1907 κι έγραψε εξ αφορμής μιας πολύ κολακευτικής προς το πρόσωπον του επιστολής της ρασοφόρος Συγκλητικής, κατά κόσμον Μαρίας Χασιώτου, τα παρακάτω: «. . . Προς την Συγκλητικήν εψυχράνθη η ψυχή μου τοσούτον, ώστε να διατελέσω προς αυτήν αδιάφορος, ο δε λόγος η ψυχική αυτής κατάστασις. Εγώ αγαπητοί, αγαπώ υμάς, ουχί διότι με αγαπάτε, αλλά διότι αγαπάτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η αγάπη προς τον Κύριον, ως αγάπη κοινή θερμαίνει και προς υμάς την καρδίαν μου. Όταν μία εξ υμών αποσπάση την καρδίαν της από τον Κύριον και παραδώση αυτήν εις την ματαιότητα τού κόσμου και εις τα πάθη της ψυχής της, τότε η προς αυτήν αγάπη μου καταπαύει, διότι η αδελφή αύτη αφαιρέσασα την καρδίαν της από τού Χριστού, απέκοψε τον μεταξύ ημών της αγάπης σύνδεσμον, διότι ο κρίκος ο συνδέων ημάς ήτο η κοινή προς τον Χριστόν αγάπη. Ώστε η προς αυτήν ψυχρότης μου ήτο επακόλουθον της από τού Χριστού απομακρύνσεώς της. Η προς εμέ αυτής αγάπη ως ανθρωπινή δεν θερμαίνει την καρδίαν μου, διότι είναι αλλότρια της αγάπης τού Χριστού και αδυνατώ να έχω εις την καρδίαν μου δύο αγάπες, μίαν θείαν και μίαν ανθρωπίνην. . . Η τοιαύτη αγάπη, όταν εν μόνω τω ενί προσώπω αναπτύσσεται, γεννά εν τω ετέρω, τω αγαπημένω, μίσος. Οταν εν αμφοτέροις αναπτύσσεται, γεννά τον έρωτα. Δια τούτο εν τη προς αλλήλους αγάπη, είτε τη προς ομοφύλους, είτε τη ετερόφυλους, μάλιστα προς πρόσωπα δεκτικά έρωτος, οφείλομεν καθ” έκαστην να εξετάζωμεν μήπως η αγάπη ημών δεν απορρέη από τον σύνδεσμον της αγάπης, ήτοι τού Χριστού, ή δεν εκπηγάζει από τού πληρώματος της αγάπης. . . Εξ αυτών δύνασθε να εννοήσετε τον σκοπόν δια τον οποίον σάς έγραψα τόσον αυστηρά εις την Συγκλητικήν. Ηθέλησα να την φέρω εις συναίσθησιν, διότι ησθάνθην ότι η καρδία της εψυχράνθη προς τον Κύριον, ότι ήρχισε ν” αναπτύσσεται εν τη καρδία της αγάπη τις ανθρωπινή, ήτις ηδύνατο ν” αποβή έρως, εάν ηνεχόμην αυτής ή ηρεσκόμην εις αυτήν. Ο πονηρός ήρχισε να πλανά αυτήν εις τους ύπνους της. . . ».