Και να φανταστείς πως έτσι του Αγίου δεν έχω μιλήσει ποτέ ,κι ας τον έχω
κάθε μέρα δίπλα μου.
π.Εφραίμ Παναούση
Είχε τελειώσει η Λειτουργία στο παρεκκλήσι του Αγίου .Με το αντίδωρο
ακόμα κατηφορίζαμε τη σκάλα του.Από την έξω αυλή ,φωνές διαπεραστικές .Βγήκαμε
να δούμε.
Μια καλογιαγιά –την ξέραμε από παλιά- ερχόταν στο μοναστήρι -.
Είχαμε καιρό να τη δούμε.Βγήκαμε και τη χαιρετήσαμε με σεβασμό .
-Δόξα τω θεώ που ξανάρθα.Με αξίωσε η χάρη της Παναγίας και ήρθα.
Θαυμάζω την οικειότητα τέτοιων ανθρώπων με το Θεό.Τη θαυμάζω και τη ζηλεύω .Εμοιαζε αλήθεια σας
λέω σαν τη γυναίκα του Ευαγγελίου που άγγιξε τον χιτώνα του Χριστού.
‘Έφερνε δυο μπουκάλια λάδι.Ένα για την Παναγιά και ένα για τον Άγιο Διονύσιο.Προσκύνησε στο καθολικό με σεβασμό και βγήκε στην αυλή.
-Θα μπορέσεις να ανέβεις στην εκκλησία τη ρώτησα;
-Άμα θέλω θα βοηθήσει ο Άγιος.
Ανέβηκε σιγά σιγά σκαλί σκαλί.Μέχρι που
έφτασε και προσκύνησε όλες τις εικόνες.
Πήγε στον Άγιο Διονύσιο και καθώς δεν
καλάκουγε άρχιζε να φωνάζει.
-Αγιε Διονύση μου ήρθα ,σου είπα ότι θα ρθω και ήρθα.Κι άρχισε να του
λέει για τη ζωή της.Την κόρη της που αρρώστησε την εγγόνα της που παντρεύτηκε
.
Του είπε τα νέα της.Και δάκρυα πολλά .
Η πόρτα του αγίου Διονυσίου είχε γύρει και έβλεπα απ ο μισάνοιχτο της
φιγούρα της γιαγιάς .Εκείνη και τον Αγιο.Όμοια κυρα Λωξάνδρα να μιλάει στη
Παναγιά τη Μπαλουκλιώτισσσα να της λέει για τα βάσανα τα δικά της ,των
παιδιών της ,του Δημητρού κι όλης της πόλης.
Κάθησε και την κυττούσα για ώρα μέχρι που οι λέξεις της γιαγιάς με
γύρισαν στο σήμερα.
-Αντε Άγιε μου εγώ φεύγω κάντσε εδώ να φυλάς είπε η γιαγιά και έφυγε ..
Κατέβηκε τη σκάλα και έφυγε ησυχασμένη γιατί τα προβλήματά της τα άφησε
στα χέρια του Αγίου,δηλαδή σε καλά χέρια.
-Στο καλό γιαγιά ,Σε ζηλεύω εσένα που του μιλάς έτσι του Αγίου με τέτοιο
τρόπο .
Και να φανταστείς πως έτσι του Αγίου δεν έχω μιλήσει ποτέ ,κι ας τον έχω
κάθε μέρα δίπλα μου.