Της Στέλλας Αναγνώστου -Δάλλα
Μετά τον πρώτο κατανυκτικό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τον
Εσπερινό Της Συγγνώμης, αυτή η σκέψη με βασάνιζε σαν να ήταν το θεμελιώδες
ερώτημα από το οποίο κρεμόταν, όχι μόνο η ψυχική μου γαλήνη, αλλά κατά κάποιον
τρόπο και ο αυτοπροσδιορισμός μου ως Χριστιανής…. «Τι είναι η συγγνώμη, τι είναι η συγγνώμη;». Αυτό το ερωτηματικό στριφογύριζε μέσα μου
βασανιστικά. Πώς είναι να συγχωρείς, πώς
παύει μέσα σου η ενόχληση από την αδικία, πώς εξαφανίζεται ο πόνος, πώς
αλλάζεις τον τρόπο που αισθάνεσαι; Γιατί
αν δεν αλλάξει αυτό που αισθάνεσαι, θα είναι μια εγκεφαλική παραχώρηση, όχι
ψυχική μετατόπιση…
Οι φιλολογικές μου γνώσεις πολύ λίγο μου χρησίμευσαν στην
αγωνία μου. «Συγχωρώ θα πει
συμβαδίζω». Μάλιστα. «Άρα, συγγνώμη θα πει κατανόηση». Μάλιστα.
Μπορώ πολύ εύκολα να κατανοήσω.
Μπορώ να καταλάβω την κατάσταση του άλλου, μπορώ να «‘μπώ στη θέση του»
και να κατανοήσω πως ενδεχομένως να έκανα κι εγώ το ίδιο αν ανταλλάσσαμε
υπάρξεις. Μπορώ ακόμη και να το αισθανθώ
και να τον συμπονέσω ακόμη. Μπορώ δηλαδή
να μην κρατάω κακία. Εδώ είμαστε δύο, ο
ένας απέναντι στον άλλο, κι εγώ «κατανοώντας» μπορώ να δείξω «μεγαλείο».
Όμως συγχώρησα; Δεν
συγχώρησα. Είμαστε ακόμη δύο. Αυτός που έκανε το κακό, κι εγώ που το έπαθα. Είμαστε απέναντι παρόντες, ο καθένας με το
«δίκιο» του στο χέρι. Εγώ ακόμη τον
φοβάμαι, γιατί ακόμη πονώ. Ακόμη είμαι
σε άμυνα. Απ’ τη δική του την πλευρά
ισχύουν πάλι τα ίδια. Κατανόηση μπορούμε
να δείξουμε και οι δύο, και να είναι και ειλικρινής. Και η κατανόηση μπορεί να οδηγήσει και στην
αποκατάσταση της συμπάθειας. Ίσως και σε
αποκατάσταση της σχέσης εξωτερικά, αν ομολογήσουμε ότι δεν θέλουμε να
μνησικακούμε.
Όμως ούτε συγχώρησα, ούτε συγχωρήθηκα, με την έννοια ότι το
κακό είναι ακόμη υπαρκτό. Η πληγή
υπάρχει. Συνέβη. Πόνεσε και με πονά ακόμη. Μόνον αν γίνει κάπως να εξαφανιστεί η πληγή,
μόνον τότε εξαφανίζεται το κακό που έγινε.
Όμως έγινε. Δεν έγινε; Ξανατυλίγεται το κουβάρι και να μην πονάς
γιατί το κακό απλά, δεν θα ΥΠΑΡΧΕΙ πια; Συνήθως όλες οι πληγές είναι στο
παρελθόν. Σβήνεται το παρελθόν σαν να
μην υπήρξε; Σβήνεται μόνον με τη δύναμη
της θέλησης; Σβήνεται με την Θεία
Χάρη; Αναιρείται από μέσα σου; Πώς, πώς, ΠΩΣ;
Είπα μέσα μου: Αν εξαφανίσεις το κακό, αν το σβήσεις, σβήνει
ο πόνος, βγαίνεις από την προσκόλληση στο παρελθόν σου και τις όποιες πληγές
σου, υπερβαίνεις το εγώ σου γιατί το εγώ σου δεν πάσχει πια, άρα έτσι μπορείς
να πείς ότι συγχώρησες, ότι έσβησαν τα πάντα από το χαρτί σαν να μην είχαν
γραφεί ποτέ. Αλλά πώς να το κάνεις σαν
να μην υπήρξε;
Μ’ αυτό το βασανιστικό ερώτημα προσευχήθηκα ξανά και
ξανά. Ήταν τίμιο ερώτημα κι ο Θεός
μπορεί να με φώτισε, αν κρίνω από το αίσθημα της ελαφρότητας που συνόδευσε αυτό
που θεώρησα σαν απάντηση.
Στο μυστήριο της Εξομολόγησης, ο Θεός δεν μας «χαρίζει» τα
λάθη μας. Τα σβήνει. Σαν να μην έγιναν ποτέ. Ο Θεός τα σβήνει γιατί ο Θεός δεν θίγεται,
μόνον πονά για τον πόνο μας γι αυτά. Ο
Θεός τα σβήνει γιατί αν δεν τα έσβηνε κι απλώς τα χάριζε αφ’ υψηλού σαν
μεγαλόκαρδος δικαστής, αυτά θα συνέχιζαν να ζούν, ο Διάβολος θα συνέχιζε να μας
βασανίζει, κι εμείς καθόλου δεν θα ανακουφιζόμασταν. Γι αυτό τα αναιρεί. Με τη δύναμη που μόνο Εκείνος έχει, σαν να
γυρίζει πίσω τον χρόνο στο σημείο μηδέν πριν γίνει το λάθος, και μας χαρίζει έναν
φρέσκο εαυτό που μπορούμε να τον αποδεχτούμε, να τον αντέξουμε, να ξαναζήσουμε
μαζί του.
Κάπως έτσι υποψιάστηκα ότι πρέπει να είναι η αίσθηση, αν
μπορέσουμε και με κάποιον τρόπο αναιρέσουμε κι εμείς τα λάθη των άλλων επάνω
μας. Αν σβήσουμε τα σημάδια δεν υπάρχουν
πια λάθη. «Αυτό είναι η συγχώρηση», «να
σβήσεις τα σημάδια». Τότε ο άλλος, δεν
είναι πια κακός, μπορείς να τον αγαπάς, δεν σε έχει βλάψει πλέον. Πώς όμως;
Αφού έγινε; Και πώς μάλιστα μπορώ
να το κάνω εγώ;
Αν κάποιος σου χτυπήσει το χέρι και σου μείνει μια πληγή,
μπορεί να μην πονά πια, αλλά έχει ένα σημάδι που το βλέπεις. Για να πάψεις να το βλέπεις, θα πρέπει να
βάλεις κάτι επάνω του που να σε ικανοποιεί.
Να αντικαταστήσεις μια οπτική εντύπωση με μια άλλη, και την αίσθηση του
πόνου με κάποια σκέψη ανακουφιστική,
όπως ας πούμε, ότι δεν θα απαιτείται πια να κάνεις χειρωνακτική εργασία
με το ευαίσθητο χέρι. Η ανακούφιση αυτή
αναιρεί κατά κάποιον τρόπο την πίκρα για το χτύπημα.
Όταν με πόνεσαν, πόνεσα.
Αν ήμουν άθεη, θα επιστράτευα τη δύναμη της εγκαρτέρησης για να αντέξω,
ή το μίσος για να εκδικηθώ. Όμως δεν
είμαι άθεη. Και έχω Θεό, και Τον αγαπώ,
και Τον πιστεύω. Γι αυτό, σε κάθε ώρα
πόνου στρεφόμουν σ’ Εκείνον με δάκρυα και Του ζητούσα παρηγοριά. Εκείνος δεν ήταν απών και το ήξερα. Ήμουν βέβαιη ότι άκουγε, μόνο που θύμωνα
γιατί δεν άκουγα απάντηση, όχι τουλάχιστον αυτήν που περίμενα.
Ωστόσο ο Θεός δεν είναι παθητικός ακροατής. Ο Θεός, από την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας
μέχρι σήμερα ενεργεί αδιάκοπα. Η Αγία
Τριάδα είναι δυναμική ενότητα.
Ενεργεί. Όταν εγώ νόμιζα ότι
μόνον άκουγε, επειδή μόνον αυτό μπορούσα να συμπεράνω με την ανθρώπινη σκέψη
μου, ο Θεός ενεργούσε κι ας μην το καταλάβαινα.
Κάθε δράση προκαλεί μια αντίδραση, και η αντίδραση του Θεού είναι πάντα
διορθωτική του κακού, αναιρετική του κακού.
Κάθε φορά που προσευχόμαστε στον Θεό, κάθε φορά που πονεμένοι πέφτουμε
στην αγκαλιά Του και ζητούμε βοήθεια, Εκείνος την δίνει.
Εμείς συνήθως αυτήν τη βοήθεια δεν τη βλέπουμε, γιατί δεν
είναι αυτή ακριβώς που περιμέναμε, και δεν την αναγνωρίζουμε. Όμως ο Θεός ήταν πάντα εκεί και έκανε μικρές
ανεπαίσθητες διορθωτικές κινήσεις, σαν αντίβαρα που εξισορροπούσαν το
κακό. Έφερνε κάποιο άλλο καλό που δεν θα
ερχόταν ίσως αν δεν έπρεπε κάτι να εξουδετερωθεί. Ακόμη κι η μετάνοια κι η συγχώρηση για τα
λάθη που γέννησε η αντίδρασή μας στην αδικία, κι αυτά είναι μορφές της δυναμικής
Του επέμβασης στο έργο της ανατροπής του κακού.
Για κάθε κακό που με πονάει ακόμη, αν ψάξω θα βρω και μια
εξισορροπητική παραχώρηση του Θεού. Αν
ψάξω θα βρω χαρές και ευεργεσίες που αλλοιώς δεν θα τις είχα ζήσει. Θα βρω δώρα.
Για δες εκει! Αν δεν
ήταν δηλαδή αυτό το κάτι που έγινε, δεν θα είχα πάρει από τον Θεό αυτό το κάτι
άλλο, που σήμερα το θεωρώ δεδομένο και δεν θα το άλλαζα με τίποτε; Ποιος θα έδινε τα δώρα του πίσω; «Ναι, αλλά αν θες άλλα, δώσε πίσω αυτά».
«Όχι! Δεν τα δίνω!». «Ναι, αλλά αυτό σου το έδωσα γιατί….». «Αλλά μ’ αρέσει και το θέλω!». «Αν το θες κρατάς κι αυτό που το προκάλεσε…»,
θα πει ο Θεός. «Το κρατάω», λέω
εγώ. «Και δεν σε νοιάζει που κρατάς και
το κακό που Με έκανε να σου στείλω αυτό το δώρο;» «ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ. ΑΦΟΥ ΕΧΩ ΤΟ ΔΩΡΟ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΚΟ ΔΕΝ ΜΕΤΡΑΕΙ. ΔΕΝ
ΜΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ!».
Κακό και δώρο έγιναν ένα θαυματουργικά. Τη μνήμη του κακού αντικατέστησε η μνήμη του
δώρου του Θεού, κι αυτή η μνήμη με γεμίζει αγαλλίαση. Χωρίς να το ξέρει, κι όποιος με πόνεσε, έγινε
η αιτία γι αυτό το δώρο. Το δικό του
λάθος συνδέθηκε άρρηκτα με μία Θεία ευεργεσία, κι η ευγνωμοσύνη μου γι αυτήν
σκεπάζει το λάθος. Η μία αίσθηση
εξουδετερώνει την άλλη. Έτσι, ναι. Κι εγώ μέχρι τώρα δεν μπορούσα να δω την
ευεργεσία και να τη χαρώ, γιατί κοίταζα αλλού.
Όσο κοίταζα το κακό, αυτό αιχμαλώτιζε την προσοχή μου. Όταν στρέφεις αλλού το βλέμμα, αυτό το «άλλο»
σε καταλαμβάνει. Αυτό υπάρχει τώρα
πια. Το κακό που σε επηρέαζε πριν έχει
πια χαθεί. Δεν το βλέπεις. Δεν έχει
επίδραση επάνω σου πια, επειδή ακριβώς δεν το βλέπεις. Επειδή θαμπώθηκε το βλέμμα σου από τη λάμψη του δώρου, κι αιχμαλωτίστηκε
εκεί. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω
ναι. Ευτυχώς. Γιατί αν γύριζε, θα έπαιρνε μαζί του κι αυτά
που δεν θέλω να χάσω, αυτά που ήρθαν σαν αντιστάθμισμα για κάποιον πόνο, και
σαν απάντηση σε κάποια προσευχή. Πώς να
τα δώσω πίσω;
-Απετάξω τον Σατανά;
-Απεταξάμην.
-Συντάσσει τω Χριστώ;
-Συντάσσομαι.
Συντάσσομαι Κύριε, χωρίς πόνους, χωρίς βάρη, χωρίς μνήμες, μ’ αυτόν τον εαυτό που
έχω. Με λίγη περισσότερη σύνεση ίσως, με
λίγη περισσότερη ταπείνωση για όσα δεν έβλεπα, με ευγνωμοσύνη για όσα μου
χάρισες, «υπέρ των εμφανών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων», με
την παλιά γνώση πως δεν σταματούν οι προκλήσεις, και με την καινούργια, πως
πόνο τον γιατρεύει ο Θεός, τον εξισορροπεί ο Θεός, τον ανασταίνει ο Θεός. Όχι οι άνθρωποι. Και το έχει κάνει ήδη. Σε όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα χωρίς να το
καταλαβαίνω, όπως και σε όλην την πορεία της Ιστορίας, γιατί και η Ιστορία
ανθρώπινη είναι.
«Ότι συγγνώμη εκ του Τάφου
ανέτειλεν».
Στέλλα Ν.
Αναγνώστου-Δάλλα