Της Στέλλας Αναγνώστου - Δάλλα
Φωνή Κυρίου επί των
υδάτων
βοά λέγουσα: «Δεύτε λάβετε πάντες, Πνεύμα σοφίας,
Πνεύμα συνέσεως,
Πνεύμα φόβου Θεού,
Του επιφανέντος
Χριστού.
(Ιδιόμελο των Αίνων
των Θεοφανείων)
Πώς να είναι άραγε αυτή η Φωνή του Κυρίου;
Αυτή η Φωνή, ακούστηκε μια μέρα ξαφνικά μέσα στο χάος, εκεί
που ήταν μόνον σκοτάδι επάνω στην άβυσσο, και το Πνεύμα του Θεού «επεφέρετο
επάνω του ύδατος». Και τότε ακούστηκε
πρώτη φορά: «γενηθήτω φως», και εγένετο
φως. Κι ακούστηκε δεύτερη: «γενηθήτω στερέωμα…», και εγένετο
στερέωμα. Κι ακούστηκε τρίτη: «συναχθήτω το ύδωρ…και οφθήτω ξηρά», και ώφθη
η ξηρά. Κι ακούστηκε τέταρτη: «βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου. Κι ακούστηκε πέμπτη: «γενηθήτωσαν φωστήρες», κι ακούστηκε έκτη: «εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών…», και έβδομη:
«ψυχήν ζώσαν κατά γένος», και όγδοη:
«ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα Υμών και καθ’ ομοίωσιν».
Κι από τότε, ποτέ δεν σταμάτησε ο Κύριος να μιλά, κι η Φωνή
Του, άλλοτε ν’ ακούγεται από τον άνθρωπο, κι άλλοτε όχι. Τις πιο πολλές φορές όχι, και τις λίγες που
θέλησε ο άνθρωπος ν’ ακούσει, διασώθηκε η συνέχιση της σχέσης, διασώθηκε η
υπόθεση της συλλογικής σωτηρίας. Ήταν
μια Φωνή, άλλοτε βροντερή, όπως τότε στο όρος Σινά, άλλοτε σαν «πνοή αύρας
λεπτής», όπως στον Προφήτη Ηλία, άλλοτε σαν παράπονο, εκείνο το τελευταίο
δειλινό που πέρασαν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο, κι κάποτε, σαν κλάμα μωρού
στην αγκαλιά της Παρθένου.
Πώς να ήταν άραγε εκείνη η Φωνή όταν αντιμιλούσε στον ίδιον
τον Διάβολο τις ημέρες των πειρασμών;
Πώς να ήταν όταν ψιθύριζε στον Ιωάννη εκείνο το «άφες άρτι», στην κόρη του Ιαείρου «ταλιθά κούμι!», στην
χήρα της Ναίν «μη κλαίε», στην Σαμαρείτιδα «Εγώ ειμί, ο λαλών σοι», στον Πέτρο
«αγαπάς με;», στον Ιούδα «φιλήματι τον Υιόν του ανθρώπου παραδίδως;», στον
Παύλο «Σαούλ, Σαούλ, τι Με διώκεις;», στην Μαρία την Μαγδαληνή, εκείνο το
υπέροχο αναστάσιμο «Μαρία!», κι εκείνη αναφώνησε «Ραββουνί!»;
«Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος…ότι ελάλει
ως εξουσίαν έχων». Και πράγματι έχει
εξουσία. Απόλυτη πάνω στην Κτίση, αλλά
ηθελημένα σχετική πάνω στον άνθρωπο.
Σχετική γιατί Εκείνος το θέλησε και παραχώρησε στον άνθρωπο το
αυτεξούσιο «κατ’ εικόνα δική Του». Κι
έτσι, αν ο άνθρωπος θελήσει ν’ ακούσει αυτήν την Φωνή, θα του παραχωρήσει ο
Θεός να την ακούσει. «Ο έχων ώτα
ακούειν, ακουέτω».
Αν την ακούγαμε άραγε κι εμείς αυτήν την Φωνή, θα λυγίζαμε
από συγκίνηση; Αν λυγίζαμε, θα μας
δινόταν το δώρο της αναγέννησης. Θ’
αποκτούσαμε «Πνεύμα σοφίας», «Πνεύμα συνέσεως», «Πνεύμα φόβου Θεού, του
επιφανέντος Χριστού»;
Κι όμως την ακούμε.
Σε κάθε Θεία Λειτουργία, μια φωνή πανηγυρική, με κάθε πιθανή χροιά και
ένταση, μας προσκαλεί «Λάβετε, φάγετε, τούτό εστι το Σώμά Μου…, πίετε εξ αυτού
πάντες, Τούτό εστι το Αίμά μου». Νομίζουμε
πως είναι η φωνή του ιερέα, αλλά δεν είναι.
Είναι η ίδια η Φωνή του Χριστού, όπως τότε που μιλούσε με ανθρώπινο
στόμα. Κι έρχεται κάθε φορά, ξανά και
ξανά, να ταράξει τα ύδατα της ψυχής μας, να σπρώξει εις τα οπίσω τον ρύπο του
εσωτερικού μας Ιορδάνη, να μας πλημμυρίσει με Πνεύμα σοφίας, με Πνεύμα συνέσεως,
με Πνεύμα φόβου Θεού, με το δικό Του Πνεύμα, το Πνεύμα του επιφανέντος Χριστού.
Δεν εκβιάζει την συναίνεσή μας, όμως την θέλει, την
χαίρεται. Αν είχαμε «ώτα ακούειν», θα
ξέραμε να Την αναγνωρίσουμε, όπως τα πρόβατα που αναγνωρίζουν την φωνή του ποιμένα
τους.. Κι αν άνοιγαν τα μάτια της ψυχής
μας, την ώρα που γονατίζουμε μπροστά στο Άγιο Ποτήριο, μπορεί να νοιώθαμε κι
εμείς τους ουρανούς ανοιγμένους, κι αυτήν την χαρά την μεγάλη που «γίνεται εν
τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι»…
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.