Της Στέλλας Αναγνώστου Δάλλα
Όταν ήμασταν παιδιά, ερχόμασταν πάντα στο χωριό για τα
Φώτα. Ακόμη και σήμερα, δεν μας κάνει
καρδιά να χαλάσουμε αυτήν την παράδοση, με τόσες εικόνες και αναμνήσεις που
είναι γεμάτη η ποδιά της…
Όλα τα φώτα των Χριστουγέννων, η δοξολογία στην Μητρόπολη,
το παγωμένο πρωινό στην κοιμισμένη Αθήνα, όλη η φαντασμαγορία στις βιτρίνες και
τις πλατείες, τα δώρα της Πρωτοχρονιάς, το άρωμα του στολισμένου δέντρου στο
σαλόνι, όλα ήταν καλά, όλα ήταν μια πηγή χαράς.
Όμως, για μένα, καμμιά χαρά δεν συναγωνιζόταν την απέραντη αγαλλίαση που
ένοιωθα φθάνοντας στο χωριό.
Έξω, κρύο «τάντανο» που θα ‘λεγε κι ο αείμνηστος ο Φώτης
Κόντογλου. Οι δρόμοι γεμάτοι λάσπες. Το σπίτι μικρό, αλλά οι αγκαλιές μεγάλες. Ένα δωμάτιο θερμαινόταν μόνο από τη μεγάλη
σόμπα, η κουζίνα, και λίγο το δωμάτιο της γιαγιάς δίπλα, γιατί αφήναμε ανοιχτή
την πόρτα, και περνούσε και το μπουρί.
Σ’ αυτήν την κουζίνα κυλούσε όλη η ζωή.
Εκεί το μαγείρεμα, εκεί και το φαγητό, για δέκα άτομα τουλάχιστον γιατί
εκεί τρώγαμε μαζί και με τους θείους και τα ξαδέλφια. Εκεί τα γέλια, εκεί τα πειράγματα, εκεί οι
φωνές, εκεί τα μονοιάσματα. Όλα
στριμωγμένα γύρω από το τετράγωνο τραπέζι.
Η πιο περιζήτητη θέση, ήταν το ντιβάνι δίπλα στο παράθυρο με
το βαθύ περβάζι. Καθισμένη σταυροπόδι,
διάβαζα, ζωγράφιζα, έγραφα, ονειρευόμουν, ακουμπώντας σ’ αυτό το περβάζι,
αγναντεύοντας το βουνό που το χτυπούσε η βροχή κι ο αέρας. Κι έγερναν οι εληές τα ασημένια τους κλαδιά,
χορεύοντας όλες μαζί, αποδεχόμενες με χαρά τον καιρό, που αν δεν τις έκαιγε από
το κρύο, θα τους χάριζε το πολυπόθητο νερό της χρονιάς.
Το δωμάτιο που κοιμόμασταν εμείς τα παιδιά, ήταν το λεγόμενο
«σαλόνι». Σαλόνι το καθιστούσε ο μπουφές
και το τραπέζι στην μέση. Κατά τα άλλα,
είχε δυό ντιβάνια δεξιά κι αριστερά, κι αυτό ήταν όλο. Μας έπαιρνε ώρα για να κοιμηθούμε. Έκανε κρύο σαν στον Βόρειο Πόλο. Το να ξεντυθείς απαιτούσε ηρωισμό καταδρομέως. Τα σεντόνια στο κρεββάτι, ήταν σχεδόν υγρά
από το κρύο. Ξυλιασμένα. Το μάλλινο πάπλωμα, τελείως άκαμπτο. Όμως τα καταφέρναμε να κοιμηθούμε, όχι
δυσφορώντας, αλλά διασκεδάζοντας.
Απολαμβάνοντας με κάθε κύτταρο, την ξέχειλη θαλπωρή, αυτής της
απίστευτης παγωνιάς.
Γιατί δεν ήταν μια απλή παγωνιά. Ήταν αρωματισμένη παγωνιά. Το πλεονέκτημα του ύπνου στο κατεψυγμένο
«σαλόνι», ήταν τα αρώματα από τα γλυκά της γιαγιάς. Ο μπουφές μοσχοβολούσε βύσσινο, και γλυκό
κυδώνι. Στο τραπέζι μοσχοβολούσε το τεράστιο
ταψί με τον μπακλαβά, που σκόρπιζε στον αέρα την μυρωδιά από το γαρύφαλλο. Ένα σε κάθε ρόμβο. Δίπλα του, μικρά και μεγάλα ταψάκια με τις
βασιλόπιττες που μοσχοβολούσαν πορτοκάλι και φρέσκο βούτυρο, άλλη για να
κόψουμε όλοι μαζί στο χωριό, άλλες για να τις πάρουμε μαζί μας φεύγοντας, και
μία για μένα, για τα γενέθλιά μου, αντί τούρτας γενεθλίων! Έτσι κι αλλοιώς, η ημέρα ήταν αποφράς λόγω
της αναχώρησης, οπότε μια χαρά ήταν κι η βασιλόπιττα…
Αναρωτιέμαι συχνά, ποιο ήταν το μυστικό όλης αυτής της
απέραντης απόλαυσης, όταν εξωτερικά, δεν θα έβλεπε κανείς, παρά μόνον
ταλαιπωρία; Κάθε απλή καθημερινή
δραστηριότητα, ήταν πρόκληση από μόνη της.
Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, ορμούσε μέσα ένας παγωμένος βορηάς, όμως
εμείς βρισκόμασταν συνεχώς έξω. Τα
παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα των Φώτων ξεπάγιαζαν, αλλά είχαν πανηγύρι. Την ημέρα των Φώτων, η θαλασσοταραχή και το
κρύο, δεν μπόρεσαν ποτέ ν’ αναχαιτίσουν μια δεκάδα, περίπου, παιδιών, να
βουτήξουν με ενθουσιασμό στα παγωμένα νερά, για να ανασύρουν έναν σταυρό, που,
για να τον ρίξει ο ιερέας από την εξέδρα, κινδύνευε ν’ απογειωθεί. Τα ίδια παιδιά αργότερα, παρά την
ψυχρολουσία, περιέρχονταν το χωριό με τον σταυρό σε δίσκο, ψάλλοντας αδέξια το
τροπάριο των Φώτων, και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε πως θα μπορούσε να
παραλειφθεί κάτι απ’ όλα αυτά, όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες.
Σε όλες τις γιορτές, όχι μόνον του Δωδεκαημέρου, αλλά και
του Πάσχα, και του Δεκαπενταυγούστου, όπου και όσο η πίστη πορευόταν
αγκαλιασμένη με την αγροτική ζωή, το χωριό μου με δίδαξε το μυστικό συστατικό
της πληρότητας της εορταστικής χαράς, κι αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από
αυτό που παραπλανητικά προβάλλει η υλιστική αστική νοοτροπία: η δυσκολία.
Η κακοπάθεια. Η προς-πάθεια. Ο κόπος που καταβάλλει ο Χριστιανός σε πείσμα
των συνθηκών, κι έτσι στέκεται στο ύψος της εορταζόμενης θυσίας.
Δεν είναι ότι αν δεν πονέσεις δεν μπορείς να χαρείς. Είναι ότι αν δεν πονέσεις, δεν μπορείς να
καταλάβεις. Να νοιώσεις συγγένεια,
κατανόηση, να νοιώσεις ταύτιση κι ευγνωμοσύνη.
Ένας τρόπος είναι η νηστεία. Ένας
άλλος, το να χαμογελάς, παρά τον βορηά και τις δυσκολίες. Να στρώνεις με τα χέρια σου τον μπακλαβά, να
ζυμώνεις τις βασιλόπιττες, να μεταφέρεις με τα χέρια το βαρύ ταψί μέχρι τον
φούρνο.
Κι είναι κι ένα άλλο μυστικό, που δύσκολα το πετυχαίνεις σε
μια πόλη: Καθώς κάνεις τις δουλειές,
ανοίγει η πόρτα, και μπαίνει η γειτόνισσα που είναι και λίγο μακρυνή
συγγενής. Καθώς μεταφέρεις το ταψί,
αστειεύεσαι μαζί της. Στο φούρνο γίνεται
άτυπος διαγωνισμός ζαχαροπλαστικής, στα κάλαντα τα παιδιά παίζουν στον δρόμο,
τα ξημερώματα και τις νύχτες, περπατούν όλοι μαζί προς την εκκλησία, προς μία
σύναξη που ήδη ξεκίνησε τμηματικά στους δρόμους.
Η κακοπάθεια, η δυσκολία, η κρυφή σταγόνα του ιδρώτα, η
στέρηση και η ανάγκη, είναι το μυστικό της γιορτής. Και το άλλο είναι η κοινότητα. «Ου καλόν τον άνθρωπον μόνον είναι επί της
γης».
Νομίζουμε πως απαλύνοντας τον πόνο και φροντίζοντας τον
εαυτό μας, θα είμαστε καλά, αλλά δεν είμαστε, και το ξέρουμε. Καλά γινόμαστε, όταν «έρθουμε στα συγκαλά
μας» που έλεγε η γιαγιά μου, παραφράζοντας το ευαγγελικό «ελθών εις εαυτόν»,
και αποδεχθούμε την αλήθεια. Και
αγκαλιάσουμε την δυσκολία, και αναγνωρίσουμε την ευλογία της κοινότητας, και
καταλάβουμε, πως αυτά κι όχι άλλα, είναι τα μυστικά της ευτυχίας του
Χριστιανού, αλλά δεν τα φωνάζει. Γιατί
όποιος ψάχνει βρίσκει, και για όποιον δεν ψάχνει, όλα αυτά είναι άχρηστα και
μωρά.
Στέλλα Ν.
Αναγνώστου-Δάλλα.