του Μητροπολίτου Προικοννήσου κ.κ. Ιωσήφ
Προχωρώντας από τον Άγιο Νικόλαο για τις ανατολικές εσχατιές της λεβεντογέννας Κρήτης, το μάτι σου αντικρίζει δεξιά, ψηλά στα κορφοβούνια, μια κάτασπρη αετοφωλιά. Ανάμεσα, θάλεγες. ουρανού και γης! Στη θέα της οι ντόπιοι που την ξέρουν αναρριγούν. Αφήνουν στη μέση τη συζήτηση, σηκώνουν το χέρι σε σταυροκόπημα ευλαβικό και ψιθυρίζουν λόγια προσευχής. Είναι η Παναγίαα στα Γουρνιά! Η Παναγία η Φανερωμένη! Είναι αλήθεια πως ο τόπος μας είναι ναοβριθής.
Όπου σταθείς κι όπου περάσεις θα βρεις σεβάσματα ιερά. Μικρά ή μεγαλύτερα εκκλησάκια θολωτά, εκκλησάκια με τρούλο, εκκλησάκια μονά. εκκλησάκια «διμάρτυρα», εκκλησάκια κάτασπρα! Εκκλησάκια που ημερεύουν την τραχύτητα των βουνών μας, εκκλησάκια που στολίζουν τους κάμπους μας. εκκλησάκια που αγιάζουν τις ακρογιαλιές μας, εκκλησάκια που βλογάνε τους δρόμους μας! Το μέτρημά τους είναι από δύσκολο ίσαμε ακατόρθωτο!
Κι απ’ αυτά τα εκκλησάκια, πιότερα από τα μισά είναι αφιερωμένα σ’ Εκείνην, τη «Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη»! Την Παντάνασσα! Τη φωταυγή του κόσμου! Η ευλάβεια του χριστώνυμου λαού μας, αμέτρητα ύψωσε «στης Πανάγιας τη Χάρη. προσκυνητάρια κι εκκλησιές και λαύρες κι εξωκκλήσια»! Μα τούτη εδώ η εκκλησιά, τούτο το Μοναστήρι, η Παναγία στα Γουρνιά, είναι κάτι ξέχωρο για όλους τους Ανατολικοκρητικούς! Γεραπετρίτες, Στειακοί. Χερσονησιώτες, στο άκουσμα Φανερωμένη συγκλονίζονται! Κάποιο θαύμα, κάποιο τάμα, κάποια ιερή ανάμνηση τους συνδέει μαζί Της! Κάποιος πόνος, κάποια δάκρυα, κάποιος κρύφιος στεναγμός! Κάποια ελπίδα, κάποια χάρη, κάποια ευλογία μυστική! Μην παραξενευθείς να δεις ανθρώπους να ξεκινούν πεζή από απόσταση διψήφιου αριθμού χιλιομέτρων, ξυπόλυτοι συχνά λόγω κάποιου τάματος, και ν’ ανεβαίνουν στη Χάρη Της. Μην ξαφνιαστείς αν δεις άλλων την ευλάβεια να τους οδηγεί ν’ ανηφορίζουν γονατιστοί μέχρι το σπηλαιώδη Θρόνο Της, ποτίζοντας το χώμα και τις πέτρες με το αίμα των γονάτων τους! Μην εκπλαγείς αν βρεθείς στο ‘ιερό Σεμνείο Της το Δεκαπενταύγουστο, ανήμερα της εορτής Της, και δεις τις χιλιάδες του λαού με τα κατανυγμένα πρόσωπα και τα δάκρυα στα μάτια, να πέφτουν στα πόδια Της, ν’ ασπάζονται τα κράσπεδα των ιματίων Της, να πασκίζουν θαρρείς να καλυφθούν σαν μωρά μέσ’ στις πτυχές της εσθήτας Της, ν’ ανάβουν κεριά ανθρωπόμετρα, να προσκομίζουν πρόσφορα σιταρένια, ζυμωμένα με προσευχές και με δάκρυα, κι άρτους σπιτίσιους που ευωδιάζουν μέλι και μαστίχα, Να φέρνουν βασιλικά, πολλά βασιλικά κι άλλ’ άνθια μοσχομύριστα. Να καίνε ευωδιαστό λιβάνι σε λιβανιστήρια πήλινα και μπρούτζινα. Να κρεμάνε στο εικόνισμά Της τάματα κι αναθήματα. Να ξαγορεύονται τις αμαρτίες τους. Να κοινωνούν τ’ Άχραντο Σώμα και το Αίμα του Υιού Της!
Κι απ’ αυτά τα εκκλησάκια, πιότερα από τα μισά είναι αφιερωμένα σ’ Εκείνην, τη «Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη»! Την Παντάνασσα! Τη φωταυγή του κόσμου! Η ευλάβεια του χριστώνυμου λαού μας, αμέτρητα ύψωσε «στης Πανάγιας τη Χάρη. προσκυνητάρια κι εκκλησιές και λαύρες κι εξωκκλήσια»! Μα τούτη εδώ η εκκλησιά, τούτο το Μοναστήρι, η Παναγία στα Γουρνιά, είναι κάτι ξέχωρο για όλους τους Ανατολικοκρητικούς! Γεραπετρίτες, Στειακοί. Χερσονησιώτες, στο άκουσμα Φανερωμένη συγκλονίζονται! Κάποιο θαύμα, κάποιο τάμα, κάποια ιερή ανάμνηση τους συνδέει μαζί Της! Κάποιος πόνος, κάποια δάκρυα, κάποιος κρύφιος στεναγμός! Κάποια ελπίδα, κάποια χάρη, κάποια ευλογία μυστική! Μην παραξενευθείς να δεις ανθρώπους να ξεκινούν πεζή από απόσταση διψήφιου αριθμού χιλιομέτρων, ξυπόλυτοι συχνά λόγω κάποιου τάματος, και ν’ ανεβαίνουν στη Χάρη Της. Μην ξαφνιαστείς αν δεις άλλων την ευλάβεια να τους οδηγεί ν’ ανηφορίζουν γονατιστοί μέχρι το σπηλαιώδη Θρόνο Της, ποτίζοντας το χώμα και τις πέτρες με το αίμα των γονάτων τους! Μην εκπλαγείς αν βρεθείς στο ‘ιερό Σεμνείο Της το Δεκαπενταύγουστο, ανήμερα της εορτής Της, και δεις τις χιλιάδες του λαού με τα κατανυγμένα πρόσωπα και τα δάκρυα στα μάτια, να πέφτουν στα πόδια Της, ν’ ασπάζονται τα κράσπεδα των ιματίων Της, να πασκίζουν θαρρείς να καλυφθούν σαν μωρά μέσ’ στις πτυχές της εσθήτας Της, ν’ ανάβουν κεριά ανθρωπόμετρα, να προσκομίζουν πρόσφορα σιταρένια, ζυμωμένα με προσευχές και με δάκρυα, κι άρτους σπιτίσιους που ευωδιάζουν μέλι και μαστίχα, Να φέρνουν βασιλικά, πολλά βασιλικά κι άλλ’ άνθια μοσχομύριστα. Να καίνε ευωδιαστό λιβάνι σε λιβανιστήρια πήλινα και μπρούτζινα. Να κρεμάνε στο εικόνισμά Της τάματα κι αναθήματα. Να ξαγορεύονται τις αμαρτίες τους. Να κοινωνούν τ’ Άχραντο Σώμα και το Αίμα του Υιού Της!
Πόσο, στ’ αλήθεια, ομορφαίνει ο χρόνος με την Παναγία και τις γιορτές Της! Ο τόπος μας με τις εκκλησιές Της κ’ ιδιαίτερα με τη Φανερωμένη! Ο ουρανός κατεβαίνει στη γη ως έλεος, συγγνώμη, χάρη κι ευλογία! Ως βοήθεια, ως δωρεά και σωτηρία! Κ’ η γη ανεβαίνει στον ουρανό σαν δάκρυ, σαν Παράκληση, σαν κρυφοστεναγμός, σαν ικεσία, σαν πίστη στο θαύμα, σαν προσδοκία, σαν τάμα. σαν ελπίδα ακαταίσχυντη! Η Φανερωμένη φανερώνει την αγάπη του Θεού στον κόσμο μας και συνάμα την προσδοκία του κόσμου στο Θεό! Κι όπως λέει ένας λόγιος Ιεράρχης: «Φανερωμένη θα πει υπαρκτή ελπίδα, ολοφάνερη, χειροπιαστή, αθανασίας πλήρης. Παναγία με μάτια ολάνοιχτα, που βλέπουν ως την ψυχή τον άνθρωπο, με καρδιά ολόθερμη που ζεσταίνει ολόκληρο τον άνθρωπο, με παρουσία αιώνια που στέκει ασάλευτη κοντά στον άνθρωπο. Παναγία για μας. Πάντα Φανερωμένη, πάντα έτοιμη. Περισσότερο ζωντανή στην εικονική ακινησία Της, στην Κοίμησή Της. Η παρούσα στα πολυάνθρωπα πανηγύρια και στις μοναχικές Συνάξεις, στους ήχους των Μητροπολιτικών Ναών και στη σιωπή των απόκοσμων Μοναστηριών, μέχρι τις κορυφές και τις χαράδρες και τις ακρογιαλιές, μέχρι τη μοναχικότητά μας. Πάντα Φανερωμένη, πάντα ζωντανή»!…
Δεν είναι από μάρμαρο πεντελικό χτισμένος ο Ναός Της! Ούτε κάνεις Ανθέμιος ή Ισίδωρος έβαλε τη σοφία και την τέχνη του για να τον στήσει! Η μάννα γη προσέφερε στη Μάννα του Κόσμου για μια ακόμη φορά ένα σπήλαιο! Όχι ασφαλώς για να γεννήσει ξανά τον Ένα της Τριάδος, αλλά για να στεγάσει τη φιλανθρωπία Της και τα σπλάγχνα των οικτιρμών Της! Μια σπηλιά είναι ο Ναός του Μοναστηρίου της Φανερωμένης! Μια σπηλιά με μια σχισμή στο πάνω μέρος της. όπου η λαϊκή ευσέβεια θέλει κρυμμένη την εικόνα Της τη θαυματουργή, που δε φανερώνεται πάντοτε, «ουδέ πάσιν, αλλ’ εστίν ότε, και οις και εφ’ όσον»!: Κάπου-κάπου, σ’ ανθρώπους ταπεινούς και απλούς, άτυφους και γεμάτους πίστη, «ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένους, ή καθαιρομένους, το μετριότατον». Για μας τους περισσότερο χοϊκούς και αμαρτωλούς, υπάρχει η νεότερη εικόνα Της. θαυματουργή και τούτη, ορατή σε όλους, «ιστορημένη από φως και άνθη, ζωγραφισμένη από χείρας ευσέβειας, η κεχαριτωμένη. Μάννα της μάννας μας. η γλυκύτατη μορφή. Παναγία η γλυκοσιωπούσα· σκέπη, αρετή και προστάτις μας, καταφυγή των δάκρυνων ημερών μας». Σ’ αυτήν προσφεύγουμε. Σ’ αυτήν γονατίζουμε. Αυτήν προσκυνούμε. Απ’ αυτήν, πάνω στο ζωαρχικο νεκροκρέβατό Της «βλέπει η Κόρη του λαού τήν πίστιν και την πτωχείαν κι ευσπλαγχνίζεται. Όπως το πάλαι είχε σπλαχνισθεί οπ Υιός Της τους προγόνους του ιδίου λαού»!
Στη συνέχεια της μεγάλης σπηλιάς-ναού, μια μικρότερη που πρέπει να σκύψεις και να ταπεινωθείς πολύ για να εισέλθεις. Κρυφό Σχολειό -καθώς λένε- στα χρόνια τής σκλαβιάς, είναι το ιερό εξομολογητήριο. Ο χώρος της καταλλαγής με τον Θεό, ο χώρος της ιατρείας των ψυχών.
Εκεί ιερουργείται το «φιλάνθρωπο Μυστήριο», μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελαφριάς υγρασίας, μοσχοβολημένη από τη χρήση του θυμιάματος, αγιασμένη από τα δάκρυα και τις αδιάλειπτες προσευχές αρχαίων και νεότερων ασκητών, πολλών αγίων ασκητών, ευλογημένη από τη διαρκή παρουσία της Πονολύτρας!
«Ουδείς προστρέχων επί Σοι κατησχυμένος από Σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε…», ψάλλει με τη σπασμένη κάπως, μα πάντα μελωδική και μουσικότατατη φωνή του ο Ηγούμενος. Τον σιγοντάρουν τα τζιτζίκια κι ένα-δυό κούκοι, που διαλαλούν μ’ όλη τους τη δύναμη πως, πράγματι, όποιος ζητάει τη χάρη Της, «λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως»!
Λίγο πιο ‘κει η καλόγρια η Φιλοθέη, εκκλησιάρισσα μαζί και μαγείρισσα, και αρχοντάρισσα. και θυρωρός, και μοναδικό -πλέον του Ηγουμένου- εγκαταβιούν μέλος της Αδελφότητας. μη μπορώντας να τον βοηθήσει στο ψάλσιμο λόγω παντελούς αγνοίας της αλφαβήτου, επιδίδεται σε διαρκή σταυροκοπήματα κι ατέλειωτες μετάνοιες και γονυκλισίες μπροστά από το στασίδι της. μουρμουρίζοντας όσα «πατερμά» συμβαίνει να ξέρει, και κάπου-κάπου σκουπίζει με την ανάστροφη της παλάμης της ή την άκρη της τριμμένης εμπροσθέλλας της, κάποιο λαθραίο δάκρυ…
«-Αν ήμουν τώρα νέος, πάλι καλόγηρος θα γινόμουνα και πάλι εδώ θα ερχόμουνα. τη Φανερωμένη να διακονήσω!», άκουσα κάποτε τον Ηγούμενο Τιμόθεο να λέει: «Χωρίς τη Φανερωμένη ή ζωή μου δεν θάχε νόημα!» Δεν είναι ν’ απορεί κανείς μ’ αυτά τα λόγια! Να ζηλεύει μόνο την κλήση και τη θέληση του ανδρός!…
Από το βιβλίο 'Οσμή Ζωής"