«Όλος ο κόσμος έρχεται από τη μέρα που το έμαθε, γνωστοί, άγνωστοι, συγγενείς, μαζεύονται καθημερινά στο σπίτι
. Χωρίς να επαναλαμβάνουμε την ίδια ιστορία. Δεν λέμε τα γεγονότα, πώς έγιναν, γιατί και διότι . Πρώτα από όλα έχω απαγορεύσει σε όλους να μιλούν για το γεγονός και να ρίχνουμε ευθύνες, γιατί ακόμη δεν ξέρουμε. Και πίστεψέ με, βλέπω τον πόνο μέσα στα μάτια τους, ο πόνος ο δικός μου καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια των ανθρώπων που έρχονται και βλέπω τη δική τους θλίψη, τον πόνο και τα βιώματα. Και φεύγοντας από το σπίτι οι περισσότεροι μου λένε: “Ερχόμαστε να σε συλλυπηθούμε και στο τέλος εσύ μας δίνεις δύναμη! Πού βρίσκεις αυτήν τη δύναμη και το χαμόγελο; Μήπως δεν έχεις συνειδητοποιήσει το γεγονός; Μήπως ο φούρνος ύστερα φέρνει την πυρά;”. Η απάντησή μου ποια είναι; Από την πρώτη στιγμή το είχα καταλάβει γιατί είχα επικοινωνία με τα παιδιά μου. Το κατάλαβα. Σίγουρα ήταν άδικος ο τρόπος με τον οποίο έφυγαν. Όμως, έχοντας βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό, που μας μιλά για την Ανάσταση, μόλις το ένιωσα, το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου ήταν η Παναγία κάτω από το Σταυρό που έβλεπε το γιο της και έκλαιγε. Και έλεγα: “Παναγία μου, στείλε μου δύναμη να μπορέσω να κρατηθώ. Γιατί εγώ βλέπω δύο παιδιά πάνω στο Σταυρό, δεν βλέπω ένα”. Και εκεί που μιλούσα και φιλοσοφούσα μόνη μου, είπα: “Εγώ ήξερα ένα σημαντικό πράγμα που δεν το ήξερε η Παναγία, εγώ τουλάχιστον γνώριζα ανέκαθεν για την Ανάσταση, ενώ η Παναγία ίσως να μη γνώριζε για την Ανάσταση”. Και σαν να μπήκε μέσα μου μία φλόγα και με κράτησε και με κρατά συνέχεια...».
. Χωρίς να επαναλαμβάνουμε την ίδια ιστορία. Δεν λέμε τα γεγονότα, πώς έγιναν, γιατί και διότι . Πρώτα από όλα έχω απαγορεύσει σε όλους να μιλούν για το γεγονός και να ρίχνουμε ευθύνες, γιατί ακόμη δεν ξέρουμε. Και πίστεψέ με, βλέπω τον πόνο μέσα στα μάτια τους, ο πόνος ο δικός μου καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια των ανθρώπων που έρχονται και βλέπω τη δική τους θλίψη, τον πόνο και τα βιώματα. Και φεύγοντας από το σπίτι οι περισσότεροι μου λένε: “Ερχόμαστε να σε συλλυπηθούμε και στο τέλος εσύ μας δίνεις δύναμη! Πού βρίσκεις αυτήν τη δύναμη και το χαμόγελο; Μήπως δεν έχεις συνειδητοποιήσει το γεγονός; Μήπως ο φούρνος ύστερα φέρνει την πυρά;”. Η απάντησή μου ποια είναι; Από την πρώτη στιγμή το είχα καταλάβει γιατί είχα επικοινωνία με τα παιδιά μου. Το κατάλαβα. Σίγουρα ήταν άδικος ο τρόπος με τον οποίο έφυγαν. Όμως, έχοντας βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό, που μας μιλά για την Ανάσταση, μόλις το ένιωσα, το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου ήταν η Παναγία κάτω από το Σταυρό που έβλεπε το γιο της και έκλαιγε. Και έλεγα: “Παναγία μου, στείλε μου δύναμη να μπορέσω να κρατηθώ. Γιατί εγώ βλέπω δύο παιδιά πάνω στο Σταυρό, δεν βλέπω ένα”. Και εκεί που μιλούσα και φιλοσοφούσα μόνη μου, είπα: “Εγώ ήξερα ένα σημαντικό πράγμα που δεν το ήξερε η Παναγία, εγώ τουλάχιστον γνώριζα ανέκαθεν για την Ανάσταση, ενώ η Παναγία ίσως να μη γνώριζε για την Ανάσταση”. Και σαν να μπήκε μέσα μου μία φλόγα και με κράτησε και με κρατά συνέχεια...».
«Η Γεωργία μου είναι 15 χρόνων και προσπαθώ να της εξηγήσω όσο πιο απλά ότι όλα είναι μέρος της ζωής μας, και η ζωή και ο θάνατος, και όπως γελούμε έτσι πρέπει να κλαίμε. Το κλάμα είναι αυτό που θα ξαλαφρώσει την ψυχή μας. Και αυτά τα έλεγα όχι μόνο τώρα, αλλά από πάντα. Παράλληλα σκέφτομαι ότι ζήσαμε τόσο έντονα με τα παιδιά μου, δηλαδή 19 χρόνια βιώσαμε πολλά. Αφού ρωτώ τον εαυτό μου: “Μήπως άφησα κάτι πίσω;”. Από τον καιρό που είχα μείνει έγκυος, από εκείνη τη στιγμή, 27 Δεκεμβρίου 1991, το είχα νιώσει και όταν τους το έλεγα με κορόιδευαν... Τους ένιωθα έντονα, παρόλο που ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα στη γέννα, παρόλο που δεν μπορούσα να τους πιάσω, βλέποντας τα ματάκια τους αισθανόμουν τόση δύναμη, που για μένα πλέον ο κόσμος ήταν ο Μίλτος και ο Χρίστος μου. Ήταν το οξυγόνο μου και το διαμάντι μου, έτσι τους έβλεπα! Μεγαλώνοντας, πηγαίναμε θάλασσες, χιόνια, καρναβάλια, σε εκκλησίες, ταξίδια, κάναμε τα πάντα. Ήμουν 24 ώρες το 24ωρο δίπλα τους, χωρίς όμως να γίνουν τα παιδιά της μαμάς που δεν έχουν δικές τους πρωτοβουλίες».
«Πιο πολύ μου έχει λείψει η φράση που μου έλεγε ο Χρίστος: “Μάμα, αγαπάς με;”. Και τον τελευταίο καιρό δεν του έλεγα ότι τον αγαπώ, του έλεγα: “Σε λατρεύω γιε μου, λατρεύω σε!”. Και πάντα με ρωτούσε για να του λέω τη χαρακτηριστική φράση “λατρεύω σε”. Ο Μίλτος μου ήταν λίγο πιο επαναστάτης, ορισμένα πράγματα δεν τα δεχόταν ιδιαίτερα. Ο Μίλτος με έπαιρνε βόλτα με το αυτοκίνητο. Και πράγματι εκείνη η βόλτα, που κρατούσα την καρδιά μου στα χέρια μου, που πατούσα αόρατα φρένο από τη στιγμή που οδηγούσε, εκείνη την ένταση που είχα, μου έχει λείψει. Μου έχουν λείψει οι βόλτες που κάναμε στη θάλασσα, οι εκφράσεις, το χαμόγελό τους...
«Η ώρα 4 και 15 με πήρε τηλέφωνο ο Χρίστος και μου είπε: “Μάμα μου καλημέρα...”. “Καλημέρα” του είπα, “αλλά η ώρα έξι έχεις σκοπιά...”. “Μην ανησυχείς”, μου είπε, “σε παίρνω επειδή έγιναν κάποιες μικρές εκρήξεις εδώ και μήπως έρθουν οι δημοσιογράφοι και φοβηθείς”. 4 και 30 πήρα τηλέφωνο τον Μίλτο, που 2 με 4 ήταν θαλαμοφύλακας. Και μου είπε: “Μάμα, μάμα, κλείσε σε παρακαλώ και θα σε πάρω εγώ γιατί τους τηλεφωνούμε να έρθουν όλοι μέσα”. Φαίνεται θα έπαιρναν τηλέφωνο τους πιο “μεγάλους”. “Εντάξει γιε μου”, του είπα, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Ξύπνησα τον άντρα μου και του είπα: “Πάμε να δούμε τι συμβαίνει”. Ξύπνησα την κόρη μου και τη μάνα μου. Φύγαμε από το σπίτι μας για να πάμε στο Μαρί. Εκείνη τη μέρα είχε φοβερή υγρασία, δεν βλέπαμε. Όταν φτάσαμε στη Βάση, ο άντρας μου μού είπε αντί να πάμε από τον παλιό δρόμο, να συνεχίσουμε προς τον κύριο δρόμο για να μη μας δουν και πουν τι γυρεύει κιόλας η μητέρα και ο πατέρας του Μίλτου και του Χρίστου εδώ. Και περάσαμε από τον αυτοκινητόδρομο και είδαμε ένα κόκκινο φως, το οποίο μάλιστα σχολιάσαμε στο αυτοκίνητο. Για να μη φοβηθεί η Γεωργία, που το σχολίαζε, της είπα ότι είναι μάλλον η ανατολή του ηλίου. Αμέσως, υποψιαστήκαμε ότι κάτι δεν πάει καλά ενώ φτάναμε από τον παλιό δρόμο πια έξω από τη Ναυτική Βάση. Ήταν γύρω στις 5 και 30. Είδαμε ότι μαζεύτηκαν αρκετά αυτοκίνητα και ο άντρας μου μού είπε να φύγουμε, αφού κανονίστηκε. Μετά, στις 5 και 40 τους πήρα ξανά στο τηλέφωνο και τους είπα: “Τι συμβαίνει;”. Δεν τους ανέφερα ότι είχαμε πάει στο Μαρί. “Μάμα, βρήκα τον αδερφό μου, είμαστε μαζί, μην ανησυχείς, μην έχεις έννοια”. Μετά συνομίλησα και με τον Μίλτο, που μου είπε: “Μάμα μην ανησυχείς, είμαι καλά μαζί με τον αδερφό μου, τον βρήκα και είμαστε μαζί. Μην ανησυχείς”. “Πού πάτε τώρα”, τους ρώτησα εγώ και μου απάντησαν: “Θα βγούμε πάνω στο υδροφόρο”. “Εντάξει”, τους είπα, “προσέχετε”. Αυτό έγινε στις 5 και 44 με το δικό μου κινητό. Γύρω στις 6 τους έστειλα μήνυμα λέγοντάς τους όταν τελειώσουν να με πάρουν τηλέφωνο. Και διαπίστωσα ότι το μήνυμα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, δεν παραδόθηκε. Έστειλα ξανά και πάλι το ίδιο. Τότε σκέφτηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν ήρθαμε στο σπίτι είδαμε ότι δεν είχαμε ρεύμα. Όταν ήμασταν στον αυτοκινητόδρομο, είχα παρατηρήσει ότι στον πύργο της ηλεκτρικής ήταν κλειστό το φως και βρήκαμε εκείνη τη στιγμή μία απλή δικαιολογία. Αλλά όταν φτάσαμε στο σπίτι και δεν είχαμε ηλεκτρισμό, βάλαμε το κασετόφωνο με τις μπαταρίες. Στις 7, νομίζω, ακούσαμε στις ειδήσεις για μία μεγάλη έκρηξη. Αμέσως ο άντρας μου πήρε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε ξανά στη Ναυτική Βάση και εγώ έτρεξα στις πρώτες βοήθειες με έναν γείτονά μου, παρόλο που ήξερα ότι τα παιδιά δεν θα ήταν εκεί. Αφού ήταν μπροστά όταν έγινε η έκρηξη και άρα το απέκλεια… Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα το κακό που μας βρήκε εκείνο το πρωινό. Έφτασα στις πρώτες βοήθειες και αντιμετώπισα τα μωρά εκεί, τους στρατιώτες που τα ένιωθα σαν δικά μου παιδιά. Ήταν τόσο τρομαγμένα τα καλά μου, ήταν μία κατάσταση που δεν περιγράφεται. Τους έλεγα: “Ξέρω για τον Μίλτο και τον Χρίστο, αλλά δεν ήρθα για τα παιδιά μου, εν για εσάς που ήρθα. Ξέρω, μην μπείτε στον κόπο να μου πείτε”.
«Όσο υπάρχει ζωή, επίλογος δεν υπάρχει. Σίγουρα πάντως, δεν θέλω καμία μάνα και κανένας συγγενής να έρθει στη δική μου θέση. Ίσως, εγώ σε εισαγωγικά να θεωρούμε δυνατός άνθρωπος, κάποιος άλλος ενδεχομένως όχι… Η καταστροφή δεν επηρέασε μόνο εκείνους που έφυγαν, αλλά και εμάς. Επίλογός μου; Να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να δούμε την αλήθεια και να προσπαθήσουμε από αυτό το μεγάλο κακό να κάνουμε μία σωστή αρχή. Όσο για εμάς που χάσαμε αυτούς που αγαπούμε, πρέπει να κλαίμε ΟΧΙ γιατί έφυγαν -διότι εκεί όπου είναι, σίγουρα είναι καλύτερα- αλλά να κλαίμε για όσα δεν μπορέσαμε να τους προσφέρουμε. Το πολυτιμότερο δώρο που μπορούμε να δώσουμε στον άνθρωπο, είναι οι ωραίες αναμνήσεις που θα μας συνοδεύουν για πάντα και θα μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε».
πηγή: Το Περιοδικό