+19 Αυγούστου 1985
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης κυρός Βαρνάβας (κατά κόσμον Νικόλαος Δημητρίου Τζωρτζάτος), κεφαλληνιακής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1918. Το 1939 έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και το 1952 αναγορεύτηκε διδάκτοράς της υποβάλλοντας την διατριβή με θέμα «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επί τη βάσει των επιστολών αυτού». Παρακολούθησε μαθήματα και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης έλαβε από τον πνευματικό του πατέρα, μακαριστό Μητροπολίτη Χίου κυρό Παντελεήμονα Φωστίνη (†1962). Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας των Μητροπόλεων Καρυστίας και Ελασσώνος, ενώ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο συμμετείχε ως στρατιωτικός ιερέας στο μέτωπο.
Διατέλεσε καθηγητής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής της Αμερικής (1946),
Τον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης έλαβε από τον πνευματικό του πατέρα, μακαριστό Μητροπολίτη Χίου κυρό Παντελεήμονα Φωστίνη (†1962). Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας των Μητροπόλεων Καρυστίας και Ελασσώνος, ενώ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο συμμετείχε ως στρατιωτικός ιερέας στο μέτωπο.
Διατέλεσε καθηγητής της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής της Αμερικής (1946),
Διευθυντής και Καθηγητής της μεταπανεπιστημιακής Σχολής Ιεροκηρύκων - Εξομολόγων - Κατηχητών, Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και Διευθυντής του Θεολογικού Οικοτροφείου αυτής (1950). Παρά την ολιγόμηνη παραμονή του στη Διεύθυνση του Θεολογικού Οικοτροφείου έθεσε τις βάσεις για την εύρυθμη λειτουργία του τότε νεοπαγούς ιδρύματος.
Στις 26 Μαρτίου 1954 και σε ηλικία 36 ετών εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Κίτρους και η χειροτονία του έγινε στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών στις 28 Μαρτίου. Ενθρονίστηκε στην Κατερίνη στις 15 Απριλίου του ίδιου έτους. Στη Μητρόπολή του συνέστησε πλειάδα πνευματικών και κοινωφελών ιδρυμάτων.
Συμμετείχε σε διάφορες Επιτροπές της Ιεράς Συνόδου, κυρίως νομοκανονικού και νομοπαρασκευαστικού χαρακτήρα και αντιπροσώπευσε την Εκκλησία της Ελλάδος σε διεθνή συνέδρια. Κατόπιν προσκλήσεως επισκέφθηκε όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, πρεσβυγενή και νεώτερα, όλες τις αυτοκέφαλες και αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις Αρχιεπισκοπές Αμερικής και Αυστραλίας, τις Ορθόδοξες Μητροπόλεις της Ευρώπης, την Αρχιεπισκοπή Σινά, ξένες Εκκλησίες όπως της Αρμενίας, Αιθιοπίας, Σικελίας, του Μαλαμπάρ της Ινδίας, το Βατικανό και την έδρα της Αγγλικανικής Εκκλησίας.
Γλωσσομαθής και πολυγραφότατος, εξέδωσε περισσότερα από πενήντα επιστημονικά έργα, με ιστορικο-νομοκανονικό περιεχόμενο που αφορούν κυρίως στους θεσμούς διοίκησης των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Το συγγραφικό του έργο έτυχε ευμενούς κριτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 14 Φεβρουαρίου 1962 και σε ηλικία μόλις 44 ετών ήταν υποψήφιος στη διαδικασία ανάδειξης νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στο τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο.
Τιμήθηκε με εξέχουσες εκκλησιαστικές, πολιτικές και ακαδημαϊκές διακρίσεις. Όντας διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου και επίτιμος διδάκτορας της Θεολογικής Ακαδημίας του Λένινγκραντ, της Θεολογικής Ακαδημίας της Σόφιας, της Θεολογικής Σχολής του Πρέσοβ και του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού. Επίσης, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.
Εξελέγη επίτιμο ή αντεπιστέλλον μέλος ξένων Ακαδημιών και άλλων ανώτατων πνευματικών Ιδρυμάτων καθώς και τακτικό μέλος της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών. Διετέλεσε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου και συνεργάτης της Δωδεκάτομης Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας. Διηύθυνε το θρησκευτικό Περιοδικό «Αναγέννησις» (1945 - 1946), ενώ από το 1955 μέχρι τον θάνατό του εξέδιδε στη Μητρόπολή του με προσωπική πρόνοια το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό «Ορθόδοξος Επιστασία».
Τον Μάιο του 1982 εξελέγη παμψηφεί από την Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών Αντεπιστέλλον Μέλος της στην τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και στην έδρα του Συγκριτικού Δικαίου των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δίνοντας μάχη με την επάρατη νόσο για μία περίπου δεκαετία, κοιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Αυγούστου του 1985 σε ηλικία 67 ετών και κηδεύτηκε στην Κατερίνη με εκδηλώσεις πάνδημου πένθους. Προικισμένος με σπάνια χαρίσματα και με τη φήμη του να ξεπερνά τα σύνορα της πατρίδας μας, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Βαρνάβας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά και κοινωνικά δρώμενα της Ελλάδας του περασμένου αιώνα
Στις 26 Μαρτίου 1954 και σε ηλικία 36 ετών εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Κίτρους και η χειροτονία του έγινε στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών στις 28 Μαρτίου. Ενθρονίστηκε στην Κατερίνη στις 15 Απριλίου του ίδιου έτους. Στη Μητρόπολή του συνέστησε πλειάδα πνευματικών και κοινωφελών ιδρυμάτων.
Συμμετείχε σε διάφορες Επιτροπές της Ιεράς Συνόδου, κυρίως νομοκανονικού και νομοπαρασκευαστικού χαρακτήρα και αντιπροσώπευσε την Εκκλησία της Ελλάδος σε διεθνή συνέδρια. Κατόπιν προσκλήσεως επισκέφθηκε όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία, πρεσβυγενή και νεώτερα, όλες τις αυτοκέφαλες και αυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις Αρχιεπισκοπές Αμερικής και Αυστραλίας, τις Ορθόδοξες Μητροπόλεις της Ευρώπης, την Αρχιεπισκοπή Σινά, ξένες Εκκλησίες όπως της Αρμενίας, Αιθιοπίας, Σικελίας, του Μαλαμπάρ της Ινδίας, το Βατικανό και την έδρα της Αγγλικανικής Εκκλησίας.
Γλωσσομαθής και πολυγραφότατος, εξέδωσε περισσότερα από πενήντα επιστημονικά έργα, με ιστορικο-νομοκανονικό περιεχόμενο που αφορούν κυρίως στους θεσμούς διοίκησης των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Το συγγραφικό του έργο έτυχε ευμενούς κριτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 14 Φεβρουαρίου 1962 και σε ηλικία μόλις 44 ετών ήταν υποψήφιος στη διαδικασία ανάδειξης νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στο τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο.
Τιμήθηκε με εξέχουσες εκκλησιαστικές, πολιτικές και ακαδημαϊκές διακρίσεις. Όντας διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου και επίτιμος διδάκτορας της Θεολογικής Ακαδημίας του Λένινγκραντ, της Θεολογικής Ακαδημίας της Σόφιας, της Θεολογικής Σχολής του Πρέσοβ και του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου του Παρισιού. Επίσης, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.
Εξελέγη επίτιμο ή αντεπιστέλλον μέλος ξένων Ακαδημιών και άλλων ανώτατων πνευματικών Ιδρυμάτων καθώς και τακτικό μέλος της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών. Διετέλεσε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου και συνεργάτης της Δωδεκάτομης Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας. Διηύθυνε το θρησκευτικό Περιοδικό «Αναγέννησις» (1945 - 1946), ενώ από το 1955 μέχρι τον θάνατό του εξέδιδε στη Μητρόπολή του με προσωπική πρόνοια το μηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό «Ορθόδοξος Επιστασία».
Τον Μάιο του 1982 εξελέγη παμψηφεί από την Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών Αντεπιστέλλον Μέλος της στην τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών και στην έδρα του Συγκριτικού Δικαίου των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Δίνοντας μάχη με την επάρατη νόσο για μία περίπου δεκαετία, κοιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Αυγούστου του 1985 σε ηλικία 67 ετών και κηδεύτηκε στην Κατερίνη με εκδηλώσεις πάνδημου πένθους. Προικισμένος με σπάνια χαρίσματα και με τη φήμη του να ξεπερνά τα σύνορα της πατρίδας μας, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Βαρνάβας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά και κοινωνικά δρώμενα της Ελλάδας του περασμένου αιώνα