«Χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεόν παῤῥησία»
Ἰανουάριος τοῦ 807. Ὁ ἀλγερίνος ληστοπειρατής Βαρδουχάν, ἔχοντας σάν βάση ἐξορμήσεως τὴ Μῆλο, λυμαίνεται μέ τὰ δεκαεπτὰ πειρατικὰ του πλοῖα τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὰ παράλια τῆς Θράκης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας.
τὸν μήνα αὐτὸ ἀποφασίζει νὰ στραφεῖ ἐνατίον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἑτοιμάζει δέκα πλοῖα, παίρνει μαζί του διακόσιους πειρατές καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ μονὴ Βατοπεδίου. Μέ τὸ χάραμα τῆς 21ης Ἰανουαρίου προσορμίστηκαν στὸ λιμανάκι τοῦ μοναστηριοῦ, βγῆκαν στὴ στεριὰ καὶ περίμεναν κρυμμένοι τὸ πρωινὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης γιὰ νὰ εἰσορμήσουν.
Οἱ μοναχοὶ μόλις εἶχαν τελειώσει τὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία, καὶ ἀποσύρονταν στὰ κελλιὰ τους γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. στὴν Ἐκκλησία ἔμεινε μόνος ὁ ἡγούμενος καὶ συνέχισε τὴν προσευχὴ του.
Ξαφνικὰ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες. Ἀνεβεῖτε στὰ τείχη καὶ διῶξτε τοὺς πειρατές.
Γυρίζει ἀπορημένος ἀπὸ τὸ παράδοξο ἄκουσμα καὶ κοιτάζει τὴ Θεοτόκο. Βλέπει τότε ἄλλο θαῦμα ἐκπληκτικώτερο: τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ τοῦ θείου Βρέφους εἶχαν ζωντανέψει. τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ μικρός Ἰησοῦς ἁπλώνει τὸ χέρι, σκεπάζει τὸ στόμα τῆς Παναγίας Μητέρας Του, καὶ στρέφοντας τὸ πρόσωπό Του πρὸς αὐτὴν τῆς λέει:
–Ὄχι, μητέρα, μήν τὸ λές! Ἄφησέ τους νὰ τιμωρηθοῦν, ὅπως τοὺς ἀξίζει!
Ἡ Παναγία ὅμως πιάνει τὸ χέρι τοῦ Υἱοῦ της, στρέφει λίγο δεξιὰ τὸ πρόσωπό της καὶ ξαναλέει:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες τῆς μονῆς!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονισμένος σύναξε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς διηγήθηκε ὅσα θαυμαστὰ εἶδε καὶ ἄκουσε. Κι ἐκεῖνοι διαπίστωσαν μέ δέος ὅτι τὰ ἱερὰ πρόσωπα στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶχαν ἀλλάξει στάση καὶ ἔκφραση. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία γιὰ τὴ σωτήρια πρόνοιὰ της, ἀνέβηκαν στὰ τείχη.
Ἦταν καιρός. Οἱ πειρατές μέ σκάλες καὶ τσεκούρια ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναῤῥίχηση. Ὁ ἡγούμενος, ὄρθιος στίς ἐπάλξες, τοὺς ἄφησε πρῶτα νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα, ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ἔδωσε τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἀπόκρουση.
Δέκα πειρατές ἔπεσαν ἀμέσως νεκροί, ἄλλοι τραυματίστηκαν, καὶ οἱ ὑπόλοιποι μπῆκαν στὰ πλοῖα κι ἔφυγαν.
Οἱ μοναχοὶ κατέβηκαν συγκινημένοι στὸν ναὸ καὶ εὐχαρίστησαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴ Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἡ εἰκόνα πῆρε τὴν προσωνυμία «Παραμυθία», δηλαδὴ παρηγορία, καὶ παραμένει μέχρι σήμερα ἀλλαγμένη, γιὰ νὰ θυμίζει τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονός.